Στις παλιές και νέες προκλήσεις απαντάμε με… κοινά Υπουργικά Συμβούλια

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

 

Μόνο ως εξωφρενική, παράλογη και εξευτελιστική μπορεί να χαρακτηριστεί η απόφαση να συνέλθει στην Αθήνα η επιτροπή συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, δηλαδή τα Υπουργικά Συμβούλια των δύο χωρών, σε κοινή συνεδρίαση. Πολύ περισσότερο που η σύγκληση αυτή συμπίπτει με την κλιμάκωση της έμπρακτης παραβίασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη θάλασσα νοτίως του νησιού κατά τρόπο πρωτοφανή μετά την εισβολή του 1974. Ουσιαστικά, η Αθήνα από τη μία αυτοεξευτελίζεται και από την άλλη δίνει, με τον τρόπο αυτό, «πράσινο φως» στην Άγκυρα να συνεχίσει και να κλιμακώσει τις προκλήσεις της.

Έχουμε φτάσει στο σημείο να χρειάζεται τώρα να υπενθυμίσουμε -μην το ξεχάσουμε κι εμείς οι ίδιοι, όπως πάνε να το ξεχάσουν η χώρα, οι πολιτικοί και τα «Μέσα» της- ότι η Τουρκία έχει καταλάβει και διατηρεί υπό κατοχή τη μισή Κύπρο, το 80% του πληθυσμού της οποίας είναι Έλληνες, με μία στρατιωτική επιχείρηση που είχε (αναλογικά με τον πληθυσμό) περισσότερα θύματα από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Έδιωξε από τα σπίτια τους 250.000 Έλληνες, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και την απειλεί μονίμως με κατάλυση. Απειλεί λόγω και έργω την Ελλάδα και την Κύπρο με πόλεμο, ιδίως αν η Αθήνα εφαρμόσει τα δικαιώματά της, όπως αυτά απορρέουν από τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (επέκταση χωρικών υδάτων). Παρατάσσει μία τεράστια στρατιωτική μηχανή από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο, περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου αποβατικού στόλου στον κόσμο, που ελλιμενίζεται απέναντι από τα ελληνικά νησιά και γυμνάζεται ετησίως στην κατάληψή τους, υποχρεώνοντας επί τέσσερις δεκαετίες την Ελλάδα σε εξοπλιστικό ανταγωνισμό, που την κατέστρεψε. Έχει εδαφικές διεκδικήσεις σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο.

Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, η Ελλάδα να κάνει, με μία χώρα που συμπεριφέρεται έτσι, κοινά υπουργικά συμβούλια, ωσάν όχι μόνο να μην τρέχει τίποτα, αλλά να είμαστε οι καλύτεροι δυνατοί φίλοι; Ποιος θα σεβαστεί μία χώρα που συμπεριφέρεται όπως η Ελλάδα; Πώς είναι δυνατόν να κάνει η Αθήνα τέτοιες συναντήσεις – πολύ περισσότερο τη στιγμή που η Άγκυρα εμπράκτως αμφισβητεί την κυριαρχία της Κύπρου και, μάλιστα, νοτίως του νησιού, κάτι που δεν έχει ξανακάνει μετά το 1974; Είναι τόσο τραγελαφικά όλα αυτά, που σχεδόν δεν επιτρέπουν τον σχολιασμό. Το μόνο συμπέρασμα που πολύ λογικά θα βγάλει η Άγκυρα είναι ότι η Αθήνα είτε δεν ενδιαφέρεται για το τι κάνει η Τουρκία στην Κύπρο, είτε τρέμει την αντίδρασή της. Ταυτόχρονα, διάφοροι που εργάζονται συστηματικά και υπογείως εδώ και δεκαετίες για την «απομάκρυνση» Κύπρου και Ελλάδας για λογαριασμό ξένων δυνάμεων, θα χρησιμοποιήσουν και αυτό το γεγονός για να ενσταλάξουν στο κυπριακό συλλογικό ασυνείδητο την άποψη ότι αλλού θα βρει «σωτηρία» το νησί, ενώ θα ενισχύουν στο ελλαδικό την εξοικείωση με την αδιαφορία για την Κύπρο.

 

«Διπλωματία εισαγωγής και υπαγόρευσης»

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Αθήνα οργανώνει τέτοια «κοινά υπουργικά συμβούλια» μόνο με την Τουρκία και το Ισραήλ. Δεν έχει ποτέ οργανώσει με την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως θα ήταν πολύ λογικότερο, ούτε με κάποιον από τους Ευρωπαίους «εταίρους» ή τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, η ελληνική διπλωματία δεν σκέφτηκε μόνη της τέτοια Υπουργικά Συμβούλια. Η ιδέα είναι εισαγωγής, όπως και πολλές άλλες. Η ιδέα σύγκλησης κοινών Υπουργικών Συμβουλίων με την Τουρκία (όπως και με το Ισραήλ) αντανακλά την πρόθεση του «διεθνούς παράγοντα», δηλαδή του άξονα Ισραήλ-ΗΠΑ, να «ολοκληρώσει» την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου υπό την αιγίδα του. Ανοιχτό και αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης μεταξύ Άγκυρας, Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ παραμένει το ερώτημα του ρόλου και του ακριβούς μεριδίου της Τουρκίας, το αν, δηλαδή, Ελλάδα και Κύπρος θα υπαχθούν σε μια αμερικανο-τουρκική (όπως ήταν έως πρόσφατα το σχέδιο) ή σε μία αμιγώς αμερικανο-ισραηλινή ζώνη επιρροής. Και στις δύο περιπτώσεις το βέβαιο είναι ότι προβλέπεται να μην ενταχθούν ως ανεξάρτητα, στοιχειωδώς κυρίαρχα κράτη.

Έτσι φτάσαμε στην εξής τραγελαφική κατάσταση: Ο ξένος παράγων έβαλε στον μηχανισμό της ελληνικής διπλωματίας το software της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων, αφού γίνεται με την Τουρκία σε πλήρη διεκδικητική-επιθετική διάταξη. Ταυτόχρονα, του ‘χωσε και το software της ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης με υποτιθέμενη δικαιολογητική βάση τη συμμαχία με το Τελ Αβίβ εναντίον της Άγκυρας. Όχι μόνο τα δύο «προγράμματα» είναι ξένα, εισαγωγής, αλλά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους! Φυσικά, όπως και πολλά άλλα, αυτό ήταν το έργο του βασικότερου καταστροφέα της Ελλάδας και της Κύπρου τη δεκαετία του 2000, δηλαδή του «Aμερικανού» Γιώργου Παπανδρέου, υπό την εποπτεία του Άλεξ Ρόντος (όπως κάποτε του Τομ Καραμεσίνη ή του Αβρακώτου). Αρχιτέκτων και της ελληνοτουρκικής και της ελληνοϊσραηλινής φιλίας, όπως και της μνημονιακής υποδούλωσης, ο Ρόντος κατάφερε να έχει τις καλύτερες των σχέσεων τόσο με το «αμερικανικό» ΠΑΣΟΚ όσο και με μία πτέρυγα της «εθνικής» ελληνικής και κυπριακής Δεξιάς!

Τόσο η σύγκληση της ελληνοτουρκικής επιτροπής σε τέτοια συγκυρία, όσο και η απουσία ευρύτερων αντιδράσεων αντανακλούν ένα είδος σχεδόν «εγκεφαλικού θανάτου» της χώρας (και της πολλαπλά αλληλοεξαρτώμενης Κύπρου), την απουσία στοιχειωδών ρεφλέξ, την όλο και μεγαλύτερη αδυναμία και απροθυμία του πολιτικο-κρατικού προσωπικού της Ελλάδας να επιτελέσει τις πιο στοιχειώδεις λειτουργίες υπεράσπισης του ελληνικού έθνους-κράτους και των πιο ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού λαού σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των διεθνών οικονομικών όσο και των «κλασσικών» εξωτερικών σχέσεων. Στον πέμπτο χρόνο του Μνημονίου το ελληνικό «κράτος-έθνος» σταδιακά παραλύει και «πεθαίνει», τουλάχιστον ως προς τις κάπως ανεξάρτητες λειτουργίες του. Εξακολουθεί να υπάρχει μόνον ως τοπικός αποικιακός σταθμός της τρόικας και του Μνημονίου. Στον τομέα της οικονομίας εφαρμόζει τις εντολές της τρόικας, στον τομέα της γεωπολιτικής των πιο «παραδοσιακών» νταβατζήδων («ναυτικές δυνάμεις»).

 

Γεωπολιτική και Μνημόνιο

Όλα αυτά γίνονται σε περιβάλλον ακραίας σύγχυσης, είδος προϊούσης εθνικής άνοιας, τα συμπτώματα της οποίας είναι προφανή από καιρό και χωρίς, άλλωστε, την οποία δεν θα ήταν ποτέ δυνατή η εμφάνιση προτάσεων όπως το Σχέδιο Ανάν για την «επίλυση του Κυπριακού» με κατάλυση του κυπριακού κράτους (πολιτική που συνέχισε ο Χριστόφιας και τώρα ο Αναστασιάδης) ή της Δανειακής και του Μνημονίου, που προέβλεψαν την κατάλυση του ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικοί, π.χ. οι διθύραμβοι μεγιστοποίησης των ελάχιστων αφελών που μπορεί κανείς να αναμένει από τις τριμερείς ή τετραμερείς με τον Σίσι της Αιγύπτου, που εμφανίζεται στους «ιθαγενείς», εν Ελλάδι και εν Κύπρω, ως μία τεράστια επιτυχία, αλλά που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει πολύ συγκεκριμένα τα οφέλη από αυτή.

Οι τουρκικές προκλήσεις επέτρεψαν στο μεταξύ στο Ισραήλ να εμφανιστεί ως «προστάτης» της Κύπρου, στην πραγματικότητα όμως μόνο του «οικοπέδου 12», όπου δρα η αμερικανο-εβραϊκών συμφερόντων Noble και η ισραηλινή Delek.
Σήμερα όμως ακόμη πιο σημαντική απειλή από οποιαδήποτε μπορεί να προέλθει από την Τουρκία (και συμπληρωματική αυτής στην πραγματικότητα) είναι η μετατροπή, δια των Δανειακών και των Μνημονίων, σε αποικίες χρέους Ελλάδας και Κύπρου. Εκεί το Τελ Αβίβ θα μπορούσε, με την επιρροή που διαθέτει στην ΕΕ, στα παγκόσμια μίντια και στον διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα, να βοηθήσει πολύ την Αθήνα και την Λευκωσία. Προς τα παρόν όμως δεν έχουμε τίποτα τέτοιο. Από τότε που η Κύπρος σύσφιξε τις σχέσεις της με το Ισραήλ, διακήρυξε τη νέα πολιτικά με της ΑΟΖ και τα πετρέλαια και μισοκατέστρεψε τις σχέσεις της με τη Μόσχα, γνωρίζει τη μία καταστροφή μετά την άλλη. Το ότι αυτό θεωρείται επιτυχής πολιτική είναι ένα ακόμη σύμπτωμα της καθολικής «εθνικής άνοιας» του ελληνισμού.

Θα ήταν, λοιπόν, ευχής έργο οι πολλοί, οι κάθε είδους οπαδοί της ελληνο-ισραηλινής συμμαχίας σε Κύπρο και Ελλάδα, να στρέψουν εκεί την προσοχή τους. Να ζητήσουν από τον κ. Νετανιάχου, και τις δυνάμεις που επηρεάζει παγκοσμίως, να βοηθήσουν στην κατάργηση των αποικιακών δεσμών των δύο χωρών.

Για να ολοκληρώσουμε και οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά υποδεικνύουν με τη σειρά τους πόσο κρίσιμα ζητήματα θέτει οποιαδήποτε προσπάθεια αποτίναξης των νεο-αποικιακών μνημονιακών δεσμών. Μόνο μία δύναμη τύπου «ΕΑΜ», από την άποψη των δεσμών της με τον λαό, με πολύ επεξεργασμένη αίσθηση του διεθνούς περιβάλλοντος και στρατηγική, με βαθιά και ξεκάθαρη αντίληψη για τον ρόλο του έθνους στην εποχή και την περιοχή μας, με δίκτυο διεθνών συμμαχιών αλλά και με αληθινή αίσθηση του ιστορικού καθήκοντος και των υποχρεώσεών της απέναντι στον λαό που την ανέδειξε, θα μπορούσε να πάει σε διακοπή της μνημονιακής πορείας. Όποιος δοκιμάσει να συμβιβαστεί με το Μνημόνιο ή δεν προετοιμαστεί όπως πρέπει για τη σύγκρουση, μαζί του κινδυνεύει να χαθεί σε χρόνο ρεκόρ, εν μέσω νέων φοβερών ερειπίων.

 

(Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα, τεύχος 265)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!