του Γιώργου Κατραντσιώτη*

Οι πρόσφατες εικόνες της αστυνομικής βίας εναντίον φοιτητών στην Πρυτανεία του ΑΠΘ είναι σκηνές πρωτόγνωρες και προκαλούν αποτροπιασμό. Η «Δημοκρατία» μπήκε, τελικά, στα Πανεπιστήμια. Τα γεγονότα αυτά καθιστούν απαραίτητο να αναρωτηθούμε το εξής: γιατί τα Πανεπιστήμια; και γιατί τώρα; Το δεύτερο σκέλος της ερώτησης έχει δύο διαστάσεις, μία τακτική και μία στρατηγική. Η τακτική της κυβέρνησης είναι ξεκάθαρη. Εκμεταλλευόμενη τα μουδιασμένα κοινωνικά αντανακλαστικά, τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ, τη μειωμένη δυνατότητα διαβούλευσης και τα κλειστά πανεπιστήμια, όλα αποτέλεσμα της πανδημίας, αντιλαμβάνεται την τελευταία ως ευκαιρία και τη χρησιμοποιεί ως πρόφαση για να απονομιμοποιήσει και να καταστείλει οποιαδήποτε αντίδραση. Η στρατηγική διάσταση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προαναφερθείσα συγκυρία και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης.

Η ΝΔ προκρίνει την «επιστροφή στην κανονικότητα», υπονοώντας πως το παρόν αποτελεί «εξαίρεση». Σίγουρα, η πανδημία αποτελεί μια πρωτόγνωρη και θανατηφόρα κατάσταση η οποία έχει εισάγει σειρά εκτάκτων μέτρων. Όμως, θα ήταν αφελές να νομίσουμε πως η «εξαίρεση» έγκειται μόνο στον εξαιρετικό χαρακτήρα των μέτρων και της υγειονομικής κατάστασης, και πως η «επιστροφή στην κανονικότητα» συνεπάγεται απλώς την απουσία των παραπάνω. Αφελές, αλλά και επικίνδυνο, διότι, εάν αρκούμασταν σε αυτή την ανάγνωση, θα παραβλέπαμε το γεγονός πως η βιαιότητα της πολυπόθητης «κανονικότητας» ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την παρούσα δυσμενή συγκυρία. Διαλυμένο ΕΣΥ, αποσαρθρωμένη κοινωνία, παραπαίουσα οικονομία, αστυνομική καταστολή. Εν ολίγοις, νέο-φιλελευθερισμός. Για τον τελευταίο, η κρίση γίνεται ευκαιρία. Ακόμη και τώρα, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Οι κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας παραμένουν ανέπαφες. Η πανδημία δεν αποτελεί μία «εξαίρεση» σε αυτή την «κανονικότητα», αλλά μία μεγεθυμένη εκδοχή της που επιβεβαιώνει τη διάσημη ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν: «η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει πως η “κατάσταση εκτάκτου ανάγκης” που ζούμε είναι ο κανόνας». Η συνηγορία σε αυτήν την «επιστροφή στην κανονικότητα», συνεπάγεται άρνηση των χειραφετικών προταγμάτων που προκρίνει η παρούσα συγκυρία. Η κυβέρνηση επιχειρεί την επιστροφή σε ένα νέο «τέλος της ιστορίας» με όχημα την πανδημία, περιφράσσοντας οποιονδήποτε θεσμό μπορεί να σταθεί εμπόδιο.

ΓΙΑΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, το Πανεπιστήμιο; Ο προφανής οικονομικής διάστασης λόγος εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων με την εξίσωση πτυχίων και την ελάχιστη βάση εισαγωγής, με τη συνεπακόλουθη δημιουργία ασφυκτικού κλίματος σε βάρος των φοιτητών δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Η ουσία είναι αμιγώς πολιτική. Πριν χιλιάδες χρόνια, ο Σωκράτης δικαζόταν κατηγορούμενος ότι περιφρονούσε τους «θεούς» της πόλης και διέφθειρε τους νέους με τα «καινά δαιμόνια» του. Αυτή δεν είναι ακριβώς η ουσία της επίθεσης στο Πανεπιστήμιο; Η Κεραμέως δήλωσε πως το ν/σ «στοχεύει στην (…) προστασία (…) και την αναβάθμιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας». Αλήθεια, ποιο είναι το περιεχόμενο της τελευταίας; Μπορεί να εννοηθεί ως τέτοια εάν δεν είναι «επικίνδυνη» για τις οπισθοδρομικές και καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας και των θεσμών που τις διαιωνίζουν, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Πανεπιστήμιο; Οι προθέσεις τις κυβέρνησης είναι ενδεικτικές για το είδος των αυριανών επιστημόνων που θέλει. Ο Ιταλός ιστορικός και φιλόσοφος Έντσο Τραβέρσο, αναλύοντας το ιστορικό φαινόμενο του διανοούμενου, κάνει αναδρομή σε δύο παραδοσιακές εκφάνσεις του. Στον «φιλόσοφο βασιλιά» και στον φιλόσοφο της αυλής που «θέτει τη γνώση του στην υπηρεσία του ηγεμόνα» και διέπεται από μία δήθεν «αντικειμενικότητα». Ο τελευταίος είναι το ιδανικό ακαδημαϊκό υποκείμενο της Ν.Δ.

Το Πανεπιστήμιο οφείλει να είναι φυλασσόμενο, ανοιχτό και ενεργό, όχι αστυνομοκρατούμενο και πολιτικά νεκρό. Το δίλημμα «ανομία-αστυνομοκρατία» είναι τόσο ψευδεπίγραφο όσο και η «Δημοκρατία» που το επιβάλλει

Το ν/σ δεν έρχεται από το πουθενά. Η νοοτροπία της «αγοράς» έχει πιάσει ρίζες. Οποιαδήποτε επιστήμη δεν θεωρείται χρήσιμη και ωφέλιμη, παραγκωνίζεται. Τα πανεπιστήμια μετατρέπονται σε κέντρα κατάρτισης που «συνδέονται με την αγορά», είναι «ανταγωνιστικά» κ.ο.κ. Ασφαλώς, κανείς δεν αμφισβητεί πως ένας πτυχιούχος πρέπει να έχει εξασφαλισμένα εργασιακά δικαιώματα και προοπτικές. Ωστόσο, η ολοκληρωτική επικράτηση αυτής της νοοτροπίας εξαφανίζει την πραγματική λειτουργία του Πανεπιστημίου· τη διαμόρφωση πολιτικά σκεπτόμενων και κριτικά ιστάμενων υποκειμένων. Η ιδέα μιας ουδέτερης και απολιτικής επιστήμης είναι ψευδεπίγραφη. Δε νοείται πολιτικά ουδέτερος επιστήμονας, καθώς όλοι μας είμαστε κομμάτι της κοινωνίας και υποκείμεθα στις επιρροές της. Το ίδιο ισχύει ακόμα και για τις φαινομενικά «ουδέτερες» φυσικές επιστήμες. Μπορεί το περιεχόμενο τους να διέπεται από την αντικειμενικότητα των φυσικών νόμων, αλλά η κοινωνική τους λειτουργία είναι άμεσα εξαρτημένη από τον τρόπο με τον οποίο το περιεχόμενο τους ενσωματώνεται στους μηχανισμούς διακυβέρνησης.

ΕΠΙΠΛΕΟΝ, η πολιτική ουδετερότητα είναι βία· και είναι βία γιατί προφασιζόμενη την «αντικειμενικότητα», κλείνει τα μάτια στη βία του ισχυρού και έτσι τη νομιμοποιεί. Πρέπει να διαλέξουμε· θέλουμε επιστήμονες τύπου Τσιόδρα, όπου με προκάλυμμα την «ουδετερότητα» νομιμοποιούν αντικοινωνικές πολιτικές («δεν έχουμε λεφτά για μεγαλύτερη άνεση στα ΜΜΜ); Ο εξαναγκασμός ανθρώπων να διακινδυνέψουν την υγεία τους σε γεμάτα ΜΜΜ για να μεταβούν στη δουλειά τους, τί άλλο είναι παρά βία με κρατική ευθύνη; Όχι, θέλουμε μία άλλη κατηγορία επιστήμονα· αυτού που ελέγχει την εξουσία και θέτει εαυτόν στην υπηρεσία της κοινωνίας και της Δημοκρατίας. Κάτι τέτοιο, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικής σκέψης. Παρότι το Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει υπονομευθεί εδώ και πολλά χρόνια, έσωθεν και έξωθεν, αποτελεί έναν από τους κατεξοχήν χώρους όπου ένας άνθρωπος έρχεται σε επαφή με την αριστοτελική του φύση, τον «βίο πολιτικό».

Παρεμβολές στην ακαδημαϊκή διαδικασία υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η αδυναμία πρόσκλησης ομιλητών υπό τον φόβο αντιδράσεων. Παρόλα αυτά, εκτός από το διάλογο και τη διαβούλευση, χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι και η αντίδραση. Ποιος θα τραβήξει τη γραμμή; Θα μπορεί να κληθεί ένας Χρυσαυγίτης ομιλητής στο όνομα της ακαδημαϊκής ελευθερίας; Επίσης, οι υπέρμαχοι της πανεπιστημιακής αστυνομίας υπερτονίζουν το ζήτημα της βίας και της ανομίας. Τί είναι, όμως, «βία»; Είναι μόνο άμεση (τραμπουκισμοί, χειροδικίες), ή και δομική; Πώς ακριβώς θα αντιμετωπιστούν αντιδράσεις φοιτητών σε δομικά είδη βίας εντός των σχολών, όπως ο αποκλεισμός από τη σίτιση και την εστίαση ή τα εμπόδια στη φοίτησή τους; Με πειθαρχικές ποινές, με συλλήψεις, με ξυλοδαρμούς;

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ είναι μια δύσκολη υπόθεση. Για να ανταποκρίνεται στη φύση της πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση· κίνηση η οποία οφείλει να είναι αναστοχαστική, ενοχλητική, ενίοτε «επικίνδυνη». Όταν η Δημοκρατία παύει χάριν συντήρησης, εκφυλίζεται. Το τέλος της πολιτικής γεννά τον ολοκληρωτισμό. Στην παρούσα συγκυρία, όσο πιο επιτακτικό γίνεται το πρόταγμα για μια χειραφετημένη κοινωνία, η βία των δυνάμεων της συντήρησης ολοένα και κλιμακώνεται. Αντί για εξαίρεση, ας σκεφτούμε την πανδημία ως μία καμπή όπου, είτε το «τέλος της ιστορίας» θα επαναεπιβεβαιωθεί, είτε η ιστορία θα ξεκινήσει εκ νέου. Το τελευταίο είναι ανέφικτο με μία Δημοκρατία βαλτωμένη. Η χειρουργική αφαίρεση του πολιτικού χαρακτήρα του Δημόσιου Πανεπιστημίου συνιστά έγκλημα κατά της τελευταίας. Το Πανεπιστήμιο οφείλει να είναι φυλασσόμενο, ανοιχτό και ενεργό, όχι αστυνομοκρατούμενο και πολιτικά νεκρό. Το δίλημμα «ανομία-αστυνομοκρατία» είναι τόσο ψευδεπίγραφο όσο και η «Δημοκρατία» που το επιβάλλει. Ειδικά στην παρούσα δυσμενή συγκυρία, είναι επιτακτική ανάγκη να υπερασπιστούμε το Δημόσιο Πανεπιστήμιο στο όνομα μιας ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας, και να στοχαστούμε μια Δημοκρατία αλλιώτικη, μια Δημοκρατία «επικίνδυνη» για αυτούς που την επιβουλεύονται. Ας μην πιούμε, λοιπόν, το κώνειο· ας την διεκδικήσουμε!

* Ο Γιώργος Κατραντσιώτης είναι απόφοιτος του ΠΑΜΑΚ (Β.Σ.Α.Σ), King’s College London (ΠΜΣ Διεθνών Σχέσεων)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!