Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου.

Με τη διεθνή διάσκεψη που οργάνωσε την περασμένη εβδομάδα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με την Πρωτοβουλία Καλλιτεχνών -μια διάσκεψη που σημείωσε επιτυχία πέραν πάσης προσδοκίας των οργανωτών της- το Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης έκλεισε τον πρώτο κύκλο της ύπαρξής του, μετά τη ίδρυσή του, τον περασμένο Ιούλιο.

Ύστερα από τρεις ζωντανές και μαζικές γενικές συνελεύσεις, τη δημιουργία της ιστοσελίδας, την πορεία των καλλιτεχνών στο κέντρο της Αθήνας και το διήμερο συζητήσεων του Παντείου, μπορούμε να πούμε ότι περάσαμε το στάδιο της βρεφικής ηλικίας, με τους αυξημένους κινδύνους πρόωρης θνησιμότητας που αναπόφευκτα συνοδεύουν κάθε νέο εγχείρημα και μπορούμε να σκεφτούμε, με πιο ώριμους όρους και πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό επιβάλλουν και οι αυξημένες απαιτήσεις του κόσμου που παρακολουθεί την προσπάθειά μας με ενδιαφέρον, μέτρο του οποίου είναι και οι υπογραφές κάτω από την ιδρυτική διακήρυξη του Αριστερού Βήματος, που ξεκίνησαν από 77 και έχουν ήδη υπερβεί τις 850.
Τα στοιχεία που επιτρέπουν λελογισμένη αισιοδοξία ενισχύονται αν ληφθούν υπ’ όψιν οι προφανείς δυσκολίες της περιόδου -θερινή ραστώνη, φαινόμενα κατακερματισμού και απογοήτευσης σε τμήματα της Αριστεράς, απορρόφηση από τη μάχη των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών. Αν μάλιστα συνυπολογιστούν οι τριβές που μοιραία συνοδεύουν τη συνύπαρξη ανθρώπων από ένα τόσο ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά και πολλών ανεξάρτητων αριστερών, ο σταθερός βηματισμός που διατηρεί μέχρι τώρα το Αριστερό Βήμα προβάλλει αξιοπρόσεκτος.
Δύο είναι οι κυριότεροι, κατά τη γνώμη μου, παράγοντες που επέδρασαν καταλυτικά. Ο πρώτος, θα λέγαμε αρνητικός, είναι ότι πετύχαμε να διαψεύσουμε την καχυποψία, που ήταν διαδεδομένη στους χώρους του ΚΚΕ και μέρους της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (ως ένα βαθμό δικαιολογημένα, καθότι όποιος έχει καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι) ότι επρόκειτο για καιροσκοπική πρωτοβουλία παραγόντων με στόχο τη δορυφοροποίηση γύρω από υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς.
Η πολιτική ανεξαρτησία της πρωτοβουλίας όλο αυτό το διάστημα, αλλά και μόνο το γεγονός ότι ιδρυτικά της στελέχη συμμετέχουν ενεργά στη μάχη των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, πιστά στους πολιτικούς χώρους από τους οποίους προέρχονται, αλλά και επιμένοντας στην ανάγκη της ενιαιομετωπικής δράσης, βοήθησε να λειανθούν, ως ένα βαθμό, οι εν λόγω καχυποψίες.
Ο δεύτερος, θετικός παράγοντας ήταν ότι η πρωτοβουλία μας άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή πάρα πολλών αριστερών συνειδήσεων: Την αίσθηση ότι, αρχής γενομένης από το Μνημόνιο κυβέρνησης, ΔΝΤ και Ε.Ε., έχουμε μπει σε εποχή ακραίας κοινωνικής αγριότητας και ότι απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης απαιτούνται έκτακτα πολιτικά μέτρα από την πλευρά των μαχόμενων και σκεπτόμενων αριστερών δυνάμεων. Μια λογική, που βλέπει το ζήτημα του διαλόγου και της κοινής δράσης της Αριστεράς όχι με όρους αυτοαναφορικότητας, αλλά με γνώμονα να πετύχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή έμπνευση, αυτοπεποίθηση, συστράτευση και τη νικηφόρα προοπτική των λαϊκών δυνάμεων, σε έναν «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο», όπως εξαιρετικά εύστοχα τον χαρακτήρισε ο Στάθης Κουβελάκης. Σε μια τέτοια συγκυρία, η συνέχιση μιας λογικής τύπου business as usual θα ισοδυναμεί με γραφειοκρατική τύφλωση εγκληματικών διαστάσεων. Στην πορεία αυτής της προσπάθειας, επανέρχεται με διάφορους τρόπους το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για αποτελεσματική αντίσταση και πολύ περισσότερο ανατροπή της επίθεσης, με δεδομένη την ελλειμματική έως τραγική κατάσταση των πολιτικών υποκειμένων; Δεν θα ’πρεπε να πέσει το βάρος πρωτίστως στην ανασυγκρότηση της πολιτικής Αριστεράς (κομμουνιστικής, επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής, τέλος πάντων όπως τη φαντάζεται ο καθένας), ως όρο για μια νέα πορεία αναγέννησης των λαϊκών αγώνων;
Κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια τοποθέτηση, αν και ξεκινάει από έναν πυρήνα αλήθειας, υποτιμά την εξαιρετική συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου που φέρνει αυτή η ιστορική, συστημική κρίση και κινδυνεύει να ξεκόψει τις μαχόμενες αριστερές δυνάμεις από το σφυγμό των ευρύτερων εργατικών, μικροαστικών και νεολαιίστικων στρωμάτων, που αγωνιούν για λύσεις στο σκληρό, πιεστικό παρόν.  
Ουδείς εκ των φίλων που πήραν την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση του Αριστερού Βήματος (το οποίο, φυσικά, δεν θα είναι αιώνιο) υποτιμά τη ζωτική ανάγκη ύπαρξης αξιόπιστης, αριστερής πολιτικής οργάνωσης (άλλωστε, οι περισσότεροι συμμετέχουμε ενεργά σε κάποια από τις υπάρχουσες). Αλλά αν το μισοδιαλυμένο, ύστερα από την εποχή Μεταξά και Μανιαδάκη, ΚΚΕ περίμενε να ανασυγκροτηθεί πρώτα το ίδιο και μετά να βουτήξει στα βαθιά νερά του αντιφατικού, «παλλαϊκού», αντιφασιστικού αγώνα, δεν θα είχε ποτέ καταφέρει να αναστηθεί.
Με άλλα λόγια, η αλήθεια είναι ότι, όσο το ΚΚΕ έφτιαξε το ΕΑΜ, άλλο τόσο κι ακόμη περισσότερο το ΕΑΜ έφτιαξε το νέο ΚΚΕ, όπως η αντιδικτατορική πάλη κι η ΚΝΕ έφτιαξαν το νέο, μεταπολιτευτικό ΚΚΕ, κι όπως ο αντιπολεμικός αγώνας της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ έφτιαξαν το νέο μπολσεβίκικο κόμμα του Λένιν και του Τρότσκι. Επομένως, μόνο μέσα από τη δοκιμασία αυτής της νέας ιστορικής σύγκρουσης εναντίον του «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού της εποχής μας και μόνο μέσα από τη συγκρότηση μιας σύγχρονης «Αριστεράς του Τσίμερβαλντ» ως αντίπαλου δέους μπορεί να κυοφορηθεί, όχι in vitro, αλλά in vivo, η Αριστερά του μέλλοντός μας.
Πώς τοποθετείται η προσπάθεια του Αριστερού Βήματος μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο- το οποίο, φυσικά, δεν εκφράζει παρά μόνο την εντελώς υποκειμενική άποψη του γράφοντος; Έχει ειπωθεί κατά κόρον ότι οι δραστηριότητές μας δεν κατατείνουν στην οικοδόμηση ενός ακόμη κομματικού «κτιρίου» απέναντι στα ήδη υπάρχοντα, αλλά στην ανέγερση γεφυρών ανάμεσά τους.
Ωστόσο, αυτή η τοπογραφία δημιουργεί από μόνη της έναν καινούργιο πολιτικό χώρο. Όχι κόμμα, όχι οργάνωση, αλλά κάτι περισσότερο από μια απλή λέσχη συζητήσεων – κάτι που άλλωστε λίγο και λίγους θα συγκινούσε, σε μια εποχή που ζητείται εναγωνίως δράση. Αυτός ο πολιτικός χώρος του Αριστερού Βήματος οριοθετείται από το περιεχόμενο της αρχικής του διακήρυξης, έτσι όπως αποκτά τη δική της ζωή, συγκεκριμενοποιείται και εμπλουτίζεται από τη διαρκή ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μας.
Αρκετά ευρύ, ώστε να επιτρέπει τη συσπείρωση δυνάμεων, αλλά και αρκετά στενό, στην αντι-ΟΝΕ, αντισυστημική, αντικαπιταλιστική του στόχευση, ώστε να διατηρεί το πολιτικό του νεύρο.
Ως προς το περιεχόμενο των πρωτοβουλιών μας, η βασική κατεύθυνση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πρέπει να στρέφεται στη συμβολή μας στην επεξεργασία μάχιμης πολιτικής απάντησης στην κρίση.
Γενικά, αλλά και ειδικά, με στοχευμένες παρεμβάσεις σε συγκεκριμένα θέματα και χώρους (π.χ., εργασιακό, παιδεία, ΔΕΚΟ, ΜΜΕ και πολιτισμός κ.ά.), που θα αξιοποιούν το δυναμικό που συσπειρώνεται στο Αριστερό Βήμα — εντυπωσιακό, θα λέγαμε, σε ορισμένους χώρους όπως η Παιδεία, οι οικονομολόγοι και η καλλιτεχνική διανόηση. Φυσικά, αυτή η κατεύθυνση πρέπει να συνοδεύεται από τη μόνιμη προσπάθεια οικοδόμησης της «ενότητας από τα κάτω», με καμπάνιες και παραδειγματικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προς κλάδους, ομάδες εργαζομένων και νεολαίας που βρίσκονται κάθε φορά στην αιχμή του δόρατος- π.χ. σήμερα στους μαθητές, τους εργαζόμενους στο ΥΠΠΟ και τη ΔΕΗ, τα «Ελληνικά Γράμματα» κ.λπ.- χωρίς, όμως, να υποκαθιστούμε τις συνδικαλιστικές και μετωπικές οργανώσεις, που έχουν την πρώτη ευθύνη για κάτι τέτοιο.
Αναφορικά με τις οργανωτικές μορφές, ασφαλώς δεν πρόκειται να δημιουργήσουμε «τοπικές οργανώσεις» ή επιτροπές. Αλλά και δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στα όρια μιας ετικέτας, που θα οργανώνει πού και πού μια εκδήλωση- πέραν της σταθερής παρουσίας της μέσω της ιστοσελίδας. Η συγκεκριμένη οργανωτική μορφή της δράσης μας είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται διεξοδική, συλλογική συζήτηση.
Τροφή γι’ αυτή τη συζήτηση θα μπορούσε να αποτελέσει και η ιδέα της δημιουργίας λεσχών, με μορφωτικό, πολιτιστικό, πολιτικό, αλλά και κινηματικό χαρακτήρα- ιδιαίτερα αναφορικά με καμπάνιες αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενες ομάδες εργαζομένων και νέων, σε τοπικό επίπεδο. Φυσικά, αυτό δεν αποκλείει κεντρικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα η ιδέα του καθηγητή Κώστα Δουζίνα για ένα δικαστήριο τύπου Μπέρτραντ Ράσελ που θα ανοίξει τον φάκελο του ελληνικού χρέους ή οι προτάσεις του Αλέξανδρου Χρύση για τη συλλογική μελέτη ζητημάτων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και της σοσιαλιστικής προοπτικής.
Τέλος, δεν πρέπει να κρύψουμε τις οφθαλμοφανείς αδυναμίες που συνοδεύουν τη μέχρι τώρα δράση μας: Την ανεπαρκή αγκίστρωση στον ευρύτερο χώρο του ΚΚΕ (οι δυσκολίες είναι προφανείς, αλλά η ευθύνη είναι και δική μας) και στη νεολαία, τον δυσανάλογα μικρό ρόλο των γυναικών στο δημόσιο λόγο μας, την αδυναμία μας να διαμορφώσουμε κάποια σταθερή συλλογικότητα και μια σειρά άλλων. Πάνω απ’ όλα, τις δυσκολίες να συνδεθεί η προσπάθειά μας με τους ζωντανούς κοινωνικούς χώρους, που βρίσκονται στην αιχμή της καπιταλιστικής επίθεσης και με τις πρωτοπόρες αντιστάσεις σ’ αυτήν.
Εν κατακλείδι, τα πιο δύσκολα είναι μπροστά μας, αλλά ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα πρώτα, σταθερά βήματα που κάναμε ενισχύουν την αυτοπεποίθησή μας ότι μπορούμε να τον διανύσουμε.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!