Ο Απ. Τζιτζικώστας επιλέχθηκε από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τη θέση του Ευρωπαίου Επιτρόπου Μεταφορών και Τουρισμού. Μπορεί μεν το να δοθεί στην Ελλάδα το χαρτοφυλάκιο του τουρισμού να μοιάζει κάπως λογικό, όμως το να δοθεί αυτό των μεταφορών, το οποίο μάλιστα επικεντρώνεται στον σιδηρόδρομο, κάνει τις ράγες όλης της Ευρώπης να τρίζουν. Η μομφή δεν έχει να κάνει τόσο με την πολιτική επάρκεια του Απ. Τζιτζικώστα –που και αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα προς συζήτηση–, όσο με την εν γένει επιλογή ενός στελέχους της Ν.Δ. για αυτόν τον ρόλο, έπειτα από το συστημικό έγκλημα των Τεμπών και τη διαρκή κυβερνητική προσπάθεια να συγκαληφθεί το έγκλημα αυτό. Διότι είναι αδιανόητο η συγκεκριμένη επιλογή να έγινε κατόπιν αξιολόγησης της πορείας της χώρας ή του έργου της κυβέρνησης σε αυτό τον τομέα. Αντίθετα, τα δημοσιεύματα θέλουν τον Απ. Τζιτζικώστα να παίρνει την θέση αυτή, έπειτα από αρκετή πίεση του Κ. Μητσοτάκη και ως αντάλλαγμα στη στήριξη στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που έχει επιδείξει ο Έλληνας πρωθυπουργός. Δίκαια έγραψε το καλοκαίρι η Μ. Καρυστιανού σε ανάρτησή της για το ζήτημα πως «Το έγκλημα των Τεμπών δεν έχει ακόμη δικαστεί. Καινούριοι συνεργοί στο έγκλημα θα εμφανίζονται… Αναμενόμενο. Όσο πλησιάζουμε στην αλήθεια, τόσο εσείς επιδίδεστε σε κινήσεις πανικού και συγκάλυψης. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνετε διαρκώς την ενοχή και την ανασφάλεια μέσα στην οποία βρίσκεστε».
Είναι προφανές πως ο διορισμός του Απ. Τζιτζικώστα δεν αποτελεί απλώς ένα πολιτικό αντίβαρο στις δηλώσεις της Ευρωπαίας εισαγγελέα Λάουρα Κοβέσι την προηγούμενη περίοδο, αλλά δίνει στην πράξη μεγαλύτερες δυνατότητες χειρισμού του ζητήματος από την κυβέρνηση της Ν.Δ., δίνει στο Μαξίμου στην πράξη περισσότερο χώρο για ακόμη μεγαλύτερη συγκάλυψη του εγκλήματος. Αυτή η κίνηση δείχνει και κάτι ακόμη, την υποκρισία της Ε.Ε. για τα Τέμπη και συνολικά για την υπόθεση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Ειδάλλως, δεν θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το χαρτοφυλάκιο μια χώρα, της οποίας το πολιτικό σύστημα και η κυβέρνηση είναι υπό διερεύνηση για ένα τεράστιο έγκλημα. Η Ε.Ε. από τη μία δημοσίως ασκεί ανέξοδη κριτική στην κυβέρνηση, ενώ από την άλλη, θεσμικά, την εξοπλίζει ώστε να καταλήξει αθώα. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με τις συμβάσεις για τους ελληνικούς σιδηρόδρομους, που μέχρι να έρθουν στο φως εξαιτίας του εγκλήματος των Τεμπών, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια.
Τόσο εντός της χώρας, όσο και εκτός, η απονομή δικαιοσύνης συναντά εμπόδια, με συνέργειες κάθε είδους, ωστόσο το πείσμα των συγγενών των θυμάτων, ο ανυποχώρητος αγώνας τους και η αλληλεγγύη του κόσμου αποτελούν ελπίδα για τη συνέχεια. Όπως και η ίδια η Μ. Καρυστιανού αναφέρει σε δηλώσεις της: «Στο κάλεσμα μας για δικαιοσύνη και αποκατάσταση της αξιοπρέπειας των Ελλήνων που συνεχίζουν να ζουν, υπάρχει ανταπόκριση και αλληλεγγύη. Όλο και μεγαλώνει το ρεύμα των ανθρώπων που κινούνται προς την αλήθεια. Το παιδί μου μεγάλωσε σε έναν άδικο κόσμο. Όταν την ανταμώσω ξανά αυτό θα έχει αλλάξει. Σε μια μελλοντική Ελλάδα, τα δίκαια θα αποδίδονται στους δίκαιους».