του Κωστή Παπαγιώργη

 

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το κλίμα που επικρατεί στους χώρους της εξουσίας, αλλά και στην πολιτική ηγεσία της Εκπαίδευσης, μας θύμισε το απόσπασμα από το περίφημο βιβλίο του Κ. Παπαγιώργη (1947-2014), «Τα καπάκια» (εκδ. Καστανιώτης, 2003), που παραθέτουμε εδώ. Ο τίτλος είναι της σύνταξης, η σημείωση είναι από το βιβλίο.

 

Η ανάρρηση των φαναριωτών στο ηγεμονικό αξίωμα των παρίστριων περιοχών ετελείτο στην εκκλησία του Πατριαρχείου μέσα σε βυζαντινή ατμόσφαιρα. Το χρίσμα δινόταν διά χειρός πατριάρχου. Εντυπωσιακή επίσης ήταν η πολυπρόσωπη πομπή που συνόδευε τον ηγεμόνα στην έξοδό του προς την ηγεμονία. Οι συγγενείς και φίλοι διορίζονταν σπαθάριοι, ποστέλνικοι, χατμάνοι κτλ. Εξάλλου κληρικοί, γιατροί, έμποροι, παρατρεχάμενοι και φιλόδοξοι σπουδαρχίδηδες προσδοκούσαν προνομιούχες θέσεις μέσα στους κόλπους της δοτής Αρχής. Ήταν επόμενο η λέξη «φαναριώτης» να ταυτιστεί με την έννοια του άρχοντα. Η Πύλη τους απέκλειε από τα καθαυτό τουρκικά αξιώματα και τους παραχωρούσε μόνο τον τίτλο του βοεβόδα, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον σχηματισμό ενός σκληρού πυρήνα εξουσιαστικών μηχανισμών. Η εικόνα του ευτελούς και φοβισμένου ραγιά που «έτρεμε ή ψέλλιζε ενώπιον των Τούρκων αφεντάδων και απέδιδε τη διαλογική συζήτηση με τρόπο που δεν επέσυρε την οργή των αγέρωχων μουσουλμάνων», αν και δεν αφίστατο των πραγμάτων (*), ταίριαζε περισσότερο στους διερμηνείς παρά στους οσποδάρους.

Αφότου η προσχηματική εκλογή των ηγεμόνων από τους φεουδάρχες βογιάρους καταργήθηκε και η εξουσία ήταν πλέον δοτή, θέριεψε και η αντιζηλία ανάμεσα στις αρχοντικές οικογένειες. Η ενδοτικότητα, η αλληλοϋπονόμευση, η πλειοδοσία και η μηχανορραφία απέβησαν πάγιο φρόνημα των υποψηφίων για τα αξιώματα. (…)

Για να ανταποκριθούν στις δαπάνες τους (δωροδοκίες, έξοδα της αυλής, συνδρομές στο Πατριαρχείο), οι φαναριώτες φορολογούσαν σκληρά τους κατοίκους των ηγεμονιών, οι οποίοι δεν ξεχώριζαν τον Ρωμιό άρχοντα από τον Τούρκο. Στην πραγματικότητα οι φαναριώτες φέρονταν στον ντόπιο πληθυσμό σαν Τούρκοι πασάδες. Αλλά το στοιχείο που προσέδωσε στην κλειστή τους κάστα δεσπόζουσα διάκριση ήταν η πεποίθηση ότι ενσάρκωναν την πνευματική και πολιτική ηγεσία του Έθνους. Αντιμετώπιζαν με υπεροψία τους ομοεθνείς τους από άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου και δεν δέχονταν την προσφώνηση του Γραικού ή του Έλληνα, καθότι πίστευαν ότι αντιπροσωπεύουν «το περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων». Η επίκληση φημισμένων οικογενειών (Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί, Κομνηνοί) αποτελούσε το πατρογονικό τους κύρος που έβρισκε την έκφρασή του στην πεποίθηση ότι συνεχίζουν επάξια τη βυζαντινή παράδοση.

 

(*) Απ. Βακαλόπουλου, Οι φαναριώτες ως φορείς πολιτικής εξουσίας. Βλ. Ιστορία του ελληνικού Έθνους. Βιβλιοεκδοτική, τ. ΙΑ’, σ. 237. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το λιβελογράφημα του Τηνιακού Φίλιππου Ζαλώνη εναντίον σύσσωμης της κάστας των φαναριωτών. «Ενθυμείσθε, ότι πρέπει αδιακόπως να φαίνεσθε έμπροσθεν των αξιωματούχων Τούρκων ευπειθείς, ελεήμονες, γενναίου και εύγλωττοι. Ότι είναι οφέλιμον και μάλιστα άφευκτον να είσθε προβλετικοί και ταπεινοί προς τους ακολούθους των. Όταν εμβαίνετε εις το οίκημα μεγάλου τινός του βασιλείου, κάμετε μία προσκύνησιν και όταν φθάσετε εις το μέρος του οικήματος τούτου, μίαν δευτέραν περιγράφοντας ημικύκλιον διά να αφήσετε πάντοτε την θύραν ελεύθερον. Όταν πλησιάσετε την αυθεντίαν του, γονατίσετε έμπροσθέν του, λαμβάνοντες το κράσπεδο του φορέματός του, το οποίον θέλετε φέρειν εις το μέτωπόν σας αμέσως αφού το φιλήσετε. Η γενναιότης κάποτε της αυθεντίας του θέλει προλάβειν την συγκατάβασιν ταύτην και τότε λάβετε τους κροσσούς του σοφά του, τους οποίους φιλήσετε πριν τους φέρετε εις το μέτωπόν σας. Σηκωθήτε έπειτα και απομακρυνθήτε από τον κύριον τούτον, χωρίς ποτέ να του στρέψετε την ράχην. Αν με σημείον τι σας προσκαλή να καθίσετε, σπεύσετε να καθίσετε γονατιστί εις μίαν άκραν της κάμαρας, προσέχοντας μη κανένας Τούρκος ευρίσκεται όπισθέν σας. Αν η εξοχότης του λάβη την αγαθότητα να σας ερωτήση πώς έχει η υγεία σας, αποκριθήτε: “Κύριε, φιλώ την κόνιν των ποδών σας” (χακιπάι γιουζ σουρέρουρ). Και εις όλα σας τας αποκρίσεις μη μεταχειρίζεσθε ποτέ το τρίτον πρόσωπον του ενικού». Αναφέρεται από τον Φωτιάδη στο Καραϊσκάκης, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα σσ.189-190.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!