Από την αρχή της οικονομικής κρίσης ειπώθηκε ότι η Ελλάδα ήταν πειραματόζωο. Η Ε.Ε. και το ΔΝΤ, με τη συνέργεια των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, δοκίμαζαν και δοκιμάζουν τις αντοχές του εργαζόμενου πληθυσμού στους πολιτικούς εκβιασμούς, τις θεραπείες – σοκ με τα απανωτά κύματα λιτότητας και φοροεπιδρομών. Στο ελληνικό πείραμα εφαρμόστηκαν μέθοδοι που δοκιμάστηκαν επίσης στις Βαλτικές χώρες, ιδίως στη Λετονία. Πρόσφατα εμφανίστηκαν απόψεις στον Τύπο που παρουσιάζουν τη χώρα αυτή ως επιτυχές παράδειγμα εφαρμογής της «εσωτερικής υποτίμησης», καλώντας στην καθολική εφαρμογή του «παραδείγματος Λετονία». Ο κ. Βενιζέλος φαίνεται πως έχει ενθουσιαστεί μ’ αυτές τις απόψεις και μιας τις ξεφούρνισε τηλεοπτικών την περασμένη Κυριακή: Η ακραία λιτότητα θα εξασφαλίσει «πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη», είπε. Ακόμη και το παράδειγμα του «συνετού λαού» που δέχεται αδιαμαρτύρητα τη λιτότητα ανέφερε. Τι έλλειψη πρωτοτυπίας! όπως διαπιστώνει κανείς από το άρθρο των Τζέφρι Σόμερς και Μάικλ Χάντσον για τη Λετονία, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σε συντετριμμένες κοινωνίες, η λαϊκή αντίσταση δεν κατασιγάζει, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εκλογές (17/9) στη Λετονία, όπου το κόμμα της λιτότητας υπέστη συντριπτική ήττα, παρ’ όλο που ψήφισε μόνο το 44% του εκλογικού σώματος.
Από τον Ρ. Σάμουελσον της The Washington Post, μέχρι αρκετούς δημοσιογράφους του The Economist, η απάντηση στην παγκόσμια κρίση (βέβαια, μέχρι να θέσει κανείς το ερώτημα «Ποιος ωφελείται;») βρίσκεται σ’ ένα από τα μικρότερα και πιο φτωχά μέλη της Ε.Ε., τη Λετονία. Μια χώρα στην οποία επιβλήθηκε ένα από τα πιο κτηνώδη προγράμματα λιτότητας και την οδήγησε κοντά στη δημογραφική κατάρρευση.
Η Λετονία έχει εξαιρετικά μορφωμένο πληθυσμό, έρχεται αμέσως μετά τις πλούσιες Σκανδιναβικές χώρες. Έχει επίσης μεγάλα, διεθνούς κλάσης λιμάνια. Και όμως η κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμή της είναι μισή απ’ αυτή της Ελλάδας και ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ αυτήν της απομονωμένης Λευκορωσίας. Η Λετονία, όμως, είναι ακριβώς το πρότυπο που οι τραπεζίτες, τα υποχείριά τους στις κυβερνήσεις καθώς και πολιτικοί κύκλοι θέλουν να μιμηθούν άλλες χώρες.
Οι διάφοροι οικονομικοί σχολιαστές που διαφημίζουν τη «λύση Λετονία» κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν (ή όντως δεν καταλαβαίνουν) ποια είναι τα αποτελέσματα της λιτότητας, επιμένουν ότι ήταν αναγκαία, καθώς και ότι η Λετονία ήταν η πρώτη χώρα στην οποία ο λαός υποστήριξε την πολιτική της λιτότητας. Η υπόθεση που κάνουν είναι ότι οι εκλογείς είναι «ώριμοι» και «συνετοί» και έτσι οι πολιτικοί δεν πρέπει να φοβούνται να επιβάλουν λιτότητα σε ένα «μορφωμένο» λαό.
Ο εξωραϊσμός της πρόσφατης ιστορίας της Λετονίας από αυτούς τους σχολιαστές έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις μαζικές αντιδράσεις τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Όταν οι λαϊκές διαμαρτυρίες δεν μπόρεσαν να επιφέρουν αλλαγή πολιτικής, η αντίδραση του κόσμου ήταν η αποχή από τις εκλογές και η έξοδος από τη χώρα. Αν συνδυαστεί με το χαμηλό αριθμό γεννήσεων, αυτή η μετανάστευση δημιουργεί ένα είδος δημογραφικής ευθανασίας. Το κόμμα που προώθησε τα προγράμματα λιτότητας έχασε στις εκλογές της 17ης Σεπτεμβρίου. Πόθεν, λοιπόν, προκύπτει η οικονομική επιτυχία και η υποστήριξη του κοινού προς τις πολιτικές του;
Η περίπτωση του Άντερς Άσλουντ
Κάθε κρίση προσελκύει τους τυχοδιώκτες και κάθε προσωπική αποτυχία δημιουργεί νοσταλγία για μια «δεύτερη πράξη». Με την οικονομική κρίση της Λετονίας και τα δύο βρίσκουν την έκφρασή τους στο πρόσωπο του Άντερς Άσλουντ, του περιοδεύοντα συμβούλου οικονομικής πολιτικής που χρηματοδοτούν οι τράπεζες, ενός τύπου που κόντευε να ξεχαστεί μέχρι να τεθεί θέμα διάσωσης της Λετονίας.
Για όσους δεν γνωρίζουν το παρελθόν του, είναι ένας Σουηδός οικονομολόγος, φανατικός οπαδός της θεραπείας-σοκ και των μακρο-οικονομικών πολιτικών σταθεροποίησης στη Ρωσία και τις χώρες του ανατολικού μπλοκ τη δεκαετία του 1990.
Η κρίση του 2008 έπληξε πολύ σκληρά τις χώρες που εφάρμοσαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που διαφήμιζε ο Άσλουντ.
Η αφήγηση του Άσλουντ παρουσιάζει τη λιτότητα ως μια ιστορία επιτυχίας – τέτοια που να παρέχει ένα πρότυπο για την υπόλοιπη Ευρώπη και για τις ΗΠΑ. Αυτή η αφήγηση εισήγαγε στην οικονομική ορολογία τη φράση «εσωτερική υποτίμηση» που παρουσιάζεται στις χώρες της Ευρωζώνης ως ένας τρόπος να επιπλεύσει το ευρώ και στα υποψήφια μέλη ως μέσο για να απορρίψουν την υποτίμηση των νομισμάτων τους, προκειμένου να ενταχθούν σ’ αυτήν. Οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής συμβουλεύουν να μειωθούν οι μισθοί και τα κοινωνικά επιδόματα για να συρρικνωθούν οι κρατικές δαπάνες. Να διατηρηθούν τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη, έτσι ώστε οι τραπεζίτες να μην υποστούν «κούρεμα».
Παρ’ όλο που αυτό εξυπηρετεί τις τράπεζες, σκοτώνει την πραγματική οικονομία μειώνοντας τη ζήτηση και έχει οδηγήσει τους Λετονούς σε ένα είδος δουλοπαροικίας χρέους – μια κατάσταση από την οποία είχαν ξεφύγει στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στο βιβλίο του Πώς η Λετονία Ξεπέρασε την Οικονομική Κρίση, το οποίο συνέγραψε με τον πρωθυπουργό της λιτότητας Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο Άσλουντ υποστηρίζει ότι ο μακρύς χειμώνας της οικονομικής κρίσης των PIIGS (Πορτογαλίας, Ιρλανδίας, Ιταλίας, Ελλάδας, Ισπανίας) βρίσκεται στο τέλος του και ότι οι BELLS (Λετονία, Εσθονία κ.λπ.) σηματοδοτούν μια νέα εποχή ελπίδας, δείχνοντας τη διέξοδο από την οικονομική κρίση στις προβληματικές χώρες.
Η «επιτυχία» της Λετονίας
Ας ερευνήσουμε, όμως, τι σημαίνει η «επιτυχία» της Λετονίας. Πρώτον οι τράπεζες πληρώνονται. Δεν έγινε διαγραφή χρεών. Αυτό δίνει απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε στην αρχή: Ποιος ωφελείται; Οι Λετονοί πληρώνουν τα ιδιωτικά χρέη τους – κυρίως σε σουηδικές τράπεζες. Το κόστος όμως ήταν να συρρικνωθεί το λετονικό ΑΕΠ κατά 25%, να μειωθούν οι μισθοί στον δημόσιο τομέα 30% και η ανεργία που προκαλείται από τις περικοπές δημοσίων δαπανών να πιέζει προς τα κάτω και τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Ο λετονικός λαός, επίσης, θα πρέπει να σηκώσει το κόστος αυτής της πολιτικής μέσω των μελλοντικών πληρωμών ενός χρέους 4,4 δισ. ευρώ που δάνεισαν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ προς υποστήριξη της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Όσοι υποστηρίζουν τη «λύση Λετονία» λένε ότι η οικονομική συρρίκνωση τελείωσε, ότι επανήλθαν ρυθμοί μέτριας οικονομικής μεγέθυνσης και ότι η ανεργία έπεσε τελικά κάτω από το 15%. Όμως, η πτώση αυτή οφείλεται εν πολλοίς στη μετανάστευση, αφού οι επενδύσεις στη βιομηχανία και οι αποταμιεύσεις είναι πολύ χαμηλές. Σε αντίθεση, με την Αργεντινή, που απέρριψε τη λιτότητα και είδε ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 6% ετησίως επί 6 ή 7 χρόνια μετά την κρίση, η Λετονία δεν έχει τέτοια σημάδια, αφού δεν έχει βιομηχανικό ή αγροτικό τομέα για να δημιουργήσει τέτοια αποτελέσματα.
Ο Άσλουντ ισχυρίζεται επίσης ότι οι Λετονοί υποστήριξαν τη λιτότητα και θα ξαναεκλέξουν κυβερνήσεις που την εφαρμόζουν και ως απόδειξη φέρνει την επανεκλογή του κόμματος Vienotiba (Ένωση), που εφάρμοσε τη λιτότητα, τον Οκτώβριο του 2010. Όποιος γνωρίζει την πολιτική κατάσταση στη Λετονία, κατανοεί ότι οι εκλογές έγιναν στη βάση του σοβινισμού και του εθνικισμού (τόσο των Λετονών όσο και των Ρώσων), ενώ οι πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές κινήθηκαν σε άλλες κατευθύνσεις. Το κεντρώο Κόμμα Αρμονία πρόβαλε ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας και ένωσε Λετονούς και Ρώσους. Βεβαίως, στο τέλος, η προπαγάνδα που έσπειρε το φόβο για δεσμούς του κόμματος αυτού με το Κρεμλίνο οδήγησε σε εκλογές που διαίρεσαν τον κόσμο με βάση τις ισχυρές ακόμα εθνοτικές αντιπαραθέσεις. Και όμως, το κόμμα Vienotiba ήρθε τρίτο και καταϊδρωμένο στις εκλογές της 17/9, έχοντας χάσει το ένα τρίτο των εδρών του. Είχε προηγηθεί ένα συντριπτικό 94% υπέρ της διάλυσης του Κοινοβουλίου της λιτότητας, σε σχετικό δημοψήφισμα που έγινε στις 23/7. Μπορεί να ανακάμψει η Λετονία; Δημογραφικά η κατάσταση είναι δυσοίωνη. Οικονομικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τους υποστηρικτές της εσωτερικής υποτίμησης , πρέπει να κάνει εξαγωγές. Αλλά πόσες εξαγωγές μπορεί να κάνει όταν μόνο το 10% της παραγωγής της προέρχεται από τη μεταποίηση συγκρινόμενο με το 40% της Γερμανίας; Έτσι, η πολιτική της υπανάπτυξης που εφαρμόστηκε μέσω της λιτότητας (μη εφαρμογή βιομηχανικής πολιτικής, οριζόντιοι φόροι, στήριξη στις άμεσες ξένες επενδύσεις) έχουν διαλύσει την οικονομική βάση στην οποία μπορούσε να στηριχτεί για να ανακάμψει.