Έφτασα στο λιμάνι της Κυλλήνης μισή ώρα πριν από την αναχώρηση του πλοίου με προορισμό τη Ζάκυνθο, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε εισιτήριο και χώρος για το αυτοκίνητό μου. Μόνο ως επιβάτης θα μπορούσα να ταξιδέψω. Έτσι έβγαλα εισιτήριο για το επόμενο δρομολόγιο, αλλά στον γκισέ των εισιτηρίων μου πρότειναν «…πήγαινε στο καράβι που φεύγει τώρα και ίσως τελικά να έχουν θέσεις και να μπεις με το αυτοκίνητό σου». Παραξενεύτηκα πώς μπορεί να «προκύψουν» θέσεις αλλά φτάνοντας στο σημείο που μου υπέδειξαν είδα πως υπήρχαν ως «επιλαχόντα» άλλα 4-5 αυτοκίνητα. Μέχρι στιγμής δεν είχα καταλάβει τι συμβαίνει μέχρι που όταν ήρθε η σειρά μου να μπω διαπίστωσα πως όχι απλώς ήμουν το τελευταίο αυτοκίνητο, αλλά ήμουν πιθανόν συνεργός και σε μια τρανταχτή παρανομία. Το αυτοκίνητό μου, μαζί με τα προηγηθέντα «επιλαχόντα» πάρκαραν στην πλαϊνή μπουκαπόρτα, σε επικλινή θέση, τοποθετώντας μάλιστα οι υπεύθυνοι παρκαδόροι εμπόδιο τροχού σε όλα τα αυτοκίνητα που βρίσκονταν εκεί, για ευνόητους λόγους.
Αναλόγως των αυτοκινήτων ήταν και οι ταξιδιώτες, δηλαδή το πλοίο ήταν υπερπλήρες – αναμενόμενο. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, πως δεν αντέδρασα καθόλου στο να μπω, κάτω από αυτές τις συνθήκες, πως δεν διαμαρτυρήθηκα στους ανθρώπους του πλοίου που τσουβάλιαζαν επιβάτες και αυτοκίνητα χωρίς όριο και φυσικά ούτε το κατήγγειλα. Έπιασα τον εαυτό μου να βολεύεται εκείνη τη στιγμή, να κάνω τα στραβά μάτια σε μια παράβαση που θα ήταν εν δυνάμει και επικίνδυνη μόνο και μόνο για να ταξιδέψω 2 ώρες νωρίτερα.
Αναλογίστηκα πόσες φορές στη διάρκεια τη ζωή μας είμαστε θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά, πόσες φορές αγορεύουμε, υποδεικνύουμε, κουνάμε το δάχτυλο στους άλλους και στο διά ταύτα κιοτεύουμε ακόμα και στην πιο απλή και αμελητέα κατάσταση που θα μπορούσε όμως να αποβεί μοιραία για πολλούς. Πόσες φορές…