Οι κινητοποιήσεις στο χώρο της Παιδείας είναι σημαντικές. Μερικοί χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν, συμμετείχαν στις απεργίες σε συνθήκες οικονομικά δύσκολες, συζήτησαν και αντάλλαξαν απόψεις, δημιούργησαν «παρέες» σε διάφορες περιοχές της χώρας. Εκφράζεται μια ανησυχία με τρόπο πιο ενεργό απ’ ό,τι συνήθως κι αυτό έχει από μόνο του σημασία. Δεν είναι όμως εύκολο να καταγραφούν οι τάσεις και οι ψυχολογίες αυτής της αναστάτωσης – τα πράγματα είναι μπερδεμένα.
Σίγουρα, το ανακάτεμα που οι αλλαγές αυτές θα επιφέρουν στους πίνακες των αναπληρωτών παίζει κάποιο ρόλο. Είναι πολλοί αυτοί για τους οποίους το κάθε-χρονιά-αναπληρωτής έχει αποκτήσει μια κανονικότητα που τώρα φαίνεται να ταράζεται. Για άλλη μια φορά, τα πράγματα μοιάζουν αβέβαια. Από διάφορους προβλήθηκε το αίτημα της «μονιμοποίησης όλων των αναπληρωτών». Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι έχει μια βάση, σίγουρα δεν κατάφερε να πείσει καταρχήν τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους.
ΑΡΚΕΤΟΙ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΙ, μικρότεροι και ίσως με περισσότερα ακαδημαϊκά προσόντα, βλέπουν σε αυτό το νομοσχέδιο έναν τρόπο για να διεκδικήσουν μια θέση στην εκπαίδευση, πράγμα που αν αναλογιστούμε τις συνθήκες είναι εν πολλοίς αναμενόμενο. Ακόμα και όσοι απεργούν ενάντια σε αυτό που ονομάστηκε «προσοντολόγιο», δεν είναι προφανώς αδιάφοροι για πιστοποιήσεις που προσφέρουν μόρια. Είπαμε, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Το γενικό φόντο του ατομικού αγώνα λειτουργεί και δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί. Αυτή είναι μια ακόμα μεγάλη προσφορά της Αριστεράς. Να προτρέπει τους ανθρώπους να φτιάξουν το δικό τους success story, να χτίσουν το προφίλ τους, να πλουτίσουν τα βιογραφικά τους, να παλέψουν μόνοι τους. Και βέβαια, πληρώνοντας αδρά. Αν βέβαια αυτό προκαλεί σήμερα μια γόνιμη συζήτηση για το τι τελικά έχει αξία, η εμπειρία, τα πτυχία κ.ο.κ., αύριο ενδέχεται να δημιουργήσει ισχυρότερες πολώσεις εντός και πέριξ της εκπαίδευσης. Από τη μια αυτοί με τα «κωλόχαρτα», από την άλλη αυτοί που «βολεύτηκαν και δε φρόντισαν να επιμορφωθούν περαιτέρω». Να χαθεί δηλαδή το γενικό πλαίσιο, η μεγάλη Αδικία, και να κοιτάμε με μισό μάτι το διπλανό μας.
Όταν όλα μετριούνται τάχα αντικειμενικά –βλ. προϋπηρεσία και προσόντα– πρέπει να αναρωτηθούμε για το πόσο αντικειμενικό είναι το σχολείο που θα μας χωρέσει. Όταν όλα υπόκεινται σε τάχα συνταγματικές επιταγές –βλ. επεξηγήσεις Γαβρόγλου για το μείγμα μοριοδότησης– πρέπει να ορίσουμε τις ανάγκες από μια δικιά μας, δηλαδή του δημόσιου σχολείου, σκοπιά
Οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί, αν εξαιρέσουμε τους ανθρώπους που εμπλέκονται με κάποιο τρόπο στα κοινά και τις συνδικαλιστικές διαδικασίες, δεν φάνηκε να συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Μοιάζει περισσότερο να επικρατεί μια παγωμάρα, μια μορφή αποφυγής για ό,τι «στα χαρτιά» δεν τους αφορά άμεσα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ένα σύνολο νομοθετημάτων και οδηγιών αλλάζει με τρόπο συχνά σιωπηλό αλλά μεθοδικό το χαρακτήρα του σχολείου και της εκπαίδευσης. Γιατί εδώ και καιρό, και εντός των μονίμων, έχει αρχίσει το κυνήγι των προσόντων.
Ο ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣ κόσμος είναι σχετικά προσγειωμένος. Δεν είναι μονάχα απαισιοδοξία, αλλά και αναγνώριση ότι οι απαιτήσεις για μεγάλες διεκδικήσεις είναι πολύ πιο ανεβασμένες απ’ αυτό που ζήσαμε και ζούμε αυτές τις μέρες. Μπορεί κάποιοι κύκλοι να φαντασιώνονται «συναγερμούς» και «ξεσηκωμούς», μπορεί οι εικόνες της καταστολής να εξοργίζουν, όμως τα πράγματα κυλούν διαφορετικά και δυσκολότερα. Αυτή η βιασύνη, όταν «κάτι κουνιέται», να θέλουμε να το στριμώξουμε στο σχήμα «τώρα θα γίνει χαμός» δε βοηθά, ενίοτε κουράζει. Κι όμως, φαίνεται ότι υπάρχει πολύς κόσμος που μπορεί να πλαισιώσει διεργασίες που να ξεπερνούν το σχήμα «πίεση για απεργία σε ΟΛΜΕ και ΔΟΕ – κέντρο αγώνα – διαδήλωση – καθιερωμένη σύγκρουση με τα ΜΑΤ» ή τις μαζώξεις και τα λογύδρια συνδικαλιστών αλά ΠΑΜΕ. Στην πραγματικότητα, έτσι όπως κύλησαν τα πράγματα, υπήρξε επίγνωση ότι πρόκειται για μια διαμαρτυρία και λιγότερο σαν κάτι που να έχει μια προοπτική. Αυτό το αναγκαίο «εμείς» μέσα στους χώρους της εκπαίδευσης θέλει δουλειά για να φτιαχτεί. Παρόλα αυτά, η συνύπαρξη εντός κινητοποίησης, η συνάντηση, η ταυτότητα του εκπαιδευτικού γενικά και όχι του τάδε ή δείνα κλάδου ή ειδικότητας είναι σημαντικό στοιχείο.
Αυτό το τελευταίο είναι τελικά και το πιο κρίσιμο. Όταν όλα μετριούνται τάχα αντικειμενικά –βλ. προϋπηρεσία και προσόντα– πρέπει να αναρωτηθούμε για το πόσο αντικειμενικό είναι το σχολείο που θα μας χωρέσει. Όταν όλα υπόκεινται σε τάχα συνταγματικές επιταγές –βλ. επεξηγήσεις Γαβρόγλου για το μείγμα μοριοδότησης– πρέπει να ορίσουμε τις ανάγκες από μια δικιά μας, δηλαδή του δημόσιου σχολείου, σκοπιά. Όταν παρουσιάζεται η εικόνα, ότι κάποιος σημαντικός διάλογος γίνεται για την Παιδεία, θα πρέπει να θυμίζουμε στον υπουργό πόσο έχει ήδη συμβάλει στη διάλυση. Δίχως, όλα αυτά, θα ψάχνουμε ματαίως το δίκιο μας.