του Θανάση Μουσόπουλου*

Δύο συμμαθητές πρωτοπόρους και ριζοσπάστες θα παρουσιάσουμε στο κείμενό μας: τον Eμμανουήλ Pοΐδη και τον Δημήτριο Βικέλα.

Ο Μάριο Βίττι, στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, για τον Ροΐδη και το έργο του «Πάπισσα Ιωάννα» σημειώνει ότι είναι «ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής στάθμης, ένα παιχνίδι πολύ μεγάλης διανοητικής κομψότητας», ενώ για τον Βικέλα και το έργο του «Λουκής Λάρας» παρατηρεί ότι το έργο «θεωρήθηκε έργο ανανεωτικό που προαναγγέλλει τον ρεαλισμό επειδή χάρη στη μετριοπάθεια του συγγραφέα εγκαταλείπει τη ρητορεία του ηρωισμού».

Θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε τις παραπάνω θέσεις.

***

Ο Eμμανουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία, εγκαθίσταται στη Γένοβα όπου η φιλελεύθερη επανάσταση του 1848-49 τον σημαδεύει αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Πηγαίνει στο Bερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας. Aπό το 1864 και μετά ζει μόνιμα στην Aθήνα. Tο 1866 κυκλοφορεί το βιβλίο του «H Πάπισσα Iωάννα», το οποίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα), αλλά με τις συνεχείς εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Ο Ροΐδης ήταν ο πρώτος που μετέφρασε στα Ελληνικά τα έργα Μπωντλέρ, Πόε, Ντοστογιέφσκι. Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

Πρωτοπόρος και διαχρονικός – μικρό δείγμα: «Τα δάση κατατρώγουσιν αι αίγες ή ερημούσιν αι ανά παν έτος αναπτόμεναι προς αύξησιν της βοσκησίμου εκτάσεως πυρκαϊαί, των οποίων αδύνατον είναι να ευρεθώσιν και να τιμωρηθώσιν οι πασίγνωστοι αυτουργοί, διά τον λόγον ότι δεν έχουν ψήφους τα δέντρα και έχουσι ψήφους οι αιγοβοσκοί».

Το 1904, στο θάνατο του Ροΐδη ο Παλαμάς γράφει κάτι που μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «Τις οίδεν επί πόσον καιρόν ακόμη, και τις οίδεν αν δεν ζήση εις αιώνα ο συγγραφεύς και ο αγωνιστής, όστις εχάραξε λεπτήν, αλλά και πόσον καθαράν την σφραγίδα του, και πόσον ιδιότυπον εις έργα μεστά από την αίσθησιν του ορθού, και εις έργα γεμάτα από την αίσθησιν του καλού».

Ο Τάσος Βουρνάς σημειώνει: «Η σάτιρα πια κι όχι το χιούμορ στον έντεχνο λόγο, μας φέρνει κατευθείαν στον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον γκρεμιστή και το χαλαστή, που χλευάζει τα πάντα στην εποχή του με μια φίνα διαβολικότητα».

Για να γράψει την περίφημη «Πάπισσα Ιωάννα» έψαξε και την πιο μικρή λεπτομέρεια μέσα από μια πλούσια βιβλιογραφία. Το αποτέλεσμα; ένα «πανόραμα» του μεσαιωνικού κόσμου.

Παρακολουθούμε στο έργο τη ζωή της Ιωάννας που μεταμφιεσμένη σε άνδρα ανέρχεται στην εκκλησιαστική ιεραρχία, γίνεται πάπας, κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας –όντας έγκυος– αποβάλλει και πεθαίνει.

Λίγα αποσπάσματα για το χιούμορ και το ήθος του έργου: «Η πλήξις και η αργία είναι, νομίζω, τα κυριώτερα ελατήρια της ευσεβείας. Εις ουρανόν ατενίζομεν τότε μόνον, όταν δεν έχωμεν τι να κάμωμεν ή να ελπίσωμεν επί της γης, τας δε αγίας εικόνας ασπαζόμεθα, οσάκις δεν έχομεν άλλο τι ν’ ασπασθώμεν. […] Αι κακαί νόσοι, η πανώλης, η ευλογία, ο έρως και τα εξ αυτού πηγάζοντα επώνυμα της ξανθής μητρός του πάθη έχουσι τούτο το καλόν, ότι άπαξ μόνον υποκείμεθα εις αυτά […] Μετά δε την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλην του να ενδυθή, ίνα γίνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας».

 ***

Ο Δημήτριος Βικέλας (Ερμούπολη 1835 – Αθήνα 1908) μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό και στη Σύρο. Μιλώντας για τους δημιουργούς του 19ου αιώνα, προβάλλει ένα χαρακτηριστικό πολύ συνηθισμένο τότε: είχαν μια ζωή εξωστρεφή, πολύπλευρη, πολυτάξιδη και ποικίλη.

Ο Δημήτριος Βικέλας επί 24 χρόνια εργάσθηκε στο Λονδίνο, διαμορφώθηκε πνευματικά έξω από τα ελληνικά σύνορα. Στο Λονδίνο και στο Παρίσι ασχολήθηκε με την ομογένεια. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1897, μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, και πάλεψε ποικιλότροπα για τη σφαιρική μόρφωση του λαού.

Το έργο του πολυσχιδές: μετάφραση της Εσθήρ του Ρακίνα, μετάφραση του Σαίξπηρ, κι ακόμη Ποίηση, Διηγήματα, Περιηγήσεις (Περί Σκωτίας), περίφημο μελέτημα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, για το Βυζάντιο, σύγχρονα ιστορικά έργα, και αναμφίβολα το ένα και μοναδικό αφήγημα, ο σημαντικός φιλολογικά «Λουκής Λάρας», 1879, που γράφεται στο Παρίσι, αλλά εκδίδεται στην Αθήνα σχεδόν ταυτόχρονα.

Ο Βικέλας στο Παρίσι συμμετείχε στη διεθνή συνάντηση για τον αθλητισμό το 1894, όντας πρώτος Πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, αλλά και ο άνθρωπος ο οποίος έφερε την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα (1896).

Ο «Λουκής Λάρας» (1879) κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Χιώτης Λουκής από τη Σμύρνη όπου εργάζεται, επιστρέφει στη Χίο το 1821. Η Μεγάλη Σφαγή της Χίου το Πάσχα του 1822 βρίσκει τους Χιώτες απροετοίμαστους και μόνους. Ο συγγραφέας παρουσιάζει πολλές πλευρές της ζωής του ήρωα που επιστρέφει αργότερα κρυφά στη Χίο, για να ξεθάψει τα ασημικά και τα κοσμήματα που με τον πατέρα του είχαν κρύψει στον κήπο του σπιτιού φεύγοντας.

Από τον ρομαντισμό ο συγγραφέας προχωρεί προς τον ρεαλισμό και την ηθογραφία.

«Ότε την αυγήν ήνοιξαν οι φύλακες την πύλην, εμάθομεν ότι αφ’ εσπέρας είχεν έλθει διαταγή να οπλισθώσιν οι Τούρκοι· διά τούτο οι νυκτερινοί τουφεκισμοί και οι αλαλαγμοί των. Αλλά προς τι ο εξοπλισμός; Πόθεν ο προκαλέσας το διάταγμα κίνδυνος; Τοιαύτας ερωτήσεις απηυθύνομεν προς τους έξωθεν ερχομένους, αλλ’ ουδέν ακριβές επληροφορούμεθα. Είς έλεγε, στάσις των Γενιτσάρων άλλος, πόλεμος Ρωσσικός· τινές εψιθύριζον, επανάστασις των Χριστιανών.

[…] Την επιούσαν υπήγομεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν. Κατ’ εκείνην την Κυριακήν δεν επρόκειτο να ομιλήση ιεροκήρυξ, ώστε το πλήρωμα της εκκλησίας είδε μετ’ απορίας τον ιερέα αναβαίνοντα επί του άμβωνος. Δεν ανέβη να μας διδάξη τον λόγον του θεού, αλλά προς ανάγνωσιν Πατριαρχικού αφορισμού.

Αι ειδήσεις δεν ήρχοντο μέχρις ημών ούτε τακτικώς ούτε ακριβώς, αλλ’ έφθανεν όπως δήποτε έως των μυχών του Χανίου μας η αντήχησις των πρώτων εκείνων της εθνεγερσίας σεισμών. Ούτως εμανθάνομεν τα εν Βλαχία συμβαίνοντα, ούτως ηκούσαμεν μίαν ημέραν, ότι ο Μωρέας εσηκώθη, ότι ο αρχιεπίσκοπος Πατρών και οι προεστώτες της Πελοποννήσου ετέθησαν επί κεφαλής του κινήματος – συγχρόνως δε ήλθεν η φήμη, ότι η Ύδρα και αι Σπέτσαι επανέστησαν».

Κλείνοντας το κείμενό μας για τον Δημήτριο Βικέλα, θα παραθέσουμε απόσπασμα από κείμενο του 1889 – διαχρονικό και πάντοτε επίκαιρο, που αποδεικνύει το βάθος του έργου του.

«Η ἀληθὴς πληγὴ τῆς Ἑλλάδος εἶναι τὸ δὲν πειράζει, μοῦ ἔλεγε μίαν ἑσπέραν ὁ μακαρίτης Παλάσκας […] Ἡ μόνη διαφορὰ εἶνε, ὅτι ἀλλαχοῦ ἡ διαφθορὰ στηλιτεύεται εὐκολώτερον ἢ παρ’ ἡμῖν. Ἐν Ἑλλάδι τὴν προστατεύει τὸ αἰώνιον δὲν πειράζει. Δὲν πειράζει τοῦτο, δὲν πειράζει ἐκεῖνο! Ἡ ἀνοχὴ τοῦ Ἕλληνος εἷνε ἀπεριόριστος!».

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!