Για την ταινία Τάνα που καταγράφει μια πραγματική ιστορία έρωτα, με πρωταγωνιστές τους ιθαγενείς της φυλής Γιακέλ

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Οι Αυστραλοί ντοκιμαντερίστες Μάρτιν Μπάτλερ και Μπέντλι Ντιν ταξίδεψαν ως τα νησιά Βανουάτου (πρώην Νέες Εβρίδες) του Νότιου Ειρηνικού, προκειμένου να γνωρίσουν και να αποτυπώσουν στην κάμερα τη ζωή των αυτόχθονων, που ζουν εκεί. Οι σκηνοθέτες πέρασαν κάμποσο χρόνο με τους ιθαγενείς της φυλής Γιακέλ, στο νησί Τάνα, μια από τις ελάχιστες φυλές που εμμένουν συνειδητά στην απόρριψη του δυτικού τρόπου ζωής, αρκούμενοι σε ό,τι τους προμηθεύει η φύση. Αντί για ντοκιμαντέρ, αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη μυθοπλαστική ταινία Τάνα, με σενάριο βασισμένο σε μια πραγματική ιστορία έρωτα με δραματική έκβαση και πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες τα ίδια τα μέλη της φυλής, προκειμένου να καταγραφούν τα έθιμά τους από τους ίδιους, ακολουθώντας τα προτάγματα του σινεμά βεριτέ και των θεωριών του πρωτοπόρου ανθρωπολόγου κινηματογραφιστή Ζαν Ρους.

Για να αποφευχθεί η σύρραξη ανάμεσα στις γειτονικές φυλές των Γιακέλ και Ιμεντίν, μετά τον τραυματισμό ενός σαμάνου, ο φύλαρχος των Γιακέλ αποφασίζει να ακολουθήσει το τελετουργικό ενός συμβιβασμού, με την ανταλλαγή αγριόχοιρων και την προσφορά μιας νεαρής κοπέλας, της Γουάγουα, που επιλέγεται ερήμην, σύμφωνα με το παραδοσιακό δίκαιο Κάστομ. Η Γουάγουα, όμως, είναι ερωτευμένη με τον εγγονό του φύλαρχου, ο οποίος εξορίζεται από τη φυλή, επειδή την διεκδικεί. Με κίνδυνο να αποτελέσει αιτία πολέμου η αθέτηση της υπόσχεσης, οι δύο νέοι αποφασίζουν να κλεφτούν. Οι Ιμεντίν βρίσκονται στο κατόπι τους και ένα άγριο κυνηγητό ξεκινάει στη ζούγκλα και στις απάτητες πλαγιές του ενεργού ακόμα ηφαιστείου που δεσπόζει στο νησί.

Με αφηγηματικά στοιχεία από τον διαχρονικά απόλυτο έρωτα Ρωμαίου-Ιουλιέτας, η ταινία Τάνα καταγράφει το αδιέξοδο των πρωτόγονων φυλών, εν μέσω της πολιτισμικής λαίλαπας, της εκδυτικοποίησης, που ξεκίνησε με την αποικιοκρατία.

Στα πλαίσια των ρευμάτων ανεξαρτησίας πολλών αποικιών, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, τα νησιά Βανουάτου απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τους Βρετανούς μόλις το 1980! Τότε, εμφανίστηκαν και τα κινήματα αντίδρασης στην αποικιοκρατία, με την επιστροφή αυτόχθονων στη φύση που τους ανήκε και στα πολιτισμικά τους συστήματα. Οι αυτόχθονες, όμως, βρέθηκαν διπλά προδομένοι. Με τον διαρκή εδαφικό περιορισμό τους, στο βωμό της ιδιοκτησίας, χάνουν τη θέση τους στον εξωτικό τους παράδεισο, παραμένοντας εγκλωβισμένοι σε μια ξεπερασμένη πατριαρχία, που στερεί στους νέους το δικαίωμα ερωτικής αυτοδιάθεσης. Έτσι, μαζί με την εύκρατη γη χάνουν και την αίσθηση ελεύθερης μετακίνησης στις περιοχές τους, πράγμα που δυσχεραίνει την αυτονομία και την παραγωγική τους επάρκεια, σε αντίθεση με το δικό τους κοσμογονικό σύστημα αρμονικής διαβίωσης με τη φύση, στα πλαίσια όμως μιας κλειστής κοινότητας, όπου το άτομο ενστερνίζεται ομαδική ταυτότητα, ψυχική και σεξουαλική, αντίστοιχα με τα ζώα που από άμυνα οργανώνονται σε αγέλες. Σύμφωνα με τις ιεραρχικές δομές των πρωτόγονων κοινωνιών, η πατριαρχία ρυθμίζει όχι μόνο την κατανομή εξουσίας και εργασίας, αλλά και το θέμα των απογόνων, με τους πρεσβύτερους να αποφασίζουν πώς και σε ποιους θα μοιραστούν τα θηλυκά της κοινότητας και όλα αυτά στη σύγχρονη εποχή της μετα-αποικιοκρατίας, με την εμφάνιση νέων, συναισθηματικής πλέον φύσης προβλημάτων, όπως η βούληση των ανθρώπων να ερωτεύονται και να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη ζωή τους, κόντρα στα σφιχτά πλαίσια κανόνων μιας κλειστής κοινότητας.

Αυτό ακριβώς σχολιάζει η ταινία Τάνα, που θεωρείται εθνογραφική καταγραφή υπό τη δυτική ματιά, παρόλο που ακολουθεί ένα σκηνοθετικό στήσιμο παρόμοιο με του Ρόμπερτ Φλάερτυ, στην περίφημη πρώτη μυθοπλαστική εθνογραφική δημιουργία Ο Νανούκ του βορρά (1922), με τους ίδιους τους Εσκιμώους να υποδύονται στιγμές της καθημερινότητάς τους, γνωρίζοντας ότι κινηματογραφούνται.

Με βάση τη διάσταση της μυθοπλασίας έναντι της καταγραφής εθνογραφικού ντοκουμέντου, που τοποθέτησε θεωρητικά στο επίκεντρο του έργου του, ο ανθρωπολόγος Ζαν Ρους, η ταινία Τάνα παρουσιάζει ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πλέον παρθένες περιοχές, ενώ οι ελάχιστοι εναπομείναντες αυτόχθονες επιβιώνουν με κρατικές επιχορηγήσεις προγραμμάτων, στο όνομα της διαφύλαξης μιας παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, που τους μεταχειρίζεται ως γραφικό προστατευόμενο είδος.

Εκτός του λαογραφικού ενδιαφέροντος, με τη μυθοπλασία να δίνει αφορμή να καταγραφούν μέσα από το σινεμά παραδοσιακές ενδυμασίες και τελετές μύησης, συμφιλίωσης, κηδείας και γάμου, ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το γεγονός ότι αυτή η ταινία γυρίστηκε στη γλωσσική διάλεκτο των αυτόχθονων, που επί αποικιοκρατίας ήταν απαγορευμένη και σχεδόν αφανισμένη.

Κινηματογραφικά, οι σύντομες εναλλαγές κοντινών πλάνων με μακρινά ζωντανεύουν τη ρεαλιστική προσέγγιση μιας κάμερας που ακολουθεί στενά τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, σε υποδειγματικές ομολογουμένως ερμηνείες, περιέχοντας εξαιρετικές εικόνες που αναδεικνύουν το κάλλος των εξωτικών περιοχών. Εξαιρετικά εντυπωσιακά παραμένουν τα μακρινά πλάνα στους πρόποδες του ηφαιστείου, αναδεικνύοντας τα αφιλόξενα ερημικά τοπία σεληνιακής αισθητικής και μυστηριακής δύναμης, σε αντίθεση με την καταπράσινη πυκνή βλάστηση της ζούγκλας που κυριαρχεί. Στα χνάρια της εθνογραφικής ταινίας 10 Κανό (2006) του επίσης Αυστραλού ανθρωπολόγου Ντόναλντ Τόμσον, η ταινία Τάνα γυρίστηκε στις πραγματικές τοποθεσίες της ιστορίας που αναβιώνει μέσα από το σινεμά, ενώ φέρει και πρωτότυπη μουσική του Άντονι Πάρτος, με τα απόκοσμα φωνητικά της Λίζα Τζέραρντ των θρυλικών Dead Can Dance, δίνοντας μια εκστατική μυστικιστική διάσταση στην πρωτόγονη έκφραση της μυθοπλασίας.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
ifigenia.kalantzi@gmail

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!