Αγαπητέ Κάρολε,
Έχοντας από παιδί μια αγαπητική σχέση με τα βιβλία σου, παίρνω το θάρρος να σου γράψω.

Αφορμή για το γεγονός αυτό είναι η συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από τη γέννησή σου. Πραγματική αιτία, ωστόσο, είναι η επιμελώς οργανωμένη και ασύλληπτα βίαιη (απ)ώθηση της εποχής μου δύο αιώνες πίσω, ώστε να συναντήσει το ζόφο των δικών σου καιρών, αυτόν που η πένα σου τοιχογράφησε με αξιοθαύμαστη παρατηρητικότητα, ταλέντο, συνείδηση και ευαισθησία.
Διαβάζοντας μικρός τα βιβλία σου είχα την αίσθηση πως μιλούσαν για κάτι το οποίο η γενιά μου ήταν μάλλον αδύνατο να ζήσει. Λίγο αργότερα, στα πρώτα ενήλικα νεανικά μου χρόνια και στρατευμένος πλέον στο όραμα του κοινωνικά απελευθερωμένου μέλλοντος της ανθρωπότητας, συνέχιζα να πιστεύω ακράδαντα πως κι αυτός ακόμη ο κερδολάγνος καπιταλισμός δεν μπορούσε παρά να γίνεται λιγότερο σκληρός, περισσότερο βιώσιμος για την ανθρώπινη συνιστώσα του δύσμοιρου τούτου πλανήτη. Οι ενδείξεις ήταν ισχυρές: από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δώθε το βιοτικό επίπεδο των δυτικών κοινωνιών ανέβαινε χρόνο με το χρόνο, ο εργαζόμενος απολάμβανε κατακτήσεις που τις είχε κερδίσει με ιδρώτα και αίμα και το ίδιο το σύστημα έδειχνε να μη ρισκάρει την ύπαρξή του σε αχρείαστες -και επικίνδυνες για το ίδιο- αναμετρήσεις με τους αντιπάλους του. Προτιμούσε να προσφέρει λίγο περισσότερο καρότο, ώστε να μην υποστεί τις πιθανές συνέπειες των κοινωνικών συγκρούσεων, τις οποίες θα πυροδοτούσε η κατάχρηση του μαστιγίου που, φυσικά, συνέχιζε να δίνει το «παρών», όπου και όταν κρινόταν αναγκαίο. Οι πηγές που εγγυώνταν την κερδοφορία του ήταν, άλλωστε, πάμπολλες και μέγα μέρος εξ αυτών βρισκόταν στην άλλοτε αποικιοκρατούμενη περιφέρεια που συνέχιζε να ζει περίπου όπως στη δική σου εποχή, μη μετέχοντας των κατακτήσεων ημών, των «τυχερών» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Προϊόντος του χρόνου και εκλιπόντων σταδιακά των αντίπαλων δεών, η βεβαιότητα αυτή εμού και της γενιάς μου έγινε κομμάτια και θρύψαλα. Το μεγάλο πείραμα ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 στη Χιλή του Πινοσέτ, συνεχίστηκε στη Βρετανία της Θάτσερ και αλλού. Σήμερα κλιμακώνεται με πρωτοφανή αγριότητα στις χώρες-πειραματόζωα του Νότου (με πρώτη τη δική μου) για να επεκταθεί εν συνεχεία στο σύνολο της Ευρώπης και του λοιπού σχετικώς ευημερούντος τμήματος του κόσμου, αποσαθρώνοντας κατακτήσεις ενός αιώνα, με όχημα την ίδια ακριβώς ανθρωποφαγική μανία που χαρακτήρισε τον πρώιμο καπιταλισμό της εποχής σου. Αν μπορούσες να διαβάσεις το γράμμα μου, αν είχες τη δυνατότητα να τσεκάρεις τις διαβεβαιώσεις μου, βολτάροντας στους δρόμους της Αθήνας, της Ρώμης, της Μαδρίτης και του Λονδίνου, θ’ αντιλαμβανόσουν πως τα βιβλία σου διατηρούν, δυστυχώς, μια απίστευτα επικαιρική διάσταση. Διαφορές υπάρχουν, μα είναι κατά το πλείστον εικονικές και συνδέονται με τις τεχνολογικές δυνατότητες που συνεισφέρουν πλέον στη διοργάνωση ενός περισσότερο άυλου, μα ακόμη πιο κερδοφόρου πάρτι, πάνω στις τσακισμένες πλάτες των ηττημένων: διότι ναι, άθλιοι μισθοί, άθλιες έως ανύπαρκτες κοινωνικές υπηρεσίες, άθλια ζωή υπήρχαν και τότε όπως και σήμερα. Υπήρχαν επίσης μεγαλοκαρχαρίες, τράπεζες, τοκογλυφικά δάνεια, κρατικός αυταρχισμός από τη μια και ένδεια, φόβος, απελπισία, οργή, από την άλλη. Αυτά που δεν υπήρχαν ήταν κάποιες ευφάνταστες έννοιες και πρακτικές, που θα δυσκολευόσουν σαφώς να κατανοήσεις: τα τοξικά και δομημένα ομόλογα, τα παράγωγα, οι οφσόρ εταιρίες, τα φαντς, τα σπρεντς, τα πι ες άι, τα σι ντι ες και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός. Η ουσία, ωστόσο, ίδια μένει και θα την καταλάβαινες διά του γυμνού και άκρως παρατηρητικού οφθαλμού σου. Διότι, απρόσμενα, η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία κι όχι ως φάρσα, όπως ο άλλος υπέροχος συγκαιρινός σου, Κάρολος και αυτός, είχε υποθέσει.
Έτσι έχουν τα πράγματα, αγαπητέ μου Ντίκενς, διακόσια ολόκληρα χρόνια μετά τη γέννησή σου και δεδομένου του περιορισμένου χώρου, άλλο τι δεν έχω να προσθέσω. Μη πιστεύοντας στη μετά θάνατον ζωή, θεωρώ άσκοπο να σου ευχηθώ το παραμικρό για τη συμπλήρωση των δυο αιώνων από τη γέννησή σου. Σε μας, ωστόσο, τους μεταγενέστερους εύχομαι να ανασκουμπωθούμε επιτέλους, και να διεκδικήσουμε διά του κοινωνικού πολέμου το αναφαίρετο δικαίωμά μας στην προθανάτια ζωή. Έτσι ώστε τα παιδάκια τού αύριο να διαβάζουν και πάλι τα βιβλία σου με γουρλωμένα μάτια, και να αναφωνούν θορυβημένα: «Πω, πω, σε τι σκληρό κόσμο ζούσαν τότε οι άνθρωποι!»

Ν. Κουνενής
[email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!