Ο μεγάλος αναδασμός στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου που πλέον τροφοδοτείται και από τα δύο ενεργά πολεμικά μέτωπα (σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή) δημιουργεί ασφυκτικές πιέσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Πιέσεις που ρευστοποιούν σε χρόνο ενεστώτα την ίδια την κυριαρχία των δύο χωρών. Από τη μία πλευρά, η πλήρης ΝΑΤΟποίηση και η πιστή εφαρμογή των κατευθύνσεων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (ακόμη και σε βάρος εθνικών μας συμφερόντων) και από την άλλη ο τουρκικός επεκτατισμός που στη δοσμένη χρονική στιγμή επιχειρεί να επιβάλει τετελεσμένα μέσα από διαδικασίες διαλόγου –σε συνδυασμό με την ανερμάτιστη και πλήρως εξαρτημένη πολιτική των ελίτ σε Αθήνα και Λευκωσία–, δημιουργούν ένα ασφυκτικό και άκρως επικίνδυνο σκηνικό.
Ανέφικτες διευθετήσεις παρουσιάζονται ως «λύση» και γίνονται σημαία ευκαιρίας για τις πολιτικές ηγεσίες σε Ελλάδα και Κύπρο. Από τη «συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο» στη «Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) στην Κύπρο» και πρόσφατα στη συνεργασία (με σενάρια ένταξης) της Κύπρου με της ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ελλάδα και Κύπρος γίνονται ο μοχλός «συγκράτησης» της Τουρκίας στη δυτική συμμαχία, με τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να ποντάρουν όλα τους τα χαρτιά στη «ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα», πιστεύοντας ότι πουλώντας κάθε πιθανή εκδούλευση στις ΗΠΑ, θα καταφέρουν να σώσουν την παρτίδα.
Αδιέξοδο Νο1: Κύπρος
Στην Κύπρο η επιμονή της Άγκυρας στα «δύο κράτη» και η ενεργητική προσπάθεια αναγνώρισης του ψευδοκράτους ως όρο για οποιοδήποτε διάλογο, ακυρώνει εν τοις πράγμασι τη διαχρονική πολιτική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας για διάλογο με την κατοχική Τουρκία στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ για μια ΔΔΟ. Στο μεταξύ η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υποβαθμιστεί με διαχρονικές εγκληματικές αποφάσεις των πολιτικών ηγεσιών της, σε πλυντήριο μαύρου χρήματος και ζωτικός χώρος του Ισραήλ (με ενεργητική συμμετοχή –μέσω των βρετανικών βάσεων– στον πόλεμο που διεξάγεται στη Μ. Ανατολή), με την απόσταση Αθήνας-Λευκωσίας διαρκώς να μεγαλώνει, αφήνοντας κάποια στοιχεία εθιμοτυπίας ως κατάλοιπο των εκφρασμένων επιδιώξεων για κοινή στρατηγική.
Οι προσπάθειες του γ.γ. του ΟΗΕ Α. Γκουτέρες για επανέναρξη ενός κάποιου διαλόγου μοιάζουν πλέον με «πρόσχημα». Η Τουρκία κερδίζει χρόνο και επιβάλει δια της ολισθήσεως τετελεσμένα επί του εδάφους. Σκοπός της η πλήρης τουρκοποίηση του νησιού. Τι έχει να αντιπαραβάλει η Κυπριακή Δημοκρατία απέναντι σε αυτή την κατάσταση; Ο πρόεδρος Ν. Χριστοδουλίδης με την εκλογή του υποσχέθηκε να εκκινήσει τις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού με την ενεργοποίηση της Ε.Ε. – περήφανο μέλος της οποίας είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία. Η ιστορία έδειξε ότι οι Ευρωπαίοι είχαν σημαντικότερα προβλήματα. Στη συνέχεια επένδυσε (ακολουθώντας τα χνάρια των προκατόχων του) στη συνεργασία με το Ισραήλ, αναβαθμίζοντας την οικονομική, στρατιωτική και ενεργειακή συνεργασία με τη σιωνιστική οντότητα και μπλέκοντας τυχοδιωκτικά την Κύπρο στο μεσανατολικό κουβάρι. Τώρα εμφανίζεται το ΝΑΤΟ και η πρόσφατα υπογραφείσα Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας Κύπρου-ΗΠΑ ως η απόλυτη εθνική προτεραιότητα. Όλοι γνωρίζουν ότι η είσοδος της Κύπρου στο ΝΑΤΟ είναι ανέφικτη όσο υπάρχει το δικαίωμα Βέτο της Τουρκίας και όμως δεν διστάζουν να διαλαλούν τη ΝΑΤΟφροσύνη τους, παραχωρώντας προνόμια στις ΗΠΑ απειλώντας έτσι την εθνική ασφάλεια του νησιού σε μια εποχή που μυρίζει μπαρούτι.
Αδιέξοδο νο2: Αιγαίο
Στο Αιγαίο έχουμε «ήρεμα νερά». Συχνά βέβαια έχουμε και τουρκικές φρεγάτες όπως αυτές που παρεμπόδισαν τις έρευνες του ιταλικού πλοίου στην Κάσο το περασμένο καλοκαίρι ή όπως αυτές που βγήκαν και πάλι ανοιχτά τις Κάσου, ενόψει της επικείμενης επανέναρξης των ερευνών για την πόντιση καλωδίου ενεργειακής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου. Η Τουρκία είναι σαφής. Θεωρεί τη «Γαλάζια Πατρίδα» όχι απλά περιοχή της δικής της δικαιοδοσίας, αλλά στην πράξη «τουρκικό έδαφος». Ακόμη και αν αυτή η τουρκική απαίτηση δεν πατάει σε καμιά πρόβλεψη του διεθνούς δικαίου, η Άγκυρα δεν δείχνει διατεθειμένη να υποχωρήσει από αυτή.
Αυτή η απαίτηση, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αναβάθμιση της γείτονος σε περιφερειακή δύναμη που απειλεί με δορυφοροποίηση τη χώρα μας, κάνουν εμφανές ότι η, έστω και συγκρατημένη, αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης για τον εν εξελίξει ελληνοτουρκικό διάλογο είναι μάλλον ανεδαφική. Η Ελλάδα σπρώχνεται σε έναν διάλογο εφ’ όλης της ύλης που είναι βέβαιο ότι θα φέρει παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ακόμη και βαθμών κυριαρχίας, όπως λ.χ. η αμφισβήτηση της κυριαρχίας κάποιων νησιών ή η παραχώρηση μέρους των χωρικών μας υδάτων σε μια ενδεχόμενη «καζάν-καζάν» διευθέτηση, κάπου μεταξύ των 6 (που έχουμε) και των 12 ν.μ. (που βάσει του διεθνούς δικαίου δικαιούμαστε), όπως μαρτύρησε η γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ Μ. Γαβουνέλη.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες υποχωρήσεις σε μια σειρά μέτωπα, παρά την απροθυμία της Άγκυρας να υποχωρήσει έστω και ένα εκατοστό από τις θέσεις της. Αυτό δείχνει το «επιθετικό μασάζ» της ελληνικής κυβέρνησης και οι αναφορές σε «πατριδοκάπηλους» που δεν δέχονται «γενναίους συμβιβασμούς». Αυτό δείχνει η ενεργοποίηση όλων των μηχανισμών προπαγάνδας του ενδοτισμού – των ίδιων που έδρασαν την περίοδο του Ανάν αλλά και της Συμφωνίας των Πρεσπών. Όλα αυτά σε μια εποχή που η τάση προς έναν γενικευμένο πόλεμο μεγαλώνει, επιβάλλοντας ως μονόδρομο μια πολιτική οικοδόμησης ισχύος, υπεράσπισης της κυριαρχίας, προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Η αναζήτηση μιας τέτοια πολιτικής είναι μονόδρομος, αν δεν θέλουμε να ζήσουμε τις συνέπειες της εξάρτησης από την ΝΑΤΟϊκή πολεμική μηχανή, της δορυφοροποίησης από την Τουρκία και των τυχοδιωκτικών επιλογών που αυτές επιβάλλουν.
Οι χάρτες της Ε.Ε. και η απραξία της Ελλάδας
Η σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας έναντι της Κομισιόν, σχετικά με τους χάρτες των δυνητικών Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών των χωρών της Ένωσης, έφερε ξανά στο προσκήνιο τον Χάρτη της Σεβίλλης, και την αντίστοιχη συζήτηση για την ελληνική ΑΟΖ. Οι χάρτες που παρουσίασε η Ε.Ε. στα πλαίσια του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προκάλεσαν την οργή της Άγκυρας, αφορούν τις χρήσεις και τις επιτρεπόμενες ή απαγορευμένες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές των κρατών-μελών της, και όπως ρητά δηλώνεται μένει να επιβεβαιωθούν από τους αντίστοιχους εθνικούς σχεδιασμούς.
Στους εν λόγω χάρτες, που βασίζονται σε προηγούμενες μελέτες που έχουν εκπονήσει οργανισμοί συνεργαζόμενοι με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλέπε Χάρτης της Σεβίλλης που δημοσιεύθηκε σε μελέτη το 2000), η Ελλάδα εμφανίζεται να διαθέτει δυνητική ΑΟΖ που προκύπτει από την πλήρη επήρεια των νησιών του Αιγαίου, δημιουργώντας τους όρους (με βάση την ΑΟΖ που αποδίδει στο Καστελλόριζο) συνένωσης με την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω γιατί η Άγκυρα θεωρεί τους εν λόγω χάρτες «άκυρους» όπως σε όλους τους τόνους δηλώνει. Γίνεται όμως σαφές πως όσα οι χάρτες αυτοί προβλέπουν θα μπορούσαν να γίνουν βασικό όπλο στη φαρέτρα της χώρας μας σε μια διαδικασία διευθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο, καθώς ακυρώνουν όλες τις αιτιάσεις της Τουρκίας που διεκδικεί την εξαφάνιση των ελληνικών νησιών στη διαδικασία χάραξης των ΑΟΖ. Μπορεί να μην αποτελούν έγγραφα με νομική ισχύ (το αναφέρουν ρητά άλλωστε) όπως μια διακρατική συμφωνία, όμως προσθέτουν διπλωματική ισχύ και πιθανά να δεσμεύουν και την Ε.Ε. στην κατεύθυνση υποστήριξης των ελληνικών θέσεων.
Η ελληνική Κυβέρνηση, όμως, δεν φαίνεται διατεθειμένη να πράξει κάτι τέτοιο. Σε προσεκτική «διπλωματική γλώσσα» δηλώνει πως αποδέχεται τους χάρτες αυτούς όσο δεν τους απορρίπτει. Αυτή η «αποδοχή» βέβαια δεν σημαίνει και ενεργητική αξιοποίησή τους. Μάλιστα, η χώρα μας δεν έχει προς ώρας καταθέσει τον αντίστοιχο Εθνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό παρόλο που αυτό είναι κοινοτική υποχρέωσή της. Βλέπεται σε μια τέτοια περίπτωση θα όφειλε να καλύψει όλη την προβλεπόμενη από τους εν λόγω χάρτες θαλάσσια έκταση και αυτό προσκρούει στην αντιδράσεις της Άγκυρας.
Κάπως έτσι δημιουργείται άλλο ένα τετελεσμένο, κατ’ εφαρμογή της πρόβλεψης της Διακήρυξης των Αθηνών για «αποφυγή μονομερών ενεργειών» ως όρο για να διατηρηθούν τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο. Μετά το casus beli που αποτρέπει (με την απειλή πολέμου) την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ., τώρα έχουμε τα «ήρεμα νερά» (συχνά και τις τουρκικές φρεγάτες όπως στην Κάσο) να εμποδίζουν κάθε ενέργεια στο Αιγαίο (έξω από τα 6 ν.μ. της κόκκινης γραμμής του Γ. Γεραπετρίτη) αν προηγουμένως αυτή δεν έχει την έγκριση της Τουρκίας. Οι φόβοι ότι η παραπάνω πραγματικότητα θα αποτυπωθεί και θεσμικά σε μια πιθανή διευθέτηση, όπως αυτή που προετοιμάζει ο ΝΑΤΟϊκής έμπνευσης ελληνοτουρκικός διάλογος, είναι απολύτως βάσιμοι.
Περί Αιγαίου «ελληνικής λίμνης»
Δεν γίνεται να βλέπουμε το Αιγαίο ως «ελληνική λίμνη» μας νουθετούν διάφοροι «ειδικοί» της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Μας το υπενθύμισε πρόσφατα και η Ντ. Μπακογιάννη, σε σχετική συνέντευξη της στο ΣΚΑΪ, όπου ανάφερε χαρακτηριστικά: «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη. Τα συμφέροντα στο Αιγαίο είναι συμφέροντα παγκόσμια. (…) Ενδιαφέρουν τους Ρώσους, την παγκόσμια ναυσιπλοΐα…». Παγκόσμια λοιπόν τα συμφέροντα και όψιμο ενδιαφέρον για τη Ρωσία (με την οποία «είμαστε σε πόλεμο» θυμίζουμε). Όλα αυτά για να δικαιολογηθεί ο ενδοτισμός έναντι των τουρκικών παράλογων διεκδικήσεων που απορρέουν από το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδα», γκριζάροντας το Αιγαίο, απαιτώντας από την Ελλάδα να παραιτηθεί από κυριαρχικά δικαιώματα (καλά εδραιωμένα με βάση το διεθνές δίκαιο) στην περιοχή και απειλώντας ακόμη και την ίδια την κυριαρχία της χώρας μας επί συγκεκριμένων νησιών και βραχονησίδων.
Η ελληνικότητα του Αιγαίου είναι μια πραγματικότητα που βασίζεται στην ίδια την ιστορική και πολιτισμική πραγματικότητα, στην εδαφική πραγματικότητα των εκατοντάδων ελληνικών νησιών του Αιγαιακού Αρχιπελάγους, σε μια σειρά συνθήκες που αποτελούν θεμέλια της ίδιας της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Η παραπάνω αλήθεια σε καμιά περίπτωση δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της ελεύθερης ναυσιπλοΐας ή με πιθανά συμφέροντα άλλων κρατών (με εξαίρεση την επεκτατική και αναθεωρητική Τουρκία) όπως ισχυρίζεται η Τουρκία και παπαγαλίζει το «λόμπυ της υποχωρητικότητας» εντός της χώρας μας. Αυτά διασφαλίζονται σαφέστατα από τους κανόνες της αβλαβούς διέλευσης και άλλες προβλέψεις του δικαίου της θάλασσας τους οποίους η χώρα μας –σε αντίθεση με τη γείτονα– αποδέχεται. Οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση είτε ντύνεται τον μανδύα του «ρεαλισμού» είτε του ενός κακοχωνεμένου «διεθνισμού» –που δεν είχε κανένα πρόβλημα να χαρακτηριστεί το Αιγαίο ως «ΝΑΤΟϊκή επικράτεια»– δεν είναι παρά εμπέδωση της υποταγής στον ισχυρό, που με παζάρια και τσαμπουκάδες απαιτεί να δορυφοριοποιήσει την χώρα μας.