Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο 

«Ο μπαμπάς πετυχαίνει τη μαμά στην κουζίνα να καθαρίζει κρεμμύδια, σ’ αγαπάω της λέει, αυτό είναι Καρυωτάκης του λέω, σηκώνει το χέρι του και μου ρίχνει ένα σκαμπίλι. Γι’ αυτό σε στέλνω στο σχολείο, ρε βλαμμένο; Ένα κι ένα κάνουν δύο, δύο και δύο κάνουν μια οικογένεια, είμαστε τέσσερις, αλλά εγώ θα ήθελα να ήμασταν τρεις: να σκότωνα τον μπαμπά την ώρα που θα έφευγε για τη δουλειά…»

Δημοσιογράφος και συγγραφέας ο Διονύσης Μαρίνος, με το νέο του βιβλίο, Όπως και αν έρθει το βράδυ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι, μετά από δυο μυθιστορήματα, μια νουβέλα και μια ποιητική συλλογή μας μεταφέρει μέσα από τη μορφή του διηγήματος στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Ιστορίες πίσω από τις κλειστές πόρτες. Μια λεπτή ανατομία χαρακτήρων που ζωντανεύουν με εξαιρετικό τρόπο, όπου δεν λείπει ούτε η συμπόνια, ούτε όμως και η κριτική απόσταση, που φθάνει ως τη σάτιρα.

Η μοναξιά, η ελληνική οικογένεια, άνθρωποι «διαφορετικοί», που η σημερινή κοινωνία οδηγεί στο περιθώριο. Ο συγγραφέας μας τους αποκαλύπτει μέσα από τις ιστορίες του, που συχνά κρύβουν και το στοιχείο της έκπληξης.

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Πόσο το ένα επηρεάζει το άλλο;

Προσπάθησα από την πρώτη στιγμή η μια ιδιότητα να μην μπλέκεται στα πόδια της άλλης. Μόνο κακό θα μπορούσε να προκαλέσει η συνύπαρξη. Για πολύ κόσμο, φαίνεται λογικό ένας δημοσιογράφος να γίνει και συγγραφέας από τη στιγμή που καταγίνεται με τις λέξεις. Η δική μου εντύπωση είναι λίγο διαφορετική: η δημοσιογραφική γλώσσα είναι αρκετά τεχνική και φορμαλιστική – ειδικά αυτή του ρεπορτάζ. Άλλο δεν κάνει από το να «ρουφάει» τους χυμούς των λέξεων και των εννοιών προσπαθώντας να τους προσδώσει μια συγκεκριμένη νοηματοδότηση. Σε αντίθεση με τη γλώσσα της λογοτεχνίας που έχει μια ενδιαφέρουσα βιαιότητα. Σου δίνει τη δυνατότητα να μεταγγίζεις τα πράγματα και τους ανθρώπους με νέο αίμα. Η λογοτεχνία είναι μια νέα διάταξη του υπάρχοντος κόσμου. Ένα σχόλιο πέραν του παραδεδεγμένου. Μια άλλη εκδοχή. Για να απαντήσω, λοιπόν, ευθέως: είμαι κάπως σαν τον Δόκτωρ Τζέκιλ και τον μίστερ Χάιντ. Γίνομαι άλλος όταν γράφω δημοσιογραφικά κείμενα και εντελώς άλλος όταν αποφασίζω να γράψω λογοτεχνία.

 Οι παπαρούνες που φυτρώνουν στην πολυκατοικία σε ένα από τα διηγήματά σου, μου θύμισαν μια εικόνα που είδα στη Βίλα Γαλήνη στον Πόρο με τις σκάλες της γεμάτες κυκλάμινα… Και σκέφτηκα: Πόση ποίηση χωρά μέσα σε ένα διήγημα; Τι λες εσύ που έχεις υπηρετήσει και τα δυο είδη;

Νομίζω πως η ποίηση υπάρχει ακόμη και όταν δεν την βλέπουμε. Δεν είναι οι λέξεις μόνο ή οι στίχοι. Δεν είναι ο έμμετρος λόγος ή η εκφορά ενός ιδιαιτέρως ενδομορφικού λόγου. Πάνω από όλα, η ποίηση είναι η έκφραση μιας εσωτερικής φωνής που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι – απλώς οι ποιητές έχουν την ικανότητα να την μεταφράζουν σε λέξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν διαθέτουν μέσα τους ατόφια την ποίηση. Νομίζω όλοι μας, κατά τη διάρκεια της ζωής μας, έχουμε αποτυπώσει εικόνες, λόγια, νεύματα, κινήσεις που φέρουν μια άλλη θερμοκρασία και τότε λέμε «ναι, αυτό είναι ποίηση». Υπό αυτό το πρίσμα, οι παπαρούνες μπορούν να φυτρώσουν σε μια πολυκατοικία. Όλα επιτρέπονται, που έλεγε και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ.

Οι «διαφορετικοί» άνθρωποι σε απασχολούν ιδιαίτερα. Τι είναι αυτό που σε κάνει να θες να δεις μέσα από τα δικά τους μάτια;

Θα απαντήσω λίγο ανάποδα: γιατί η τέχνη δεν ενδιαφέρεται για τον «κοινό» τόπο; Γιατί, άραγε, η ευτυχία να μην μπορεί να δώσει μεγάλη τέχνη; Φυσικά υπάρχουν παραδείγματα αισιόδοξων βιβλίων, όμως, μάλλον περιπτωσιολογούμε. Προσωπικά, με ενδιαφέρουν οι καθημερινοί άνθρωποι που κάτω από τον μανδύα της κανονικότητάς τους κουβαλούν μια φωτιά που καίει. Κάτι ματαιωμένο, μια έλλειψη, μια απουσία, ένα άχτι που δεν βρίσκει τρόπο να βγει από μέσα τους. Όταν, όμως, το κάνει συμπαρασύρει όλη τους τη ζωή. Ασχολούμαι με τους ανθρώπους που δεν μασκαρεύουν τον καημό τους.

«Η λογοτεχνία δεν είναι δημοσιογραφία για να ασχολείται με το κοινωνικό μέρισμα, τα Eurogroup και τα μνημόνια. Ο καθείς και τα όπλα του. Κατά τη γνώμη μου η σημερινή πολιτική σκηνή παίζει με άσφαιρα, τη στιγμή που η τέχνη μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιές»

Η σάτιρα είναι παρούσα σε πολλά από τα διηγήματά σου και συχνά στο στόχαστρό της οι οικογενειακές σχέσεις. Τι σε ενοχλεί στον τρόπο που διαμορφώνεται η οικογένεια σήμερα;

Δεν ξέρω αν με ενοχλεί. Αντιλαμβάνομαι πως η οικογένεια είναι ο βασικός θύλακας σε μια κοινωνία. Από εκεί ξεκινούν τα πάντα: και τα καλά και τα άσχημα. Ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της εφηβείας μου ήταν το «Barbarism begins at home» των Smiths. Δεν το λες και πολύ εγκωμιαστικό για την οικογενειακή θαλπωρή. Περισσότερο με ενδιαφέρει τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Τη στιγμή που κάποιος διπλοκλειδώνει την εξώπορτά του και αμύνεται απέναντι στον έξω κόσμο. Μεγάλωσα με μια κανονική οικογένεια, όπως λέει και μια ηρωίδα ενός από τα διηγήματά μου. Ακόμη και τώρα, αν με ρωτήσει κανείς, δεν θα ξέρω να του απαντήσω τι σημαίνει αυτό. Ξέρω τι σημαίνει να μεγαλώνεις σε μια οικογένεια που κατοικεί στο βασίλειο της βίας – δεν το έχω ζήσει, αλλά το γνωρίζω. Όμως, η ευταξία της κανονικής οικογένειας, μπορεί κι αυτή με τη σειρά της να κρύβει αρκετή καταπιεσμένη βία.

Θα έγραφες ένα «πολιτικό» μυθιστόρημα για τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;

Στην πραγματικότητα το έχω κάνει με το προηγούμενο βιβλίο μου, Ουρανός κάτω (εκδ. Πάπυρος), αν και η ιστορία δεν διαδραματίζεται στην Ελλάδα, αλλά σε έναν τόπο που δεν δηλώνεται και οι αναφορές είναι έμμεσες. Έτσι και αλλιώς, τα πάντα είναι πολιτική και κάθε βιβλίο φέρει μια πολιτική έκφανση ακόμη κι αν δεν το επιθυμεί. Πολιτική παράγουν ακόμη και οι λεγόμενες «ροζ» ιστορίες. Άλλο δεν κάνουν από το να αναπαράγουν τον μικροαστισμό που φόρεσε πέρλες και ταγιέρ. Επομένως, ναι, θα έγραφα ξανά ένα τέτοιο μυθιστόρημα, δίχως όμως να πέσω στην παγίδα της επικαιρότητας. Η λογοτεχνία δεν είναι δημοσιογραφία για να ασχολείται με το κοινωνικό μέρισμα, τα Eurogroup και τα μνημόνια. Ο καθείς και τα όπλα του. Κατά τη γνώμη μου η σημερινή πολιτική σκηνή παίζει με άσφαιρα, τη στιγμή που η τέχνη μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιές.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!