Της Αλίντας Δημητρίου.
Όταν καλείσαι να γράψεις ένα κείμενο, πρέπει να ξέρεις, να έχεις γνώσεις, πολλές γνώσεις και εγώ έχω διαπιστώσει επανειλημμένα ότι δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακούω, ακούω και θλίβομαι.
Τα παραπάνω μοιάζουν με το ζέσταμα που κάνουν οι αθλητές πριν μπουν στην αρένα. Η δική μου αρένα είναι μικρή και καθορίζεται από Γυναίκες, δηλαδή πολίτες δεύτερης κατηγορίας -όπως έχουν πολιτογραφηθεί από την ιθύνουσα ανδροκρατία. Όχι, όχι, δεν είμαι φεμινίστρια και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω καν τι είναι φεμινισμός. Πόσα δεν ξέρω!
Η αρένα μου, λοιπόν, οριοθετείται από Γυναίκες, μια ομάδα «χωρίς φωνή», όπως όλες οι περιθωριακές ομάδες. Η Ιστορία, όμως, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει συμπεριλάβει στα τεκμήρια που ερευνά και όλες αυτές τις ομάδες «χωρίς φωνή». Γιατί μέσα από τα βιώματά τους προβάλλει η αθέατη όψη του ιστορικού γίγνεσθαι που εμείς, με θεωρητικά επιχειρήματα, επιμένουμε να αγνοούμε. Τα ανθρώπινα, όμως, βιώματα αποκαλύπτουν τις κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής. Και οι αλλαγές σε μικροκλίμακα εδράζονται στο συναίσθημα και όχι στη λογική. Το αν θα αντέξεις και πόσο θα αντέξεις δεν οφείλεται στη λογική. Οι Γυναίκες «μου» αυτό το αποσαφηνίζουν πεντακάθαρα.
Ένα άλλο θεωρητικό επιχείρημα είναι η μνήμη της αξιοπρέπειας σε ποιο βαθμό έχει αλλοιωθεί. Και τι δεν έχει γραφτεί γι’ αυτή τη δόλια τη μνήμη. Όλα αυτά με τρελαίνουν.
Η μνήμη αυτή δεν χάνεται, δεν μεταπλάθεται, αν εσύ που ερευνάς είσαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χωρίς περγαμηνές και status. Η μνήμη είναι διαρκής, ακριβώς όπως ο έρωτας, αν τα δώσεις όλα. Εσύ, ο ερευνητής πρέπει να αγαπάς, να παθιάζεται γι’ αυτούς που ερευνάς και εκείνοι το εισπράττουν και λυτρώνονται από την περιθωριοποίηση. Έκανα, λοιπόν, δύο ταινίες μεγάλου μήκους -Τα Πουλιά στο βάλτο και Η ζωή στους βράχους- για τις Γυναίκες που έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τη μετέπειτα πορεία τους μέχρι το 1950. Ναι, είχα την τύχη να γνωρίσω, να γελάσω, να «ανδρωθώ» -οι λέξεις της ανδροκρατίας έχουν εγκατασταθεί, αμετάκλητα, στο λεξιλόγιο– και να ανανεώσω την πίστη μου στον άνθρωπο μέσα από αυτές τις Γυναίκες. Αυτές τις γυναίκες που πάλεψαν ισότιμα με τους άνδρες στις φυλακές, στις εξορίες, στα βουνά. Πλάσματα ταπεινά που ξόδεψαν τα νιάτα τους, θυσίασαν την προσωπική τους ζωή, μένοντας ακλόνητες στα πιστεύω τους και ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν μετάνιωσαν για τίποτα και είναι έτοιμες, ακόμα και τώρα, να ξανακάνουν τα ίδια.
Τα βάσανά τους, ο εξανδραποδισμός τους είναι οι περγαμηνές τους ή, πιο σωστά, αυτή τούτη η ζωή τους.
Λέω σε μια γυναίκα «μου διηγείσαι τα βασανιστήρια που πέρασες στην οδόν Ελπίδος. Πες τα μου με περισσότερο πάθος». Και μου απαντάει «Τι πάθος, ξέρεις πόσοι ήταν εκεί μέσα; Τι ήμουνα εγώ;». Η ίδια Γυναίκα αργότερα, όταν πατάει το πόδι της στο Μακρονήσι, ένας γνωστός της την πιέζει «…υπογράψτε αμέσως, δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ, θα πεθάνετε». Και του απαντάει «για στάσου, θα το δοκιμάσουμε». Και κλείνει η πορεία τους όταν μια άλλη λέει «…έπρεπε να αντέξουμε γιατί εμείς είχαμε το δίκιο».
Περνάνε τα χρόνια -όχι εύκολα- και η Ιστορία συνεχίζει το δρόμο της. Ένα δρόμο που ήδη είχε καθορισθεί μετά τον Δεκέμβρη του 1944 και αισίως φθάνουμε στη σωτήρια και ελπιδοφόρα επανάσταση του 1967.
Λογικό ήταν να αναζητήσω και την επόμενη γενιά, τα παιδιά αυτών των Γυναικών, για να κλείσει ο κύκλος της πορείας τους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Τις νεαρές φοιτήτριες που στην επταετία πήγαν φυλακή και τις μεγαλύτερες που στάλθηκαν εξορία. Όλες αυτές που ακόμα στέκονται όρθιες και περήφανες.
Πήγα στη Θεσσαλονίκη, μπόρεσα να βρω επτά και να μου μεταγγίσουν την πίστης τους σε ό,τι έκαναν με τον πιο απλό και ταπεινό τρόπο. Φεύγοντας από ένα σπίτι και πριν μπω στο ασανσέρ, μια Γυναίκα με άγγιξε στον ώμο «σκεπτόμουνα, θα φύγουμε και κανείς δεν θα ξέρει για μας».
Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει η ταινία και αν θα προλάβω. Ένα ξέρω, ότι όσο είμαι εδώ θα προσπαθήσω, γιατί την Ιστορία τη γράφουμε όλοι εμείς.
* Η Αλίντα Δημητρίου είναι σκηνοθέτις.
Τα παραπάνω μοιάζουν με το ζέσταμα που κάνουν οι αθλητές πριν μπουν στην αρένα. Η δική μου αρένα είναι μικρή και καθορίζεται από Γυναίκες, δηλαδή πολίτες δεύτερης κατηγορίας -όπως έχουν πολιτογραφηθεί από την ιθύνουσα ανδροκρατία. Όχι, όχι, δεν είμαι φεμινίστρια και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω καν τι είναι φεμινισμός. Πόσα δεν ξέρω!
Η αρένα μου, λοιπόν, οριοθετείται από Γυναίκες, μια ομάδα «χωρίς φωνή», όπως όλες οι περιθωριακές ομάδες. Η Ιστορία, όμως, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει συμπεριλάβει στα τεκμήρια που ερευνά και όλες αυτές τις ομάδες «χωρίς φωνή». Γιατί μέσα από τα βιώματά τους προβάλλει η αθέατη όψη του ιστορικού γίγνεσθαι που εμείς, με θεωρητικά επιχειρήματα, επιμένουμε να αγνοούμε. Τα ανθρώπινα, όμως, βιώματα αποκαλύπτουν τις κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής. Και οι αλλαγές σε μικροκλίμακα εδράζονται στο συναίσθημα και όχι στη λογική. Το αν θα αντέξεις και πόσο θα αντέξεις δεν οφείλεται στη λογική. Οι Γυναίκες «μου» αυτό το αποσαφηνίζουν πεντακάθαρα.
Ένα άλλο θεωρητικό επιχείρημα είναι η μνήμη της αξιοπρέπειας σε ποιο βαθμό έχει αλλοιωθεί. Και τι δεν έχει γραφτεί γι’ αυτή τη δόλια τη μνήμη. Όλα αυτά με τρελαίνουν.
Η μνήμη αυτή δεν χάνεται, δεν μεταπλάθεται, αν εσύ που ερευνάς είσαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χωρίς περγαμηνές και status. Η μνήμη είναι διαρκής, ακριβώς όπως ο έρωτας, αν τα δώσεις όλα. Εσύ, ο ερευνητής πρέπει να αγαπάς, να παθιάζεται γι’ αυτούς που ερευνάς και εκείνοι το εισπράττουν και λυτρώνονται από την περιθωριοποίηση. Έκανα, λοιπόν, δύο ταινίες μεγάλου μήκους -Τα Πουλιά στο βάλτο και Η ζωή στους βράχους- για τις Γυναίκες που έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τη μετέπειτα πορεία τους μέχρι το 1950. Ναι, είχα την τύχη να γνωρίσω, να γελάσω, να «ανδρωθώ» -οι λέξεις της ανδροκρατίας έχουν εγκατασταθεί, αμετάκλητα, στο λεξιλόγιο– και να ανανεώσω την πίστη μου στον άνθρωπο μέσα από αυτές τις Γυναίκες. Αυτές τις γυναίκες που πάλεψαν ισότιμα με τους άνδρες στις φυλακές, στις εξορίες, στα βουνά. Πλάσματα ταπεινά που ξόδεψαν τα νιάτα τους, θυσίασαν την προσωπική τους ζωή, μένοντας ακλόνητες στα πιστεύω τους και ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν μετάνιωσαν για τίποτα και είναι έτοιμες, ακόμα και τώρα, να ξανακάνουν τα ίδια.
Τα βάσανά τους, ο εξανδραποδισμός τους είναι οι περγαμηνές τους ή, πιο σωστά, αυτή τούτη η ζωή τους.
Λέω σε μια γυναίκα «μου διηγείσαι τα βασανιστήρια που πέρασες στην οδόν Ελπίδος. Πες τα μου με περισσότερο πάθος». Και μου απαντάει «Τι πάθος, ξέρεις πόσοι ήταν εκεί μέσα; Τι ήμουνα εγώ;». Η ίδια Γυναίκα αργότερα, όταν πατάει το πόδι της στο Μακρονήσι, ένας γνωστός της την πιέζει «…υπογράψτε αμέσως, δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ, θα πεθάνετε». Και του απαντάει «για στάσου, θα το δοκιμάσουμε». Και κλείνει η πορεία τους όταν μια άλλη λέει «…έπρεπε να αντέξουμε γιατί εμείς είχαμε το δίκιο».
Περνάνε τα χρόνια -όχι εύκολα- και η Ιστορία συνεχίζει το δρόμο της. Ένα δρόμο που ήδη είχε καθορισθεί μετά τον Δεκέμβρη του 1944 και αισίως φθάνουμε στη σωτήρια και ελπιδοφόρα επανάσταση του 1967.
Λογικό ήταν να αναζητήσω και την επόμενη γενιά, τα παιδιά αυτών των Γυναικών, για να κλείσει ο κύκλος της πορείας τους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Τις νεαρές φοιτήτριες που στην επταετία πήγαν φυλακή και τις μεγαλύτερες που στάλθηκαν εξορία. Όλες αυτές που ακόμα στέκονται όρθιες και περήφανες.
Πήγα στη Θεσσαλονίκη, μπόρεσα να βρω επτά και να μου μεταγγίσουν την πίστης τους σε ό,τι έκαναν με τον πιο απλό και ταπεινό τρόπο. Φεύγοντας από ένα σπίτι και πριν μπω στο ασανσέρ, μια Γυναίκα με άγγιξε στον ώμο «σκεπτόμουνα, θα φύγουμε και κανείς δεν θα ξέρει για μας».
Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει η ταινία και αν θα προλάβω. Ένα ξέρω, ότι όσο είμαι εδώ θα προσπαθήσω, γιατί την Ιστορία τη γράφουμε όλοι εμείς.
* Η Αλίντα Δημητρίου είναι σκηνοθέτις.
Σχόλια