Βαριέμαι και κάνει ζέστη και λείπουν οι περισσότεροι φίλοι μου και τα παιδικά στην τηλεόραση τα ’χω δει εκατό φορές, όλο επαναλήψεις. Κι έχω τον μπαμπά όλη μέρα στα πόδια μου να ξεφυσάει και να βρίζει κάποιον κύριο «πούστη» που τον απόλυσε κατακαλόκαιρο. Και βρίζει και κάποιον ΓΑΠ και κάποια Αγγέλα που δεν τους ξέρω. Και του λέω, «αφού κάθεσαι, γιατί φέτος δεν πάμε διακοπές -όχι στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς- κάπου με παραλία, όπως πέρσι». Ο μπαμπάς μου χαμογελάει και μου λέει «φέτος δεν γίνεται, τα λεφτά της αποζημίωσης πρέπει να τα φυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού». Εγώ δεν ξέρω ούτε τον κύριο οφθαλμό ούτε την κόρη του, καταλαβαίνω ότι υπάρχει πρόβλημα με τα λεφτά, δεν φτάνουν, κάτι τέτοιο…

Η μαμά, όταν γυρίζει από τη δουλειά, μου τα λέει κάπως διαφορετικά και με κάνει να μη βαριέμαι καθόλου. Μου λέει να μην ακούω τον μπαμπά που είναι γκρινιάρης και μίζερος κι ότι διακοπές θα πάμε «πάση θυσία» – που δεν ξέρω τι είναι. Θα πάμε, μάλιστα, τις ωραιότερες διακοπές του κόσμου. «Πού, μαμά;» ρωτάω με αγωνία, κι η μαμά αρχίζει να μου περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι μας στην Ουτοπία. «Πού είναι η Ουτοπία, μαμά», ρωτάω. «Παντού και πουθενά», μου λέει, κι η αγωνία μου μεγαλώνει, όπως όταν μου διηγείται ένα παραμύθι για πρώτη φορά. Στην Ουτοπία οι διακοπές δεν τελειώνουν ποτέ, λέει η μαμά.
Είτε δουλεύεις είτε κάθεσαι δεν έχει μεγάλη διαφορά, γιατί στην Ουτοπία ακόμη κι η δουλειά μπορεί να είναι σαν διασκέδαση, την κάνεις με χαρά, δεν χρειάζεται να βρίζεσαι με προϊστάμενο ή εργοδότη, δεν φοβάσαι μη σε απολύσουν, μη σου κόψουν το μισθό, δεν βλέπεις καχύποπτα τον διπλανό σου. Από τη δουλειά δεν φεύγεις κατάκοπος κι εκνευρισμένος, φεύγεις ανάλαφρος κι ευχαριστημένος για ό,τι έκανες. Και γυρίζεις σπίτι όλος όρεξη να συνεχίσεις τη μέρα σου με βόλτα ή παιχνίδι με τα παιδιά σου, εκδρομή στην παραλία, στη λίμνη, στο ποτάμι, στο βουνό ή, αν προτιμάς να κάτσεις σπίτι, ν’ ασχοληθείς με τα χόμπι σου, να διαβάσεις, ν’ ακούσεις μουσική, να δεις ταινίες.
Αν αποφασίσεις μια πιο μακρινή εκδρομή, που χρειάζεται μερικές μέρες, δεν έχεις παρά να ειδοποιήσεις απλώς στη δουλειά, να φτιάξεις βαλίτσες και να φύγεις με ηλεκτρικά τρένα που τρέχουν σαν αεροπλάνα ή πλοία, σχεδόν ιπτάμενα, που σε πάνε στον προορισμό σου στο πι και φι. Φυσικά είναι τζάμπα, το ίδιο και το εξοχικό που θα σε περιμένει εκεί – αλλά μην περιμένεις ρουμ σέρβις, τα πιο πολλά θα τα κάνεις μόνος σου γιατί κι εκεί οι υπάλληλοι δεν δουλεύουν όλο το 24ωρο, πρέπει να ξεκουραστούν κι αυτοί. «Ναι, αλλά αν έχω σχολείο;» ρωτάω τη μαμά κι αυτή μου απαντάει πως στην Ουτοπία το σχολείο μοιάζει πιο πολύ με λούνα παρκ ή παιδική χαρά κι οι δάσκαλοι κάθε μέρα έχουν μια ευχάριστη έκπληξη για τα παιδιά, μάθημα δίπλα σ’ ένα ποτάμι, στην κορφή ενός βουνού ή στην αίθουσα ενός μουσείου.
Και τι γίνεται με τα λεφτά; ρωτάω κι η μαμά μου λέει πως στην Ουτοπία δεν υπάρχουν χρήματα, ο καθένας διαθέτει όσα έχει ανάγκη και κανείς δεν χρωστάει σε κανέναν, γιατί κανείς δεν έχει τίποτα και όλοι έχουν τα πάντα. Με μπέρδεψε μ’ αυτό η μαμά, κι ύστερα τη ρωτάω πώς θα πάμε στην Ουτοπία, «με το ταχύτερο μέσο του κόσμου», μου λέει, και καταλαβαίνω ότι τόση ώρα μου διηγείται κάτι σαν παραμύθι. «Δεν υπάρχει άλλος γρήγορος τρόπος να πάμε, εκτός από τη φαντασία μας;», ρωτάω, «και βέβαια», πετάγεται ο μπαμπάς και τον παρατηρώ να σχηματίζει με το χέρι του πιστόλι και να σημαδεύει κάπου, προς το παράθυρο, σαν να παίζουμε «κλέφτες κι αστυνόμοι», αν και το ύφος του δεν δείχνει να παίζει.
Αλήθεια, θα υπάρχουν κλέφτες κι αστυνόμοι στην Ουτοπία;
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!