Εμείς οι παλιότεροι έχουμε υπόψη την κλασική ατάκα του Ηλία Ηλιού το 1962: «Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Την είχε πει ως εκπρόσωπος τότε της ΕΔΑ στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, υπουργό Προεδρίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Θυμήθηκα την κουβέντα αυτή παρακολουθώντας τις κλιμακούμενες παρεμβάσεις της σπουδαίας αυτής γυναίκας, της Μαρίας Καρυστιανού, και των συντρόφων της, συγγενών των θυμάτων των Τεμπών.
«Είμαστε νομοταγείς πολίτες», είπε σε κάποια αποστροφή της πρόσφατης παρέμβασής της στις Βρυξέλες η κυρία Καρυστιανού, χωρίς να υπάρχει στην έκφρασή της τίποτα το απολογητικό. Ήταν η ανάσυρση από τη λήθη μιας δημοκρατικής πολιτικής παράδοσης που την έχει χάσει η σύγχρονη αριστερά. Είναι η παράδοση της ριζοσπαστικής νομιμοφροσύνης του δημοκρατικού πολίτη· αυτής που κορυφώθηκε στο ένα-ένα-τέσσερα. Ένας ριζοσπαστισμός της αθωότητας, θα μπορούσε να πει κανείς.
Τα λέω αυτά διότι, με αφορμή το θέμα των Τεμπών, έχει εισβάλει ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα των θεσμών· τόσο των πολιτικών θεσμών, όσο και της διοίκησης (ασυλία, εξαρτημένη δικαιοσύνη κ.ο.κ.). Και κατάπληκτη η κοινή γνώμη παρακολουθεί τον Μ. Βορίδη και τον Α. Πορτοσάλτε να λοιδορούν το συγκλονιστικό επίτευγμα των 1.330.000 υπογραφών. «Γελοιότητες» και «μπαρούφα» αποκάλεσε τις υπογραφές ο δημοσιογράφος του Σκάι, ενώ πιο προσεκτικός ο υπουργός –όπως πάντα– είπε κάτι εξίσου εξοργιστικό αλλά, δυστυχώς, αντικειμενικά σωστό: ότι ούτως ή άλλως η βουλή δεν μπορεί να καταργήσει τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών. Πρόσθεσε ότι το ζήτημα με τις υπογραφές είναι «ένα ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα», και ότι οι συγκεκριμένες δεν έχουν θεσμική υπόσταση και δεν μπορούν να παραγάγουν έννομο αποτέλεσμα.
Είχε και στα δύο δίκιο, δυστυχώς. Πράγματι, η βουλή δεν μπορεί να καταργήσει τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών, διότι η κυβερνητική ασυλία είναι κατοχυρωμένη με διπλές δικλείδες ασφαλείας στο ίδιο το Σύνταγμα (ελέω Βαγγελάκη Βενιζέλου). Και στο δεύτερο είχε δίκιο: ότι οι υπογραφές των Τεμπών δεν έχουν τυπικώς θεσμική αξία. Διότι ναι μεν η αναθεώρηση του 2019 εισήγαγε στο Σύνταγμα τη Λαϊκή Νομοθετική Πρωτοβουλία (άρθρο 73, παράγραφος 6), όμως το πολιτικό σύστημα αγρόν ηγόραζε επί πέντε έτη. Τόσο η κυβέρνηση (ευλόγως), όσο και η αντιπολίτευση (για λόγους που η ίδια ίσως γνωρίζει), φρόντισαν να μην φέρουν τον απαιτούμενο εφαρμοστικό νόμο στη Βουλή. Υπήρξαν παρεμβάσεις νομομαθών και άλλων πολιτών που επεσήμαναν το θεσμικό κενό, με κορυφαία την ανοικτή επιστολή 46 Κινήσεων Πολιτών το φθινόπωρο του 2022. Θα το κάνουμε κάποια στιγμή, είχε πει τότε ο ίδιος ο Μ. Βορίδης, απαντώντας ως αρμόδιος υπουργός. Το ξέρει δηλαδή ο άνθρωπος το θέμα, και μάλιστα πάρα πολύ καλά.
Το θετικό είναι ότι τώρα αρχίζει και το μαθαίνει και η ελληνική κοινωνία. Και το ζήτημα είναι αν αυτή η γνώση για τη σημασία των θεσμών –πληρωμένη με βαρύ φόρο αίματος– μεταφραστεί σε μια μαχητική επιστροφή στα θεμελιώδη αυτής της ριζοσπαστικής δημοκρατικής αθωότητας για την οποία έκανα λόγο παραπάνω: αυτής που το μετα-νεο-φιλελεύθερο κράτος οφείλει διαρκώς να καταστέλλει, και που θα μπορούσε όχι απλώς να υπερασπιστεί τα δημοκρατικά υπολείμματα του παρελθόντος, αλλά και να ανανεώσει ριζικά την αντίληψή μας περί δημοκρατίας.