Μια ακόμη συγγραφική έκπληξη είναι η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη Λαγού μαλλί που κυκλοφόρησε, τούτες τις δύσκολες μέρες, από τις εκδόσεις της Εστίας. Παρ’ ότι ο εγκατεστημένος στη Χίο, Μακριδάκης, δεν συστήνεται ως συγγραφέας, εντούτοις, όλο και περισσότεροι -κριτικοί και αναγνώστες του μητροπολιτικού κέντρου, αναγνωρίζουν στη γραφή του μια ιδιότυπη, αυθεντική φωνή στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα. Με λόγο «δάνειο» από τους λογοτέχνες της ζωής, ο Μακριδάκης έχει την ικανότητα όχι μόνο να ακούει και να νιώθει τις ζυμωμένες στη σκάφη της ζωής προφορικές κουβέντες τους, όσο και να τις μεταπλάθει με μια εκπληκτική ευαισθησία, μέσα στις σελίδες των βιβλίων του. Ο Σταμάτης Μαυροειδής μίλησε μαζί του.

Με την τελευταία σας νουβέλα Λαγού μαλλί πλησιάζετε επικίνδυνα την επιθυμία-στόχο να γίνετε κάποτε αλιέας. Επειδή, όμως, τα ψάρια λιγοστεύουν στο Αιγαίο, χάνονται μαζί τους οι ψαράδες καθώς κι κείνα τα εκπληκτικά ψαροκάικα που σας γοητεύουν, βλέπω πιο πιθανό να καταλήξετε συγγραφέας. Αν ισχυριστείτε ότι η συγγραφή σάς έλκει λιγότερο από τη θάλασσα, να σας πιστέψουμε;
Η συγγραφή και η θάλασσα είναι δυο στοιχεία που αποτελούν τα βασικά συστατικά τού είναι μου. Τη θάλασσα τη γνώρισα από μικρός και γι’ αυτό κατέκτησε σημαντική θέση στον κόσμο μου ως κάτι δεδομένο, ως στοιχείο αναπόσπαστο της ζωής. Τη συγγραφή την ανακάλυψα μεγάλος και κατόπιν πολυετών μοναχικών εξερευνήσεων σε μονοπάτια από λέξεις. Και την αγάπησα εξίσου, έγινε κι αυτή αναπόσπαστο κομμάτι μου και τρέμω στη σκέψη της στιγμής που δεν θα έχω πλέον τίποτα -ή δεν θα μπορώ- να γράψω. Επειδή, λοιπόν, η συγγραφή είναι κάτι καινούργιο για μένα άρα γοητευτικό και επειδή η θάλασσα φτωχαίνει από ψάρια κι από καΐκια (και μάλιστα με επιδότηση της Ε.Ε.) και με πληγώνει, το πιθανότερο είναι να καταλήξω να γράφω όσο είμαι σε θέση να το κάνω και ύστερα, όταν πια δεν θα μπορώ, να το ρίξω στην ψαρική τέχνη μόνο και μόνο για να περνάω τη ζωή μου μέσα σε μια βάρκα.

Γράφετε απλώς για να διασώσετε ένα λαϊκό λόγο που χάνεται ή μήπως δημιουργείτε κι ένα ξεχωριστό «ιδίωμα» προφορικότητας που κινείται στις ράγες μιας δοκιμασμένης, ανθεκτικής διάρκειας, ήτοι στον αντίποδα του συντεταγμένου (λογοτεχνικού) «κανόνα» των καιρών;
Τι να σας πω; Το μόνο που ξέρω, σίγουρα, πάνω σε αυτό είναι ότι γοητεύομαι πολλές φορές από τις κουβέντες των ανθρώπων. Μιλάει ένας ψαράς, ένας τσοπάνης, ένας ναυτικός κι εγώ σκιρτάω και ανατριχιάζω με κάποιες φράσεις του. Σκέφτομαι αμέσως πως αυτό είναι λογοτεχνία. Δεν μπορώ να μην τις συμπεριλάβω αυτούσιες στα γραπτά μου, είναι αμαρτία μεγάλη να τις έχω ακούσει μόνο εγώ. Πρέπει να «μεταγγιστούν» στον κόσμο και όποιος έχει τις κεραίες του ευαίσθητες θα νιώσει. Βέβαια, αυτό βρίσκεται όντως στον αντίποδα του λογοτεχνικού «κανόνα» του καιρού μας και η πορεία κόντρα στον καιρό ήταν και θα είναι πάντα μοναχική (όπως λέει και το πιο αγαπημένο μου τραγούδι, Ο ακροβάτης, των Χαΐνηδων). Με χαρά όμως διαπιστώνω (από την αποδοχή των βιβλίων μου) πως σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλοί μοναχικοί άνθρωποι που πάνε κόντρα στον καιρό, ο καθένας με τον τρόπο του και στον τομέα του.

Έχετε δείξει μια ιδιαίτερη προτίμηση στους λογοτέχνες της ζωής, στα βιώματα και τις προφορικές τους μαρτυρίες. Μπορείτε να μου πείτε ποια η ουσιαστική τους διαφορά από τους γραφιάδες λογοτέχνες;
Οι λογοτέχνες της ζωής δεν θα γράψουν ποτέ. Δεν τους ενδιαφέρει. Εκφέρουν λόγο ζυμωμένο από τη ζωή και τον μόχθο, λόγο που σε ταξιδεύει και σε εκπλήσσει από τα πραγματολογικά του στοιχεία αλλά, κυρίως, από την ευστοχία των λέξεων που χρησιμοποιούν, των μεταφορών, των παρομοιώσεων που φτιάχνουν εντελώς αυθόρμητα, δίχως γνώση γραμματικής, συντακτικού, δίχως γνώση κανενός κανόνα. Ελεύθερα. Όπως ελεύθεροι είναι και στη δουλειά τους. Ο γραφιάς λογοτέχνης το κάνει επιτηδευμένα. Αν έχει την ικανότητα να ακούει και την ευαισθησία να νιώθει αυτά που ακούει, έχει καλώς. Αν όχι, θα γράψει ό,τι διαβάζει κι ό,τι επιτάσσουν οι κανόνες του καιρού του. Αυτή η αναπαραγωγή γνωστού ύφους και τρόπων δεν προάγουν την τέχνη της γραφής, δεν την πάνε παρακάτω.

Τελευταία το όνομά σας συζητείται πολύ στο σινάφι των συναδέλφων και των κριτικών της λογοτεχνίας. Κολακεύει κάπου τη ματαιοδοξία σας αυτή η δημόσια προβολή, η αναγνώριση ως ενός καλού τεχνίτη της γραφής;
Βέβαια, όπως κάθε άνθρωπο, έτσι κι εμένα με κάνει να νιώθω όμορφα όταν φτάνει στα αφτιά μου ή όταν διαβάζω στις εφημερίδες την εκτίμηση των άλλων και χαίρομαι πολύ. Χαίρομαι πολύ, επίσης, όταν πηγαίνω σε κάποιο βιβλιοπωλείο οποιασδήποτε πόλης και βλέπω πως έχουν έρθει άνθρωποι άγνωστοι για να με ακούσουν, μου φαίνεται πολύ τιμητικό όσο και παράξενο. Δεν αντιλαμβάνομαι, όμως, πολλά πράγματα από όσα ίσως συμβαίνουν, διότι τον περισσότερο χρόνο δεν ζω στο κέντρο και δεν έχω συναναστροφές και παρέες από το χώρο της λογοτεχνίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι του κύκλου μού είναι παντελώς άγνωστοι και μονάχα τα ονόματά τους έχω ακούσει ή έχω δει κάποια φωτογραφία τους σε βιβλία ή εφημερίδες, στοιχείο το οποίο δεν είναι αρκετό για να συντηρεί την εικόνα τους στη μνήμη μου. Αυτό με κάνει να νιώθω και αμήχανα και άβολα όταν κάποιες φορές που είμαι στην Αθήνα τυχαίνει να συναντιέμαι με ανθρώπους που με προσεγγίζουν με τόσο καλή διάθεση και αύρα αλλά εγώ δεν έχω ιδέα ποιοι είναι και λαμβάνουν χώρα στιγμές αμήχανες, κάποιες φορές και παρεξηγήσιμες. Ειλικρινά, κάνω μεγάλες προσπάθειες τον τελευταίο καιρό να θυμάμαι τουλάχιστον ανθρώπους που έχω ήδη συναντήσει ,έστω και μία φορά, διότι κάποιοι νομίζουν ότι τους σνομπάρω ή κάτι τέτοιο. Αλλά δεν είναι έτσι, σας διαβεβαιώ. Απλά είμαι από αλλού, έπεσα ξαφνικά εδώ και χρειάζομαι χρόνο για να γνωρίσω τον κόσμο γύρω μου.

Δεν σας εγκλωβίζει η νοοτροπία της επαρχίας στη Χίο, δεν σας κάνει να αναζητείτε την ανωνυμία που προσφέρει το κέντρο ή μήπως στις μητροπόλεις και το δημόσιο χώρο τους δεν εξελίσσονται πλέον «μεγαλειώδεις» στιγμές; Εντέλει, τι ρόλο παίζει ο τόπος στο έργο σας;
Η ελληνική επαρχία είναι πολύ δύσκολος τόπος για νέους ανθρώπους που δεν νιώθουν «τελειωμένοι». Διότι οι πόλεις κατοικούνται, κατά το πλείστον, από ανθρώπους που πήγαν εκεί για να «αράξουν» κι έτσι δεν συμβαίνει τίποτα στην καθημερινότητα που να προάγει την ψυχή, την επικοινωνία, την τέχνη. Η ποιότητα ζωής στις επαρχιακές πόλεις του μεγέθους της Χίου αλλά και μεγαλύτερες φαντάζομαι, είναι πολύ χαμηλή. Διότι ποιότητα δεν αποτελεί μόνο η εγγύτητα στη φύση, την οποία κι αυτή δεν χαίρονται οι άνθρωποι διότι έχουν γίνει αστοί και βαριούνται. Οι πόλεις της επαρχίας έχουν πάρει όλα τα στραβά της Αθήνας, όμως κανένα από τα καλά της. Κι αυτά τα «αθηναϊκά στραβά», σε συνδυασμό με τα δικά τους, που πηγάζουν από το μικρό τους μέγεθος, τις κάνει αβίωτες, έχουν μετατραπεί σε αστικά χωριά, το χειρότερο είδος κοινωνιών. Γι’ αυτό εγώ, μετά από πολύχρονη εμπειρία ζωής σε μικρή πόλη, κατέληξα να μην αντέχω πλέον.
Μετακόμισα σε ένα χωριό και κάποιες μέρες του χρόνου, κυρίως χειμώνα, στο κέντρο της Αθήνας. Έτσι, υλοποιώ όσο μπορώ το λεγόμενο «δίπορτο» που σε κάνει να μη βαλτώνεις. Το κακό είναι ότι μου αρέσει εξίσου η ζωή στο χωριό με τη ζωή στο κέντρο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να φύγω απ’ όπου κι αν είμαι για να πάω «στο άλλο».
Όσο για τις μεγαλειώδεις στιγμές, αυτές συμβαίνουν παντού αρκεί να είσαι εκεί με διάθεση και ικανότητα να τις δεις και να τις νιώσεις. Στο χωριό, βέβαια, ή στη μικρή πόλη είναι τα πράγματα πεπερασμένα, δεδομένα και πέφτεις ευκολότερα πάνω στις στιγμές και στους ανθρώπους που τις δημιουργούν. Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που ζω στην επαρχία, εδώ και κάμποσα χρόνια. Ότι βρίσκομαι ευκολότερα πιο κοντά στους λογοτέχνες της ζωής. Και αυτός είναι ο ρόλος του τόπου στο έργο μου. Το έργο μου είναι ο τόπος.

Ξεκινήσατε την περιοδεία στο χώρο των γραμμάτων με το περιοδικό Πελινναίο και παρ’ ότι πέρασαν 15 περίπου χρόνια από τότε, επιμένετε στην έκδοση. Είστε ικανοποιημένος από την πορεία και από την υποδοχή που του επιφύλαξαν οι ντόπιοι;
Το Πελινναίο έκλεισε μόλις το 14ο έτος της έκδοσής του και υποδέχεται το 15ο με μια αλλαγή που μόλις ανακοινώθηκε στους αναγνώστες του. Σταματάει την έντυπη έκδοσή του και γίνεται διαδικτυακό. Το Πελινναίο με τη μέχρι πρότινος μορφή του ήταν το μοναδικό έντυπο στην ιστορία του χιώτικου τύπου, στο οποίο δεν είχε γραφτεί ποτέ συνδρομητής κανένας δήμος ούτε, βέβαια, η Νομαρχία του νησιού. Υπήρξαν, όμως, περί τους χίλιους αναγνώστες συνδρομητές που στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια την προσπάθειά μας, υπήρξαν και χορηγοί Χίοι του Λονδίνου κυρίως κι έτσι καταφέραμε να ζούμε και να δρούμε επί 15ετία. Η κόπωση, η τεχνολογική πρόοδος, η οικολογία, η οικονομία επιτάσσουν όμως την αλλαγή την οποία σχεδιάζουμε και ελπίζουμε να είναι επιτυχημένη. Αν όχι, το Πελινναίο θα αποτελέσει παρελθόν, έναν κύκλο που έκλεισε και άφησε πίσω του ένα τεράστιο ψηφιακό και έντυπο αρχείο, ιστορικό πλέον κατά μεγάλο μέρος του, προς χρήση μελλοντικών μελετητών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!