Η περιοδεία του Μ. Ομπάμα στις χώρες του δακτυλίου του Ειρηνικού (12-19/11) θεωρείται από πολλούς σχολιαστές «σημείο καμπής» στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς των ΗΠΑ.
Από άλλους θεωρείται απλώς μια κίνηση που στοχεύει στο αμερικανικό κοινό ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012, μιας και ο Αμερικανός πρόεδρος έχει βρεθεί στο στόχαστρο των Ρεπουμπλικάνων αντιπάλων του, γιατί δεν αναχαίτισε την άνοδο της Κίνας.
Ίσως ισχύουν και τα δύο. Γεγονός παραμένει ότι σε όλους τους τομείς, διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό, ο Ομπάμα ανέβασε τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Κίνα. Ενώ η εξαίρεση της Κίνας, του κορυφαίου κράτους της περιοχής, από την περιοδεία στέλνει μήνυμα απομόνωσής της στις χώρες της περιοχής.
Ξεκινώντας την περιοδεία του από τη Σύνοδο Κορυφής Ασίας-Ειρηνικού στη Χαβάη, δεδηλωμένος στόχος της οποίας ήταν η επιβολή των αμερικανικών εμπορικών όρων, ο Ομπάμα ουσιαστικά προώθησε μέσω διμερών, κυρίως, επαφών, τα θέματα ασφαλείας και συμφωνίες για την αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικο-στρατηγικής παρουσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διεθνής Τύπος καταγράφει μερικά σημαντικά γεγονότα: Στην Καμπέρα της Αυστραλίας, ο Ομπάμα ανήγγειλε την ανάπτυξη 2.500 πεζοναυτών στο Ντάργουιν (Β. Αυστραλία), για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ σ’ αυτή την περιοχή, και την εκτεταμένη χρήση αυστραλιανών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων. Στο Μπαλί, στη Σύνοδο Κορυφής Ασίας Ειρηνικού, υποστήριξε, παρά την έντονη αντίθεση της Κίνας, την επιβολή της συζήτησης για τις εδαφικές διαφορές στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μεταξύ Κίνας και άλλων νοτιασιατικών χωρών, ένα θέμα στο οποίο η Χ. Κλίντον έχει παρέμβει επανειλημμένα τα τελευταία τρία χρόνια, επιχειρώντας να καθιερώσει πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ στις μεταξύ αυτών των χωρών σχέσεις. Αν σε αυτά συνυπολογιστούν οι συμφωνίες αγοράς όπλων από τις Φιλιππίνες, τη Σιγκαπούρη, την Ταϊλάνδη, η συμφωνία (2010) για επανάληψη της εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων/ταγμάτων εφόδου Kompassus της Ινδονησίας, οι επανειλημμένες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με πολλές χώρες, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι Αμερικανοί κάνουν αυτό που ξέρουν καλά και που πια είναι ο μοναδικός τομέας στον οποίο διακρίνονται παγκοσμίως: ασκούν τους στρατιωτικούς μυς τους, όπως λέγεται.
Η «επιστροφή στην Ασία» δεν είναι καινούρια επιδίωξη. Από την εκλογή του Ομπάμα είχε τεθεί ως στόχος να κερδίσουν εκ νέου οι ΗΠΑ το χαμένο έδαφος -ύστερα από μια μακροχρόνια περίοδο κατά την οποία την προσοχή τους σχεδόν μονοπωλούσε η Μ. Ανατολή και η Κ. Ασία- τόσο στη λεγόμενη Λίμνη του Ειρηνικού όσο και στις άλλες ασιατικές χώρες. Οι κυρίαρχοι αμερικανικοί κύκλοι εδώ και αρκετό καιρό έχουν διαπιστώσει ότι οι «εύκολοι» πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, που θα επέφεραν ως αποτέλεσμα την ενεργειακή ομηρία των αντιπάλων Ευρωπαίων και Ασιατών, μετατράπηκαν σε ένα τέλμα από το οποίο δεν πρόκειται να ξεκολλήσουν. Ταυτόχρονα, η Κίνα ανέπτυσσε τόσο το οικονομικό της δυναμικό (προβλέπεται να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο το 2015) όσο και τις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τον ασιατικό της περίγυρο, μέσα από πληθώρα συμπράξεων στον οικονομικό τομέα και στον τομέα της ασφάλειας, όσο και των ασιατικών δικτύων μεταφορών και ενέργειας, χωρίς την παρουσία των ΗΠΑ. Μέσα από τις συμπράξεις αυτές, οι οικονομίες των χωρών της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας ενσωματώθηκαν σε αλυσίδες προμηθειών που είχαν ως επίκεντρο την κινεζική παραγωγική βάση.
Η «επιστροφή στην Ασία» δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν τη φιλοδοξία ελέγχου των ενεργειακών αποθεμάτων, αλλά και ο έλεγχος των θαλασσίων οδών μέσω των οποίων προμηθεύεται η Κίνα ενέργεια και πρώτες ύλες από τη Μ. Ανατολή και την Αφρική, παίζει ιδιαίτερο ρόλο ως βασικός τομέας επαναβεβαίωσης της κυριαρχίας τους. Η δε υποδαύλιση των διαφορών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, πέρα από τις στρατηγικές πλευρές της, φαίνεται πως δεν είναι καθόλου άσχετη ούτε με τους θαλάσσιους δρόμους ούτε με το ότι η θάλασσα αυτή εικάζεται πως διαθέτει πολύ μεγάλες ποσότητες πετρελαίου και μετάλλων.
Το υπόβαθρο των αμερικανικών σχεδιασμών είναι η οικονομική κρίση και η παρακμάζουσα οικονομική τους θέση σε αντιπαράθεση με αυτήν της Κίνας και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός που εκτυλίσσεται στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η σπουδή για κατοχύρωση αμερικανικών θέσεων στην περιοχή έχει ως παρεπόμενα τις ωμές παρεμβάσεις στο εσωτερικό χωρών που αμφισβητούν, έστω και δειλά, τις αμερικανικές προτεραιότητες. Έτσι ερμηνεύεται ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Ιάπωνα πρωθυπουργού Γ. Χατογιάμα το 2010, γιατί ήταν ευάλωτος στην αντίθεση των Ιαπώνων να παραμείνει η θηριώδης αμερικανική βάση της Οκινάουα, όσο και η ανατροπή του Αυστραλού πρωθυπουργού Κ. Ρουντ, μέσω εσωκομματικού πραξικοπήματος στο Εργατικό Κόμμα, που έφερε στην ηγεσία της χώρας τη σκληρή νεοφιλελεύθερη, φιλο-αμερικανή Τζ. Γκίλιαρντ, επίσης το 2010. Η «αμαρτία» του Ρουντ ήταν ότι είχε ταχθεί υπέρ της χαλάρωσης των εντάσεων με την Κίνα.
Παρά την επιθετική προώθηση της αμερικανικής στρατιωτικής-στρατηγικής παρουσίας στις χώρες της Ασίας-Ειρηνικού, αμφισβητείται αν οι ΗΠΑ μπορούν να τη στηρίξουν με την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση. Η ιστορία, όμως, έχει αποδείξει ότι τα παρακμάζοντα συστήματα γεννούν ισχυρές τάσεις πολεμικής βίας στις κυρίαρχες ομάδες, κάτι που επιβεβαιώνεται και με την παγκοσμιοποίηση του πολέμου εκ μέρους των ΝΑΤΟ/ΗΠΑ.
Ίσως ισχύουν και τα δύο. Γεγονός παραμένει ότι σε όλους τους τομείς, διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό, ο Ομπάμα ανέβασε τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Κίνα. Ενώ η εξαίρεση της Κίνας, του κορυφαίου κράτους της περιοχής, από την περιοδεία στέλνει μήνυμα απομόνωσής της στις χώρες της περιοχής.
Ξεκινώντας την περιοδεία του από τη Σύνοδο Κορυφής Ασίας-Ειρηνικού στη Χαβάη, δεδηλωμένος στόχος της οποίας ήταν η επιβολή των αμερικανικών εμπορικών όρων, ο Ομπάμα ουσιαστικά προώθησε μέσω διμερών, κυρίως, επαφών, τα θέματα ασφαλείας και συμφωνίες για την αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικο-στρατηγικής παρουσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διεθνής Τύπος καταγράφει μερικά σημαντικά γεγονότα: Στην Καμπέρα της Αυστραλίας, ο Ομπάμα ανήγγειλε την ανάπτυξη 2.500 πεζοναυτών στο Ντάργουιν (Β. Αυστραλία), για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ σ’ αυτή την περιοχή, και την εκτεταμένη χρήση αυστραλιανών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων. Στο Μπαλί, στη Σύνοδο Κορυφής Ασίας Ειρηνικού, υποστήριξε, παρά την έντονη αντίθεση της Κίνας, την επιβολή της συζήτησης για τις εδαφικές διαφορές στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μεταξύ Κίνας και άλλων νοτιασιατικών χωρών, ένα θέμα στο οποίο η Χ. Κλίντον έχει παρέμβει επανειλημμένα τα τελευταία τρία χρόνια, επιχειρώντας να καθιερώσει πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ στις μεταξύ αυτών των χωρών σχέσεις. Αν σε αυτά συνυπολογιστούν οι συμφωνίες αγοράς όπλων από τις Φιλιππίνες, τη Σιγκαπούρη, την Ταϊλάνδη, η συμφωνία (2010) για επανάληψη της εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων/ταγμάτων εφόδου Kompassus της Ινδονησίας, οι επανειλημμένες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με πολλές χώρες, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι Αμερικανοί κάνουν αυτό που ξέρουν καλά και που πια είναι ο μοναδικός τομέας στον οποίο διακρίνονται παγκοσμίως: ασκούν τους στρατιωτικούς μυς τους, όπως λέγεται.
Η «επιστροφή στην Ασία» δεν είναι καινούρια επιδίωξη. Από την εκλογή του Ομπάμα είχε τεθεί ως στόχος να κερδίσουν εκ νέου οι ΗΠΑ το χαμένο έδαφος -ύστερα από μια μακροχρόνια περίοδο κατά την οποία την προσοχή τους σχεδόν μονοπωλούσε η Μ. Ανατολή και η Κ. Ασία- τόσο στη λεγόμενη Λίμνη του Ειρηνικού όσο και στις άλλες ασιατικές χώρες. Οι κυρίαρχοι αμερικανικοί κύκλοι εδώ και αρκετό καιρό έχουν διαπιστώσει ότι οι «εύκολοι» πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, που θα επέφεραν ως αποτέλεσμα την ενεργειακή ομηρία των αντιπάλων Ευρωπαίων και Ασιατών, μετατράπηκαν σε ένα τέλμα από το οποίο δεν πρόκειται να ξεκολλήσουν. Ταυτόχρονα, η Κίνα ανέπτυσσε τόσο το οικονομικό της δυναμικό (προβλέπεται να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο το 2015) όσο και τις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τον ασιατικό της περίγυρο, μέσα από πληθώρα συμπράξεων στον οικονομικό τομέα και στον τομέα της ασφάλειας, όσο και των ασιατικών δικτύων μεταφορών και ενέργειας, χωρίς την παρουσία των ΗΠΑ. Μέσα από τις συμπράξεις αυτές, οι οικονομίες των χωρών της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας ενσωματώθηκαν σε αλυσίδες προμηθειών που είχαν ως επίκεντρο την κινεζική παραγωγική βάση.
Η «επιστροφή στην Ασία» δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν τη φιλοδοξία ελέγχου των ενεργειακών αποθεμάτων, αλλά και ο έλεγχος των θαλασσίων οδών μέσω των οποίων προμηθεύεται η Κίνα ενέργεια και πρώτες ύλες από τη Μ. Ανατολή και την Αφρική, παίζει ιδιαίτερο ρόλο ως βασικός τομέας επαναβεβαίωσης της κυριαρχίας τους. Η δε υποδαύλιση των διαφορών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, πέρα από τις στρατηγικές πλευρές της, φαίνεται πως δεν είναι καθόλου άσχετη ούτε με τους θαλάσσιους δρόμους ούτε με το ότι η θάλασσα αυτή εικάζεται πως διαθέτει πολύ μεγάλες ποσότητες πετρελαίου και μετάλλων.
Το υπόβαθρο των αμερικανικών σχεδιασμών είναι η οικονομική κρίση και η παρακμάζουσα οικονομική τους θέση σε αντιπαράθεση με αυτήν της Κίνας και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός που εκτυλίσσεται στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η σπουδή για κατοχύρωση αμερικανικών θέσεων στην περιοχή έχει ως παρεπόμενα τις ωμές παρεμβάσεις στο εσωτερικό χωρών που αμφισβητούν, έστω και δειλά, τις αμερικανικές προτεραιότητες. Έτσι ερμηνεύεται ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Ιάπωνα πρωθυπουργού Γ. Χατογιάμα το 2010, γιατί ήταν ευάλωτος στην αντίθεση των Ιαπώνων να παραμείνει η θηριώδης αμερικανική βάση της Οκινάουα, όσο και η ανατροπή του Αυστραλού πρωθυπουργού Κ. Ρουντ, μέσω εσωκομματικού πραξικοπήματος στο Εργατικό Κόμμα, που έφερε στην ηγεσία της χώρας τη σκληρή νεοφιλελεύθερη, φιλο-αμερικανή Τζ. Γκίλιαρντ, επίσης το 2010. Η «αμαρτία» του Ρουντ ήταν ότι είχε ταχθεί υπέρ της χαλάρωσης των εντάσεων με την Κίνα.
Παρά την επιθετική προώθηση της αμερικανικής στρατιωτικής-στρατηγικής παρουσίας στις χώρες της Ασίας-Ειρηνικού, αμφισβητείται αν οι ΗΠΑ μπορούν να τη στηρίξουν με την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση. Η ιστορία, όμως, έχει αποδείξει ότι τα παρακμάζοντα συστήματα γεννούν ισχυρές τάσεις πολεμικής βίας στις κυρίαρχες ομάδες, κάτι που επιβεβαιώνεται και με την παγκοσμιοποίηση του πολέμου εκ μέρους των ΝΑΤΟ/ΗΠΑ.
Αρ. Αλαβάνου
Σχόλια