του Γιάννη Σχίζα

«Η μορφή είναι ανώτερη πνευματική ανάγκη στον ίδιο βαθμό που και η σωματική καθαριότητα είναι ανώτερη σωματική ανάγκη. Στον αληθινά καλλιεργημένο άνθρωπο οι ωμότητες της μορφής προξενούν σωματικούς σχεδόν πόνους, του προκαλούν την ίδια δυσαρέσκεια με τη βρωμιά και τη δυσοσμία»
Χέρμαν Μοντέζιους, «Σκοποί του καλλιτεχνικού Συνδέσμου», 1906

Η Αθήνα δεν άφησε πολύ έδαφος για τη νοσταλγία. Μετά τον πόλεμο και την κατοχή από τους Γερμανούς, μετά την εμφύλια διαμάχη, επακολούθησε η κοινωνία της αντιπαροχής, επακολούθησε ουσιαστικά μια δόμηση χωρίς σχέδιο και χωρίς κανόνες. Επακολούθησε η κυριαρχία του ιδιωτικού πάνω στο δημόσιο, η κυριαρχία του τσιμεντώδους επί του πράσινου, η κυριαρχία του άσχημου πάνω στο εύσχημο και ωραίο. Γι’ αυτό τα χρόνια που επακολούθησαν, οι δεκαετίες του ’70, του ’80, του ’90, της εισόδου στον 21ο αιώνα, ήταν αντίστοιχα χρόνια διαμαρτυρίας: Τα πιο καλλιεργημένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας μαζί με τις λαϊκές δυνάμεις ζητούσαν μια νέα ευκαιρία για την Αθήνα, που ήταν ή γινόταν ήδη το μισό του ελληνικού ουρανού.

Στη δεκαετία του 1980 ο Χρήστος Παπουτσάκης με το περιοδικό ΑΝΤΙ προέβαινε σε μια συλλογή στοιχείων Κιτς από διάφορα στοιχεία του ελληνικού περιβάλλοντος, και κατά προτεραιότητα βέβαια από κατασκευές. Το «κιτς» του Παπουτσάκη ήταν διασκεδαστικό όμως ήταν και λυπηρό, γιατί έδειχνε την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας.

Το 1985 επί Μελίνας Μερκούρη αναλαμβάνονταν η υπόθεση της Αθήνας «ως καλλιτεχνικής πρωτεύουσας στην Ευρώπη», που είχε χίλιες δυο τρύπες και παρουσίαζε αναρίθμητα κενά. Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε στο 1997, όπου με υπουργό Πολιτισμού τον Βενιζέλο είχαμε τη Θεσσαλονίκη ως πολιτιστική πρωτεύουσα και ταυτόχρονα την έξαρση του αντιπολιτευτικού λόγου εξ αιτίας των «ελλειμμάτων» στην ανάθεση των διαφόρων έργων…

Το 1999 μια έκδοση από τον Πατάκη, στην οποία συμμετείχαν ποικίλοι τεχνοκράτες και διανοούμενοι, έδειχνε όλη την κακομοιριά της ελληνικής πρωτεύουσας. «Ακαδημίας σκούρο πέρασμα, λες και πας στην ξενιτειά, ενώ πας στην καρδιά της Αθήνας», γράφει ο Γιάννης Κοντός. Ο Νίκος Παπανδρέου ανησυχεί ότι «κάποια μέρα η Αθήνα θα μοιάζει με μια μακέτα από την ταινία “ο πλανήτης των πιθήκων”, με τρομακτικά σιωπηρές λεωφόρους, αυτοκίνητα που θα σκουριάζουν στους δρόμους κι ανθρώπους να κρύβονται σε μισογκρεμισμένα σπίτια». Κι ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, καθώς έρχεται στην ελληνική πρωτεύουσα με το τρένο, σχολιάζει τα πρώτα αθηναϊκά κτίσματα, «που δίνουν πρόγευση πικρή στον ταξιδιώτη με την αναρχία και το λαϊκό τους κιτς». Και παραπέρα σχολιάζει τον Σταθμό Λαρίσης, «σαν δημιούργημα της ασχήμιας του ’70, με ξεθωριασμένες στους τοίχους αφίσες τουριστικών γραφείων που δείχνουν εκείνο το ύφος του αρχαιοελληνικού κάλλους που συνδυάζεται με γκρικ συρτάκι, ούζο, μαυριδερούς Έλληνες ψαράδες με μουστάκες, που τραβούν τα δίκτυα στο γιαλό»…

Η εικόνα αυτή, παρμένη από τον γράφοντα έξω από το Λαύριο προ αμνημονεύτων ετών, δείχνει μια κατασκευή πρόχειρη. Τη χρησιμοποίησα σαν εξώφυλλο στο βιβλίο μου «Πληθυντική ζωή», εκδόσεις Ευώνυμος, 2019

Μαζί και η κοινωνική διαμαρτυρία

Είπαμε, μαζί με την αθλιότητα συμβάδιζε η κοινωνική διαμαρτυρία. Το οικολογικό κίνημα στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις όπως στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τη Λάρισα, ανδρώθηκε μέσα από τη διαμαρτυρία για την υπάρχουσα μιζέρια «και τον κατατρεγμό της γραφικότητας» – όπως έλεγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Στο περιοδικό ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ (τεύχος 21, Απρίλιος 2002) ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Βιδάλης τόνιζε προς τους ομότεχνούς του ότι οφείλουμε να φερόμαστε λιγότερο σαν ελεύθεροι σκοπευτές και περισσότερο σαν συμπολεμιστές, με εχθρό την αθλιότητα του αστικού τοπίου: «Τα ογκώδη κτίριά μας σχηματίζουν βρώμικα, καταπιεστικά, σκοτεινά φαράγγια, χωρίς κάποιον συσχετισμό με την ανθρώπινη κλίμακα και χωρίς κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και κίνησης στο χώρο». Στο επόμενο τεύχος 22 του Ιουλίου 2002, ο Κώστας Κλωναράς (Γιώργος Ντούρος) αναφέρεται στην εξάπλωση της αθλιότητας στην περιαστική Αττική, περιγράφοντας μια διαδικασία υποκατάστασης των μικρόσπιτων με τα τριώροφα «της πολεοδομικής επιστήμης και της πλεονεξίας»: «Όταν οι “υποδομές αναψυχής” ανεβαίνουν στους λόφους της Αττικής», είναι ο υπότιτλος του άρθρου που υπογράφει.

Μέσα σε αυτόν τον κοινωνικό χαμό, όταν η Αθήνα διακρινόταν για την ατμοσφαιρική και αισθητική ρύπανση, για το χάος των υπηρεσιών της, όταν το μόνιμο θέμα ήταν η αποκατάστασή της ως πεδίου στοιχειώδους οργάνωσης της ποιότητας ζωής, έχουμε τον λόγο του κ. Δημήτρη Φιλιππίδη, καθηγητή του Πολυτεχνείου – ο οποίος είναι βαθύτατα προκλητικός. Γράφει ο Φιλιππίδης εισάγοντας το θέμα «Λογοτεχνία και πόλη» στο «Αθήνα, διαδρομές και στάσεις»: «Στη μονότονη επανάληψη των ιερεμιάδων ενάντια στην αβίωτη τσιμεντούπολη που θα διατηρείται από έναν στενόμυαλο συντηρητισμό, θα έρθει έτσι να προστεθεί ο αιρετικός λόγος όσων ομολογούν τη γοητεία της πόλης, χωρίς καμιά εξωραϊστική διάθεση». Το κακό όμως δεν θα περιορισθεί στους λόγους ενός καθηγητή του ΕΜΠ: Το 2002 είναι η χρονιά της ελληνικής συμμετοχής στη Μπιενάλε της Βενετίας. Εκεί, ως συμψηφιστική έκφραση της αθηναϊκής αθλιότητας, θα παρουσιαστεί «Ο απόλυτος ρεαλισμός» (Absolute realism) – με άλλα λόγια το έκθεμα της αθλιότητας που κυριαρχεί στην περιφέρεια τέως διοικήσεως Πρωτευούσης. Η μπλόφα είναι σαφής: Η Ελλάδα δεν παρουσιάζει ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές μορφές στο παγκόσμιο κοινό, και για τούτο τον λόγο διαλέγει τις πιο χαμερπείς και πρόχειρες, σε μια τσαμπουκαλίδικη επίδειξη διεθνούς μαγκιάς. Η κ. Θεοδώρου, συντονίστρια της όλης αυτής παρουσίασης, ομολογεί ότι «το μεταβαλλόμενο τοπίο της Αθήνας δεν συγκροτεί μια ευχάριστη εικόνα», αλλά μας παραπέμπει στο μέλλον λέγοντας «ότι η κατανόηση της υπάρχουσας κατάστασης δημιουργεί τη δυνατότητα μιας προσεχούς θετικής μετάλλαξης». Παραπέρα οι σοφολογιότατοι που υποστηρίζουν αυτή την προσπάθεια αναφέρουν ότι «Θέλουμε να περιγράψουμε τη μαγευτική ομορφιά της πόλης αυτής χωρίς εν τούτοις να παρασυρθούμε σε μια κολακευτική απολογία του χάους»… Χρειάζεται βέβαια και ένας διεθνής υποστηρικτής της τάσης αυτής, που είναι ο καθηγητής Scoffier: Που βρίσκει πολύ εύκολα ότι η Αθήνα «συνιστά ένα πραγματικό οικοδομικό μανιφέστο, που υπερβαίνει συστηματικά τους άρρητους κανόνες της δυτικής πολεοδομίας». Ο Τάκης Κουμπής θεωρεί πως «Ο ρεαλισμός άνευ όρων της Αθήνας συνιστά μια αντιουτοπική αντιμετώπιση του πολεοδομικού γίγνεσθαι» – λες και η στοιχειώδης αντιμετώπιση των πολεοδομικών προβλημάτων και της ποιότητας ζωής συνιστά μια νέα ουτοπία. Και ο Δ. Φιλιππίδης σχολιάζει, τελείως απολογητικά: «Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής πολεοδομίας βασίζεται στην ιδιότυπη ενσωμάτωση της παρανομίας στην καθημερινή πρακτική…»

Μετά 20 έτη

Υπουργός Πολιτισμού το 2002 είναι πάντα ο κ. Βενιζέλος. Θα προκληθούν βέβαια πολλές διαμαρτυρίες από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αλλά η «Δεξιά είναι δεξιά», επομένως αδυνατεί να αντιληφθεί τα υψηλά νοήματα που κρύβονται πίσω από αυτή την έκθεση της παραγκοποίησης. Αντί για την έκθεση της παράγκας ως περιθωριακού μορφώματος της πόλης, η ελληνική συμμετοχή στη μπιενάλε αναδεικνύει την παράγκα ως κύρια διάσταση της πολεοδομίας.

Σήμερα, 20 χρόνια μετά από αυτόν το διασυρμό, μετά την επιβολή των μνημονίων και μετά την Αθήνα του κορωνοϊού, μετά την Αθήνα της αβεβαιότητας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχουν πολλοί που διαμαρτύρονται ακόμη για τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά στην Αθήνα (οδός Σταδίου) ή για τη μετατροπή μέρους του κέντρου σε περιοχή εκτός νομιμότητας, με τα εκθέματα για πώληση να είναι αδήλωτα και β κατηγορίας. Το διαρρεύσαν όμως διάστημα η Αθήνα έκανε ορισμένα βήματα: Η αισθητική κάπως διορθώθηκε, οι τοίχοι έγιναν πιο σεβαστοί, οι πεζόδρομοι κατέληξαν να είναι περισσότεροι. Απομένουν να γίνουν πολλά, επί πλέον δε πολλά τίθενται υπό αμφισβήτηση, γι’ αυτό ο αγώνας συνεχίζεται. Φυσικά δεν είναι καιρός για απόδοση ευθυνών, κατά το στυλ του Αρείου Πάγου που εκδίκασε προ καιρού τη δίκη των Εξ και αποφάνθηκε ότι η καταδίκη και εκτέλεσή τους ήταν άδικη! Αλλά να, για το γαμώτο, για να υποστηρίξουμε ότι παρά τη δράση του σοφολογιοτατισμού η κοινωνία αντέδρασε, πολέμησε, πέτυχε κάποια πράγματα, απομένει να πετύχει κι άλλα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!