Οι εργαζόμενοι που μιλούν -ανώνυμα για ευνόητους λόγους- στον Δρόμο, αν και παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην Εθνική Τράπεζα, ανήκουν ο καθένας σε διαφορετική εταιρία «παροχής υπηρεσιών». Όπου παροχή υπηρεσίας, βέβαια, είναι η μίσθωση προσωπικού. «Μπορεί η σύμβαση να μην αναφέρει τις λέξεις “ενοικίαση εργασίας”, αλλά “σύμβαση έργου”, αλλά στην ουσία πρόκειται για ενοικίαση». Οι τρόποι που εφευρίσκουν οι εταιρίες αυτές, αλλά και οι τράπεζες, για να ξεπερνούν κάθε φορά τα «κωλύματα» του νόμου είναι άπειροι.
Ο Νόμος 2956/2001 που αφορά την ενοικίαση εργασίας ορίζει ότι μετά από 18 μήνες σε έναν εργοδότη η σχέση εργασίας μεταξύ άμεσου και έμμεσου εργοδότη λύεται και περνάς στον έμμεσο εργοδότη. Με τους μνημονιακούς νόμους το 18μηνο έγινε 36μηνο. Και πάλι, όμως, αυτή η υποχρέωση μένει στα χαρτιά. «Πώς γίνεται κάποιος νόμος που θίγει τον εργαζόμενο να εφαρμόζεται άμεσα και κάποιον άλλο, όπως τον 2956/2001, να καταφέρνουν να τον προσπερνάνε», μας καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι που εργάζονται επί 10, 12, 15 χρόνια στο ίδιο τμήμα της τράπεζας, στο ίδιο αντικείμενο. «Παλιότερα άλλαζαν εταιρία σε εργαζόμενους για να μην προλάβει να συμπληρωθεί το 18μηνο. Τώρα έχει καθιερωθεί ότι τα ίδια άτομα συνεχίζουν στην ίδια θέση εργασίας».
Στο παρελθόν ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι της Εθνικής Τράπεζας είχαν προσφύγει στα δικαστήρια για να αποδείξουν ότι είναι… ενοικιαζόμενοι. Ώσπου να εκδικαστεί η υπόθεση η εταιρία που εμφανιζόταν ως εργοδότης, τους είχε κλείσει με αποτέλεσμα παρά την απόδειξη του δίκιου των εργαζομένων να μην μπορεί να γίνει τίποτα. Μετά από αυτό, το νομικό επιτελείο της Εθνικής άλλαξε τις συμβάσεις, ώστε νομικά και τυπικά να φαίνονται ως συμβάσεις έργου.
Με αυτά τα τερτίπια οι εταιρίες που παρέχουν προσωπικό στις τράπεζες, ξεφυτρώνουν σαν τα… μανιτάρια. Ο λόγος προφανής: «καταφέρνουν να έχουν πολύ μικρότερο κόστος, αφού κανείς δεν πληρώνεται ως τραπεζοϋπάλληλος, όσα χρόνια κι αν δουλεύει και το κέρδος μένει σε αυτόν που θέλουν να μένει -ICAP και Εθνική», μας λέει εργαζόμενος σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες που κερδοσκοπούν από την ενοικίαση εργασίας.
Ενοικιαζόμενος με πρόσβαση σε όλα τα αρχεία της τράπεζας
Αν κάποιος θεωρεί ότι οι εργαζόμενοι αυτοί εκτελούν συμπληρωματικές εργασίες, αρκεί να διαβάσει όσα μας καταθέτουν οι συνομιλητές μας.
Δουλεύοντας επί χρόνια στο ίδιο γραφείο καλύπτουν πάγιες ανάγκες: «Θέλουν να μας μετακινήσουν σε τμήματα και δημιουργείται πρόβλημα. Τυχαίνει να εκπαιδεύουμε όχι μόνο αντικαταστάτες μας, αλλά και προϊσταμένους». Στην ουσία εκτελούν κάθε τραπεζική εργασί α: «Εγώ δουλεύω στην καταναλωτική πίστη, δηλαδή ασχολούμαι με έγκριση ή απόρριψη δανείων. Μόνο που δεν επιτρέπεται να υπογράφουμε για να μην φαίνονται ονόματα», μας λέει χαρακτηριστικά. «Μπορεί να μην είμαστε μόνιμοι, να μην έχουμε δικαιώματα, αλλά έχουμε πρόσβαση σε όλα τα αρχεία της Εθνικής. Μπορεί να μας θεωρούν σκουπίδια, πεταμένους, αλλά πρόσβαση σε όλα τα αρχεία έχουμε», μας λέει άλλη εργαζόμενη.
Με εκατοντάδες υπαλλήλους σε αυτό το καθεστώς απασχόλησης η Εθνική Τράπεζα προφανώς κερδίζει εκατομμύρια. Η διαφορά «κόστους», όπως μας λένε εργαζόμενοι στην πληροφορική της τράπεζας, που είναι και πιο καλοπληρωμένοι, είναι τεράστια. Ενώ ένας εργαζόμενος που ανήκει στην Εθνοdata κοστίζει ετησίως 30.000 ευρώ, ο αντίστοιχος εργαζόμενος της τράπεζας κοστίζει 60.000 ευρώ. Και φυσικά, οι εταιρίες ενοικίασης εργαζομένων κερδίζουν ασύστολα και ανεξέλεγκτα. Όσα έγιναν τον τελευταίο χρόνο στο χώρο της Εθνικής (με την ανοχή της) ξεπερνούν κι αυτό το ίδιο το Μνημόνιο ΙΙ.
«Πέρυσι, 28 και 29 Ιουνίου, ημέρες 48ωρης γενικής απεργίας, η ICAP και η Mellon κάλεσαν τους υπαλλήλους να υπογράψουν μείωση ωραρίου και μείωση μισθού», μας λέει η Γιώτα Λαζαροπούλου. «Ήταν μια μέρα που τα γραφεία ήταν άδεια και δεν μπορούσε κανείς να απευθυνθεί πουθενά, ούτε σε σωματείο, ούτε σε Εργατικό Κέντρο και έλειπαν και οι μόνιμοι συνάδελφοι. Οι πρώτοι που δεν υπέγραψαν την επόμενη μέρα απολύθηκαν. Μέσα στο καλοκαίρι συνεχίστηκαν οι απολύσεις και σε αυτούς που υπέγραψαν, γιατί το ζήτημα ήταν να κάνουν περικοπές. Έγιναν κι άλλες μειώσεις ωραρίου. Η επόμενη κίνηση έγινε τον Δεκέμβριο που κλήθηκαν όλοι να υπογράψουν μια σύμβαση – του υπαλλήλου γραφείου. Τους υποσχέθηκαν ότι τα χρήματα που παίρνουν θα μείνουν ίδια. Και δυο μήνες μετά, τους είπαν ότι επειδή αυτά που παίρνετε είναι πάνω από την κλαδική σύμβαση του υπαλλήλου γραφείου, ελάτε να σας τα μειώσω».
«Η ICAP ήξερε από πριν τι θα συμβεί»
Οι εταιρίες ενθαρρυμένες από το κλίμα πίεσης που υφίστανται οι εργασιακές σχέσεις όλο το τελευταίο διάστημα και λειτουργώντας με χαρακτηριστική άνεση κάνουν ό,τι θέλουν. Εργαζόμενοι με ειδικότητα χειριστή Η/Υ μετατράπηκαν σε υπάλληλοι γραφείου. Στην αλλαγή ειδικότητας η διαφορά του μισθού βαφτίστηκε «επίδομα εξ ελευθεριότητας». Αλλά κι αυτό κόπηκε αυθαίρετα σε δυο μήνες. Οι συνομιλητές μας περιγράφουν γλαφυρά το κλίμα: «Η ICAP παρερμηνεύοντας τον νόμο για τις μειώσεις των βασικών μισθών επέβαλε αυθαίρετες μειώσεις από τον μισθό Μαρτίου. Κανείς δεν γνώριζε τι ισχύει και έτσι θέλησαν να καρπωθούν αυτή την άγνοια που επικρατούσε και να αναγκάσει τους εργαζόμενους να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις. Αν δεν υπέγραφαν ατομικές συμβάσεις δεν μπορούσε η εταιρία νόμιμα να κάνει αυτές τις μειώσεις». Κάτω από αυτή την πίεση, ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων υπέγραψε. Αλλά και σε αυτούς που δεν υπέγραψαν, η ICAP έκανε περικοπές.
Οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας αποδεικνύουν και το πώς εκμεταλλεύονται τη νέα νομοθεσία. Υποστηρίζουν ότι η κλαδική σύμβαση έληγε το 2010 και για αυτό έχουν δικαίωμα να κάνουν χρήση της περιορισμένης μετενέργειας. Αλλά και πάλι έκαναν τις μειώσεις από τον Μάρτιο. Υποστηρίζουν ότι είχαν το δικαίωμα να κάνουν μονομερώς μειώσεις και μάλιστα αναδρομικά. Στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου κλήθηκαν μετά από καταγγελίες των εργαζομένων υποστήριξαν ότι οι μειώσεις μισθών φαίνονται μεγάλες γιατί περιέχουν και αναδρομικές. Ακόμη ισχυρίστηκαν ότι υπάρχει οικονομική κρίση και ότι η Εθνική έχει ζητήσει να μειώσουν τον προϋπολογισμό, αλλά όταν τους ζητήθηκε δεν έδειξαν κανένα σχετικό έγγραφο. Άλλωστε, όπως μας λένε οι εργαζόμενοι, περνάνε πάνω από δυο μήνες για να πάρουν τα εκκαθαριστικά των πληρωμών και συνήθως όταν τα παίρνουν έχουν «λάθη», ώστε να μην μπορούν να δουν πώς ακριβώς αμείβονται.
«Τώρα με αυτά που έχουν γίνει στις συμβάσεις μας, παίρνουμε πολύ πιο χαμηλό μισθό από αυτόν που παίρναμε όταν πρωτομπήκαμε. Η ICAP ήξερε από πριν τι θα συμβεί». Οι εργαζόμενοι με τις μειώσεις των ωραρίων και των μισθών βρίσκονται μετά από πολλά χρόνια να παίρνουν 600 και 700 ευρώ. Και μιλάμε για πτυχιούχους, ειδικευμένους και με πολυετή προϋπηρεσία.
Πολυδιάσπαση
Η ύπαρξη τόσο διαφορετικών εταιριών σε ένα χώρο εργασίας, εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς. Στις απεργίες οι ενοικιαζόμενοι που είναι ασυνδικάλιστοι δουλεύουν και η δουλειά της τράπεζας βγαίνει. Κάθε εταιρία δίνει διαφορετικό μισθό, έτσι ώστε ακόμα κι όταν ρωτάμε πόσα χρήματα παίρνουν οι εργαζόμενοι με τους οποίους μιλήσαμε σε αυτό το ρεπορτάζ να μας δίνουν διαφορετικές απαντήσεις. Δουλεύουν στο ίδιο γραφείο και αμείβονται με διαφορετικά καθεστώτα. Μια απαράδεκτη κατάσταση που γιγαντώθηκε μέσα σε μια δημόσια τράπεζα, με την ανοχή του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η κατάσταση, σήμερα, γίνεται ο μοχλός για να πιέζεται και το ίδιο το εργασιακό καθεστώς των τραπεζοϋπαλλήλων.
Η ίδρυση του Συλλόγου Δανειζομένου Προσωπικού Τραπεζικού Τομέα, μόλις πρόσφατα, έχει αναπτερώσει το ηθικό των εργαζομένων που νιώθουν να είναι εντελώς απροστάτευτοι. Ήδη με τη στήριξη του συλλόγου έχουν γίνει δυο τριμερείς συναντήσεις στην Επιθεώρηση Εργασίας με την εργοδοσία της ICAP, μετά από τις βλαπτικές μεταβολές που έκανε στο προσωπικό της.