του Νίκου Σταθόπουλου*

Η πρόσφατη εκδημία του λαμπρού κλασικού φιλόλογου Θεοφάνη Κακριδή, εντείνει την εξελισσόμενη έκλειψη μιας ζωοποιού εθνικής πνευματικότητας που η απώλειά της βαθαίνει δυσοίωνα το συλλογικό μας δράμα. Στα καθ’ ημάς, τα ριζιμιά «πεζούλια» του «αντιστασιακού φρονήματος», στερεώθηκαν ανεπαίσθητα και από μια αστική λογιοσύνη με αίσθηση παιδείας και υγιή ελληνοκεντρισμό. Τώρα, στην άδοξη μνημονιακή έρημο, ο πολιτισμός εξατμίζεται μέσα στα χιλιάδες εισαγωγικά από τη βίαιη εθνική «αναδόμηση» και ο πολίτης υποβιβάζεται σε ανδράποδο επικυρίαρχων και ενστίκτων…

«Η καλύτερη εκπαίδευση, για την αληθινή ζωή, προέρχεται από τη γνώση της πραγματικής ιστορίας», δογμάτιζε ο Κακριδής δια της ρήσεως του Πολύβιου. Και, εξηγώντας τη διδακτική του, αποφαινόταν ότι «οι γενικές διαπιστώσεις και κρίσεις σωστό είναι να συνάγονται από τα πράγματα, όχι να δίνονται έτοιμες στον μαθητή». Πρόδηλη η ευλάβεια έναντι του σολωμικού προτάγματος, άμεσα σε ρήξη και με τον εθνικιστικό ιδεοληπτισμό και με τον φουτουριστικό Προκρούστη της «αφήγησης» και με τον περιρρέοντα κανιβαλικό υποκειμενισμό. Και αυτά, στη βάση της αποδοχής του πρωτείου των κλασικών ανθρωπιστικών σπουδών, μαρτυρούν μια εμβριθή και υγιή πρόσληψη του Διαφωτισμού, έναν λειτουργικό «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», με τον άνθρωπο του πνεύματος να είναι ζηλωτής της πεφωτισμένης διδαχής και όχι επαγγελματίας υπάλληλος μοντέρ ντιρεκτίβων.

Το «άδικο» αυτής της απώλειας συναρτάται και με την ηγεμονία των «ντοκτοράτων» νεοελίτ της «προόδου», που τέτοιους καιρούς εξοβελίζουν από τη Μέση Εκπαίδευση τον Επιτάφιο και την Αντιγόνη, σε μια στρατηγική «αποκλασικοποιημένου ορθολογισμού» υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ και των μετανεωτερικών «ιδρυμάτων». Ο Κακριδής, εμβαθύνοντας στη σχέση Πρόσωπο–Προσωπείο του «Βασιλιά της Ασίνης», και χλευάζοντας τον ένθεν κακείθεν γλωσσικό φορμαλισμό: απολυτοποιεί το καθαυτό μνημείο, το Κείμενο, από όπου παράγεται «ο καθολικός άνθρωπος-ο καλός καγαθός πολίτης». Ώριμα και με συνεπή επιστημονικότητα ενάντια στις «σύγχρονες τάσεις» που, μέσω Χομπσμπάουμ και Γκέλνερ, προκρίνουν ένα αρίζωτο και αβαθές «υποκείμενο δικαιωμάτων», αντί για μια «ψαγμένη» κριτική συνείδηση με ιστορικότητα και πολιτιστικό βάθος. Ο παλαιός καλός λόγιος αστός της συμμετοχής και του ανήκειν, ενάντια στους «αφηρημένους» του «μαζοδημοκρατισμού».

«Αυτή η πατρίδα μας έτυχε, κι εγώ την αγαπώ» ορκιζόταν στο ρεαλιστικό ήθος, δίνοντας στον πατριωτισμό την ανένδοτη νηφαλιότητα μιας αυτονόητης αξίας. Ο άνθρωπος έχει πατρίδα-μέρος της παγκόσμιας συνείδησης, κάθε πατρίδα έχει τον πολιτισμό της, κάθε πολιτισμός «αξιώνει» μια ενεργητική αγάπη (όχι ένα στοιχειωμένο φανατισμό). Ο ίδιος (αποκλίνοντας από τον ιδεολογικό «μακρυγιαννισμό» της Γενιάς του ‘30, αν και εγγράφεται «βραδυφλεγώς» στο πνευματικό της κλίμα) εστίασε στα «κλασικά γράμματα» ανακαλύπτοντας στην κλασική μας αρχαιότητα «ένα θαυμάσιο υπόδειγμα με τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές της. Η αρχαία φράση χτίζεται σε ένα “μεν και δε”». Όμορφη, δίκαιη, ισορροπημένη, αντισυνθηματολογική, βαθυστόχαστη εναντίωση στον μαζοδημοκρατικό μηδενιστικό αναθεωρητισμό.

Μεταφράζοντας Asterix (!) στην αρχαία ελληνική, και εγκωμιάζοντας «ένα γυναικείο φουστάνι που το σήκωσε ο άνεμος» μέσω της εθνικής ποιητικής διαχρονίας: δίνει στη φιλολογία το ζωτικό κύρος μιας πνευματικής τόλμης που αποδομεί κάθε τεχνητή αυστηρότητα. Έτσι, ο πολιτισμός επανυψώνεται στις μαγικές «μαδάρες» μιας ανθρωποκεντρικής συλλογικής ταυτότητας, ιδρύοντας Κοινότητα με ανοιχτούς ορίζοντες.

Λιγοστεύουν αυτοί που «κρατάμε όλοι μας από ένα κεράκι που σπάει το σκοτάδι». «Αποσύρονται» όσοι ένιωσαν τη συγκλονιστική απλότητα (συλλογισμών και διατύπωσης) με την οποία κατέρριψε τις ύπουλες υστερίες για τον «μύθο του Κρυφού Σχολειού». Αρνούμενος, με ευγενή επιστημοσύνη, τη δικτατορία των Αγορών και την κουλτούρα της, φώτισε άμεσα το θησαυρό της αρχαίας δημοκρατικής Αγοράς, τον ελληνικό «Ιορδάνη» τού Τις αγορεύειν βούλεται; Έναντι του χαοτικού απάνθρωπου πλανητικού πελάγους των like…

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!