του Νίκου Σταθόπουλου
Όλα πλέον στην Ελλάδα σχηματίζονται μέσα σε μια συνειδησιακή ακαθοριστία που, λίγο πολύ, αντανακλά τη γενική ρευστοποίηση των «πραγμάτων» στα «χρόνια τα σακάτικα» της μνημονιακής λοβοτομής. «Συνειδησιακή ακαθοριστία», δηλαδή μετατροπή των αξιολογικών κριτηρίων σε έναν άμορφο πολτό από όπου καθένας αντλεί ό,τι τον εξυπηρετεί ως «πρώτη ύλη» για αποφάνσεις επικοινωνιακής σκοπιμότητας.
Η Μετανεωτερικότητα (έστω και στη βαλκάνια εισαγωγή της) είναι η επικράτεια της απόλυτης σχετικότητας, επομένως τα πάντα μπορούν να συναφθούν με τα πάντα και κάθε τερατογένεση μπορεί να έχει, άνετα και «πειστικά», μια «λογική βάση». Στο δεκαπενθήμερο που πέρασε, ζήσαμε το Θέαμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και το Θέαμα της Δικαιοσύνης, σε μια ενότητα ρητορικών πανουργιών που προσιδιάζουν σε δημόσια ήθη εξευτελισμένης αποικίας. Δηλαδή σε προβολή δημόσιων στάσεων θεμελιωμένων στις προδιαγραφές της αποικιοποιημένης πελατειακότητας.
Και στις δυο περιπτώσεις, με μια σημειολογία καθόλου συμπτωματική (αφού το «προοδεύειν» στη μνημονιακή αναδιαρθρωσιακή του κόπια σημαίνει ανταπόκριση στη δυτική μορφολογία της διαχειριστικότητας και ως προς τους «επάνω» και ως προς τους «κάτω»), πρωταγωνίστησαν δυο γυναίκες. Το φύλο, στην προκειμένη περίπτωση, έχει ιδιαίτερη σημασία αφού για πλείστους λόγους συσχετίζεται με τα θεματικά πεδία στα οποία αναφέρθηκαν αυτές οι γυναικείες φωνές.
Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ που βιώνει τη μαζική σφαγή των παιδιών της, και η ανείπωτη τραγωδία της νέας κοπέλας που δολοφονείται γιατί δεν εκπλήρωσε στο έπακρο τις προδιαγραφές του «μοντέλου θηλυκότητας» που απαιτούσαν οι δυο αρρωστημένοι δολοφόνοι (ναι, στην περίπτωση της Ελ. Τοπαλούδη έχουμε γυναικοκτονία).
Στη μια περίπτωση, η κα. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, στο μήνυμά της για την επέτειο της Γενοκτονίας των Ποντίων, ναι μεν έκανε λόγο για Γενοκτονία, αλλά: αρκέστηκε σε ένα «χάθηκαν» και δεν κατονόμασε τον φυσικό αυτουργό του κολοσσιαίου εγκλήματος. Η κα. Σακελλαροπούλου έπρεπε να μιλήσει με την ανθρώπινη φόρτιση του ηγέτη, δηλαδή με την ακρίβεια των αναφορών, αλλιώς η ιστορία γίνεται, όντως, «αφήγηση».
Καμιά ειδική επίκληση (διπλωματία, αποφυγή προκλήσεων, κ.λπ.) δεν δικαιολογεί την «ξύλινη γλώσσα διπλωματικής καταδίκης» που αφαιρεί από το ιστορικό γεγονός την ακρίβεια των δεδομένων. Και, επίσης, δεν δικαιολογεί την αποσιώπηση του ονόματος του Κράτους-Φονιά που συνεχίζει να υπερασπίζει χυδαία τη δολοφονική του ταυτότητα και να επιδίδεται σε ανάλογης πολιτιστικής και πολιτικής κουλτούρας πρακτικές.
Στη δεύτερη περίπτωση, η εισαγγελέας Αριστοτέλεια Δόγκα, στη δίκη των βιαστών και δολοφόνων της Ελ. Τοπαλούδη, υπερέβη συνειδητά «τα εσκαμμένα» ως προς το ύφος του δημόσιου κατήγορου, και επετέθη με συναισθηματική σφοδρότητα στους κατηγορουμένους αλλά και γενικά σε μια «εθνική εμπειρία» δικαιοσύνης που βασίζεται στο παρασκήνιο, τη συναλλαγή, τους συσχετισμούς επιρροής, τη συγκυρία, και όλα τα συναφή. Δεν είπε κάτι που δεν «κουβεντιάζεται» και δεν υστέρησε σε «αστυνομικές» αναφορές αφού έπρεπε να στερεωθεί από κάθε άποψη η απόλυτη καταδίκη.
Έμπειρη δικαστική λειτουργός, είχε καθαρή επίγνωση των «υπερβάσεων» αλλά το έπραξε ακριβώς γιατί δημιουργώντας έναν συναισθηματικό συσχετισμό υπέρ του ανυπεράσπιστου θύματος δεν άφηνε περιθώρια για νομικισμούς και άλλα σχετικά τερτίπια. Δηλαδή, θα τους «έτρωγε ζωντανούς ο κόσμος» αν δεν αποφάσιζαν τη μέγιστη ποινή, και ασχέτως με το πόσο αυτή θα μειωθεί τελικά.
Η οργανική Αποικία χρειάζεται «ρεαλιστές γεφυροποιούς» με τη γείτονα, και «νηφάλιους συνομιλητές» με τις νέες επενδυτικές φράξιες του ενιαίου «Κόμματος της Παγκοσμιοποίησης». Σιγά μη «χαλαστούμε» για μια «φοιτητριούλα γυρίστρω» αφήνοντας να επιβληθούν ιδέες και φρονήματα που θα θέσουν υπό αίρεση «νέα τζάκια»
Ναι, υπάρχει ένας «εκβιαστικός συναισθηματισμός» ίσως εδώ, μα από πότε απαγορεύεται η συγκινησιακή διάσταση σε μια εκφορά γνώμης; Από πότε είναι υποχρεωτικός ο «οικονομισμός» σε κάθε προσδιορισμό των αιτιακών παραγόντων; Από πότε το «συναίσθημα» είναι ταυτισμένο με τον ναζισμό, όπως έντεχνα καλλιεργούν τα λυκειακά εγχειρίδια Πειθούς; Είναι καιρός, σε όλη αυτή την αφασιακή κουλτούρα των «εργαλείων, διαδικασιών, θεσμών», να αντιτάξουμε την πνευματική σύνθεση του ολικού ανθρώπου.
Σημασία είχε/έχει να δημιουργηθεί ένα πολύ βαρύ δεδικασμένο, ένα «προηγούμενο» οργανικά συσχετισμένο με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο το οποίο οι ιθύνοντες και οι ποικίλοι βαστάζοι τους δε θέλουν να καταξιωθεί ως κεντρική ρυθμιστική αξία. Αλλά να υποκατασταθεί, ακυρωτικά, από τη «νηφάλια θεώρηση της λογικής και των προβλέψεων», δηλαδή από την αποξενωμένη πολυσημία της διαχειριστικής γλώσσας στο πλαίσιο μιας «αντικειμενικότητας» οριζόμενης από τα συστήματα «βαθείας διαπλοκής» (όπως λέμε «βαθύ κράτος») Δεν το λένε ευθέως μα εννοούν ότι κάθε τέτοια επίκληση είναι «φασίζον εθνολαϊκιστικό ουρλιαχτό» και «θερμοκέφαλος παρορμητισμός» και «φαιά περιφρόνηση των θεσμών».
ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, όμως, είναι η «αόρατος χειρ» της καθαρής ηθικής συνείδησης που ξεσκίζει τα μακιγιάζ και συλλαβίζει την αλήθεια με ακεραιότητα. Χωρίς αυτή, η ΠτΔ μπορεί με ήσυχη συνείδηση να μην αναφέρει το κράτος της Τουρκίας ως φυσικό αυτουργό της Γενοκτονίας των Ποντίων (άρα να μεταφερόμαστε σε μια αφηρημένη γενικολογία λίαν δουλοπρεπή), και μπορούν διάφοροι «ρεαλιστές του νομικού πολιτισμού» και «συνετοί του κράτους δικαίου» να αφορίζουν την παθιασμένη Εισαγγελέα ώστε να μείνουν όλα στους αφρούς της επιφάνειας και να μείνει ακύμαντο το τέλμα. Η οργανική Αποικία χρειάζεται «ρεαλιστές γεφυροποιούς» με τη γείτονα, και «νηφάλιους συνομιλητές» με τις νέες επενδυτικές φράξιες του ενιαίου «Κόμματος της Παγκοσμιοποίησης». Σιγά μη «χαλαστούμε» για μια «φοιτητριούλα γυρίστρω» αφήνοντας να επιβληθούν ιδέες και φρονήματα που θα θέσουν υπό αίρεση «νέα τζάκια» όπως Κύριος Μαρινάκης!
Κι αν ο Σύριζα εμφανίζεται υπέρμαχος της Εισαγγελέως, αυτό γίνεται για ψηφοθηρικούς και μικροαντιπολιτευτικούς λόγους, αφού αυτός καθιέρωσε το «αντιλαϊκιστικό πνεύμα» ως μείζον πολιτικό νόημα της «σύγχρονης αριστερής διαχείρισης». Το «μπιπ» στη θέση της λέξης Τουρκία, τόσο άδικα και άπονα προσβλητικό για τους 350.000 σφαγμένους Έλληνες του ματωμένου Πόντου, και η αποδοκιμασία της ευθείας αναφοράς στα χιλιοδιαπιστωμένα αίσχη του εθνικού συστήματος δικαιοσύνης: υποβάλλουν μια «σύγχρονη αντίληψη» για τον δημόσιο λόγο που (θα) συνίσταται στην «ευέλικτη ακυριολεξία» και στην «αντιπραγματολογική εννοιακότητα», με άλλα λόγια σε μια τυπική μεταγλώσσα «λειτουργικής ευπρέπειας» όπου δια της κούφιας φλυαρίας όλα θα μετατίθενται σε άρρητες «διαδικασίες αποφάσεων»
Η καραντίνα είναι μόνο ένα από τα «σκηνικά» της παράστασης που με ταχύτητα «ανεβαίνει»…