του Νίκου Σταθόπουλου*

«Ακροβολιστικόν πόλεμον», αποκαλεί, στα πολύτιμα απομνημονεύματά του, ο Ν. Σπηλιάδης, την τακτική του κλεφτοπόλεμου που εφάρμοσε, με θαυμαστή νικηφόρα έμπνευση ο Κολοκοτρώνης. Και χάρη σ’ αυτή, το ‘21 πλήγωσε θανάσιμα το οθωμανικό θηρίο, δημιουργώντας, έστω και κολοβά, προϋποθέσεις εθνοκρατικής σύστασης.

Οι σκόρπιες «ομάδες αιφνιδιασμού» που μέσω ωρίμανσης των συνειδήσεων και χαρισματικής ηγεσίας, διασυνδέονται σε έναν μεγάλο, ευέλικτο Λαϊκό Στρατό. Άλλωστε, σε αυτή την πολεμική παρακαταθήκη και μνήμη, οικοδόμησε ο Άρης την οργανική έμπνευση της επικής πολεμικής πράξης του ΕΛΑΣ.

Η επιβεβλημένη πολιτική τάξη, τότε, απαιτούσε από τον Γέρο «να κρατήση εκ του συστάδην μάχην ολοσχερή», δηλαδή να οργανώσει τακτικό πόλεμο σε σχηματισμό παράταξης. Τα ακαδημαϊκά πολεμικά μοντέλα των «ειδικών» της Βόρειας Ευρώπης, προωθούμενα φορτικά κι από τους φιλέλληνες στρατιωτικούς, εκστασίαζαν το ξενόδουλο μυαλό του μαυροκορδατισμού, κάνοντας τό ξεπούλημα και κανονική εγκληματική βλακεία.

Με αυτό το ευρώδουλο πνεύμα του πιθηκισμού των «προηγμένων μοντέλων», στο Πέτα εξοντώθηκε το πρώτο τακτικό τάγμα (και σχεδόν όλοι οι Φιλέλληνες που πολέμησαν εκεί), ενώ στα μοιραία Τρίκορφα, «μετρήσαμε» εκατοντάδες νεκρούς και μια πανωλεθρία που, ισχυροποιώντας τον Ιμπραήμ, «δικαίωσε» την «αναγκαιότητα» του Ναυαρίνου.

Σήμερα, βρισκόμαστε στο day after ενός καινούργιου «Ναυαρίνου», μιας οργανικής «κατάκτησης» όπου οι εξωτερικοί, οι εσωτερικοί, οι συνειδησιακοί και οι πολιτισμικοί όροι, διαπλέκονται με δυναμική ολικής αναπαραγωγής. Δε μπορούμε να ρητορεύουμε με τις παλιές σημασίες και φραστικές δομές, μπορούμε μόνο να παράγουμε ελπίδες στις «φάμπρικες» των ουσιωδών μας αγώνων. Τα Βέρβενα δεν ήταν ένα «μοιραίο λάθος» (της «μη ταξικά ώριμης συνείδησης»), αλλά μια θετική αναγκαιότητα που δεν την χειρίστηκε ώριμα και διορατικά το λαϊκοδημοκρατικό στοιχείο της Επανάστασης. Ο πατριωτικός πόλεμος των καιρών μας είναι υποχρεωμένος να υπερβεί τις πιο θλιβερές κοινοτοπίες του, να γίνει τόσο εικονοκλαστικός που να τρομάξουν τα σάπια μας όνειρα.

***

Η διαρκής επικαιρότητα του ‘21, βρίσκεται στο γενικό του πνεύμα (ώριμο φρόνημα ελευθερίας, ακμαία και ανένδοτη αντιστασιακή ψυχολογία, ιεραρχημένη δημοκρατία βάσης, αυτενέργεια με ευθύνη και συναίσθηση του γενικού), αλλά και στην υψηλή αξία της «παραδοσιοκρατίας» που σφραγίζει την ιστορική του κουλτούρα. «Παραδοσιοκρατία» με την έννοια του δημιουργικού σεβασμού των εθνικών ιδιαιτεροτήτων.

Το ‘21 πολέμησε με τον τρόπο που είχε επεξεργαστεί επί αιώνες και που ήταν νηφάλια προσαρμοσμένος στα ταυτοτικά στοιχεία τού ελληνικού τόπου («τόπου» = χώρου και παράδοσης και συνείδησης). Το ‘21 δεν «φύτρωσε» μαγικά σε ένα ενοφθαλμισμένο εν Ελλάδι «θερμοκήπιο Διαφωτισμού», αλλά συγκροτήθηκε, εν όλω, εντός των ειδικών γνωρισμάτων του εξελισσόμενου «ελληνικού τρόπου». Δεν πρόκειται για μια «τεχνογνωσία-τεχνοκρατία», αλλά για ένα πνεύμα, ένα κοσμοείδωλο υλοποιημένο και στο πεδίο των μαχών.

***

Είναι, ακριβώς, το κλεφταρματολικό παρτιζάνικο που, πέραν της στρατιωτικής του κυριολεξίας, μπορεί να λειτουργήσει σαν ειδικό συμβολικό πεδίο ως προς τα πολιτικά ζητούμενα του παρόντος μας. Διότι δεν ήταν απλώς μια «στρατιωτική τεχνική», αλλά κάτι βαθύτερο: ένας θαυματουργός συνδυασμός της επίγνωσης των ειδικών περιστάσεων, της βαθιάς κατανόησης των συγκρουσιακών συνθηκών, της αφομοιωμένης σχέσης με το περιβάλλον, και, ίσως πάνω απ’ όλα, μιας πολεμικής ψυχολογίας θεμελιωμένης οργανικά στο πνεύμα ελευθερίας, το ατομικό αγωνιστικό πάθος, την συντονιζόμενη αφοσίωση όχι από διοικητικό καθήκον αλλά από κοινοτική συνείδηση, από πατριωτικό ιδανικό και από σεβασμό στις ιεραρχίες που καθόριζε η αυθόρμητη τάξη της ζωής.

Το –κατά Π.Κονδύλη– Είναι και Δέον, σε μια αρμονία ολοκληρωτικής ανατροπής της στατικής λογικής. Και ο «Μπραίμης» θα έχανε, τελικά, από το παρτιζάνικο του Γέρου που είχε τη σοφία να το στηρίξει αποφασιστικά στο εκπληκτικό «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

Ένας λειτουργικός αντιιδεολογισμός και μια «πρωτόγονη» υπέρβαση του γραφειοκρατισμού. Περνώντας από τη μακρόχρονη εθνική εμπειρία της ατομικής ληστρικοαρπακτικής ελευθεροφροσύνης, και απολήγοντας σε μια μαχόμενη πατριωτική συνείδηση, ο τρομερός Κλεφτοπόλεμος, πολεμική «μετάφραση» της αναδυόμενης νεοελληνικής εθνικής συνείδησης σύστησε ένα μοναδικό πρότυπο Αγώνα. Που και η θεμιτή «αρχή της αναλογίας» αλλά και καθαυτή η πολιτικοστρατιωτική υφή της κλέφτικης ομάδας (και κουλτούρας), καθιστούν τον κλεφτοπόλεμο σπουδαίο πεδίο μελέτης ως προς τα κοινωνικοπολιτικά του «μηνύματα»/μαθήματα επί των αναζητήσεων της σημερινής μας αμηχανίας.

Η διαρκής επικαιρότητα του ‘21, βρίσκεται στο γενικό του πνεύμα (ώριμο φρόνημα ελευθερίας, ακμαία και ανένδοτη αντιστασιακή ψυχολογία, ιεραρχημένη δημοκρατία βάσης, αυτενέργεια με ευθύνη και συναίσθηση του γενικού), αλλά και στην υψηλή αξία της «παραδοσιοκρατίας» που σφραγίζει την ιστορική του κουλτούρα. «Παραδοσιοκρατία» με την έννοια του δημιουργικού σεβασμού των εθνικών ιδιαιτεροτήτων

Διότι ζούμε εποχή ήττας, όχι απλά ως «δέσμες ιδεών» (προγράμματα και πολιτικές ιδεολογίες) αλλά ως πολιτισμικό παρών, ως πολιτική αντίληψη των πραγμάτων, ως ποιότητα λαϊκής διαθεσιμότητας, ως κοινωνία που πλέον είναι καταποντισμένη στις «αδούλευτες» αλήθειες της και στα «κρύψτα κάτω από το χαλί» αινίγματα του πεπρωμένου της, ως ιστορική οντότητα μετέωρη σε ένα κενό που είναι πρώτα και κύρια κενό εσωτερικά.

Και πιεζόμαστε, με χίλιες απάτες, αλχημείες και εκβιασμούς, να απαρνηθούμε τα λυτρωτικά «πάτρια» και να «ζήσουμε» εις το εξής ως παντοτινά κλινικώς νεκροί στις τερατώδεις ΜΕΘ των δυτικών ιδρυμάτων… Δηλαδή, ό, τι ακριβώς αρνήθηκαν οι Γίγαντες του εθνικοαπελευθερωτικού παρτιζάνικου, ο Γέρος, ο Γιος της Καλογριάς, ο Μάρκος. Είναι μια δυσοίωνη εποχή Επικυριαρχίας, μια κατάσταση ισχυρής υποτέλειας, και, με δεδομένα τα σύγχρονα τελειοποιημένα συστήματα χειραγώγησης, απαιτείται μια αντιστασιακή αίσθηση και άποψη μακράν κάθε «πεπατημένης» κοινοβουλευτικού και θεσμικού κρετινισμού. Δεν είναι απλά μια «φάση κάμψης», αλλά το «επόμενο πρωί» μιας νέας Άλωσης, η οργανική αποικιοποίηση, και, συνεπώς, η βαθιά μεταλλαγή όλων όσα γνωρίζαμε και «κάναμε παιχνίδι».

Γι’ αυτό και είναι χρήσιμη η σκέψη ενός «πολιτικού κλεφτοπόλεμου». Η άρθρωση μιας αντίστασης που θα εκκινεί από το δεδομένο μιας επιβεβλημένης Ισχύος, όχι μόνο κυρίαρχης στο πολιτικό παιχνίδι, αλλά με το ίδιο το πολιτικό παιχνίδι «σημαδεμένο» στο εσωτερικό της συγχυσμένης συλλογικής συνείδησης, και με αυξημένη τη δραστικότητα της μιντιακής εξουσίας. Κάθε τακτική μάχη είναι χαμένη, και κάθε ήττα επιπλέον θα προσθέτει ασήκωτα βάρη στην απογοήτευση και την αποθάρρυνση. Εκλογικισμός, «κεντρική πολιτική σκηνή», κομματική/προσωπική εξαργύρωση του εξαρσιακού πατριωτικού φρονήματος, είτε, από την άλλη, σεχταριστική ομφαλοσκόπηση και μασκαρεμένος μεταφυσικός χιλιασμός: είναι μια βαθιά προδοσία της «έμπρακτης φιλοσοφίας» του Αγώνα που θάμπωσε την οικουμένη με τα Δερβενάκια και την Αράχωβα.

***

Ο κλέφτης, στο βουνό, εκκινούσε από μια «έμφυτη» ανυπακοή που την «οργάνωνε» στη βεβαιότητα της πολεμικής ανημπόριας απέναντι στον πάνοπλο τύραννο. Η συνείδηση της αδυναμίας, στο «Μεγάλο» επίπεδο, αναδεικνύει την αναγκαιότητα της συγκρότησης στο «μικρό». Όχι για να εκπέσει το «μικρό» σε μια απολιθωμένη προσωπική αυτοεπιβεβαίωση, αλλά για να σπουδάσει την πραγματικότητα και να «συναντηθεί» με όλα τα «μικρά» του τόπου. Μόνο έτσι η «επανάσταση» δεν είναι πραξικόπημα, αλλά «ώριμο τέκνο της ανάγκης».

Η κλέφτικη ομάδα είναι, αναλογικά, το μοντέλο μιας επιθετικής αντίστασης εντός των ρεαλισμών του όντως πραγματικού. Μια μοναδική διασπορά πρωτοπορίας χωρίς ίχνος διαχωρισμού και με βαθύτατη τη σχέση με την αληθινή ζωή.

Το «λημέρι» δεν ήταν ένα τυπικό καταφύγιο και ορμητήριο, αλλά ένας «τόπος» όπου η συνείδηση διαμορφωνόταν ερήμην της περιβάλλουσας θεσμικής μιζέριας και αναπτυσσόταν σε δομημένο πολεμικό φρόνημα με όρους αυτόνομης δυνατότητας. Δεν ήταν, λοιπόν, «σκήτη» και «σέχτα», αλλά πόλος ανάδρασης σε σχέση με το «αντικειμενικό» της κατάκτησης και του ραγιαδισμού. Ο κλέφτης δεν είχε αυτοσκοπό την «έξοδο», αλλά τη μεθόδευε στοχευμένα, και δεν είχε, επίσης, αυτοσκοπό την «καταφυγή», αλλά την ένιωθε σαν «ελεύθερο χρόνο» για λειτουργικό αναστοχασμό.

Α και Ω της κλέφτικης ύπαρξης ήταν το σαμποτάζ, η πρόκληση αναταραχής, μέσω μικροσυλλογικών ενεργειών που μετέδιδαν αυτοπεποίθηση και χαρμόσυνη ενόραση. Ο Κλέφτης δεν «καθάριζε» ρομπινχουντικά αλλά δίδασκε πατριωτική αντίσταση βασισμένη στις δυνάμεις των πατριωτών. Ο κλεφτοπόλεμος ήταν γίγνεσθαι και προετοιμασία και προαναγγελία γενικού πολέμου.

Και το «ταμπούρι» δεν ήταν απλά μια πρόχειρη οχυρωματική κατασκευή, αλλά ένα τελεσίδικο οριακό σημείο, όπου το νόημα βρισκόταν ολωσδιόλου στην απόφαση. Λείπουν, σήμερα, τα «ταμπούρια», οι αγωνιστικές θέσεις, οι εγκαθιδρυμένες στη διαλεκτική που συνδέει το «γιουρούσι» με την «απάθεια», την επίθεση με την άμυνα, αλλά σε κάθε περίπτωση, τη «μαγική» εσωτερική και πρακτική συσχέτιση της «στιγμής» με τη «διάρκεια». Στο «ταμπούρι» η ώρα είναι πάντα «τελευταία», άρα είναι «νυν υπέρ πάντων ο αγών», η απόλυτη συγχώνευση της θεωρίας με την πράξη.

***

Η αποξένωση της πολιτικής από τα θεωρητικά «υποκείμενα» απηχεί έναν μικρόμυαλο αυταρχισμό, και στον ορίζοντά της είναι ολέθρια, αφού αφήνει όλη την ενεργητικότητα σε ένα εξελιγμένο σύστημα κυριαρχίας. Το ξαναζωντάνεμα της δημοκρατικής πολιτικής σχέσης προϋποθέτει την αμεσότητα επεμβάσεων με κύκλους κινητοποιήσεων. Κανείς «λαός» δεν θα στρατευτεί στα επικαιρικά προσκλητήρια χιλιομπαλωμένων «αγωνιστικών φορεσιών».

Η ιστορία, τόσο παρανοϊκά απαρνημένη από τις μετανεωτερικές παράνοιες, αποδεικνύει ότι ποτέ δεν αλώθηκε ένα σύστημα με «εξ εφόδου κατάληψη» αλλά ούτε και κλονίστηκε με «πολέμους θέσεων» που βεβαιώθηκαν προοπτικά ως ενσωματώσιμος ρεφορμισμός του χειρίστου είδους. Το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό παρτιζάνικο, έτη φωτός μακράν από τον τερορισμό, την παιδαριώδη «καταστασιακότητα» και τον γραφικό «ρουβικωνισμό»: είναι μια λειτουργική πατριωτική πλατφόρμα οργανικής αντίστασης με όρους και επιλογές από την ζώσα αλήθεια των θεσμίσεων της Επικυριαρχίας και κουλτούρα αέναα εμβαθυνόμενης λαϊκής συμμετοχής.

Το βαθύ «προαπαιτούμενο» ένταξης στην κλέφτικη ομάδα, ήταν η καθαρότητα του πατριωτικού φρονήματος και η υπακοή στην ομάδα και τη φυσική ιεραρχία της. Δεν καθοδηγούσε η Θεωρία την Πράξη, αλλά η βασική πατριωτική συνείδηση ανταποκρινόταν σε μια «Θεωρία» ωφέλιμης προαγωγής του ανεξαρτησιακού αγώνα. Εκείνοι οι μυθικοί Παππούδες, πόναγαν με αληθινά κλάματα την «έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη», αλλά τους «έφαγε» το τρομερό στοιχειό του «καημού της Ρωμιοσύνης» γιατί το πολεμικό τους μεγαλείο ήταν δυσανάλογα τεράστιο σε σχέση με την παιδεία και την πολιτική τους πείρα. Εμείς, σήμερα, δεν έχουμε κανένα ελαφρυντικό.

***

Το διαρκώς ιδρυτικό μέλημα ήταν ο πόλεμος κατά του «αφεντικού», αυτό καθόριζε και την ψυχολογία και τη σκέψη. Κι αυτός ο πόλεμος, σχεδόν εμμονική επιδίωξη, δε μπορούσε να διεξαχθεί με ανοιχτή σύγκρουση στον κάμπο, «εκ παρατάξεως». Άρα, έπρεπε να αποτελεί ένα «άθροισμα» δράσεων, μια σύγκλιση. Οι μεγάλοι οπλαρχηγοί, πρωτίστως ο Γέρος του Μοριά, καταξιώθηκαν ακριβώς επί του πεδίου αυτής της σύγκλισης. Ο συντονισμός είναι από τα κρισιμότερα ελλείμματά μας, δηλαδή η ανιδιοτέλεια της μαχητικής συσπείρωσης.

Η διαρκής μελέτη της ροής των καταστάσεων και η αιφνιδιαστική επίθεση, είχαν σαφή στόχο τη διασπορά ανησυχίας και αβεβαιότητας, την αναδίπλωση, την ρευστοποίηση των επιτελικών σχεδιασμών. Από τους Καρδούχους, που ταλαιπώρησαν καίρια τον λαμπρότερο στρατηλάτη της ιστορίας, μέχρι τη στρατηγική ιδιοφυία του Χο Τσι Μινχ: η λογική της βλαπτικής καταδρομικότητας, που ανταποκρίνεται σε ένα συνεχές αποδιοργανωτικών επεμβάσεων, φωτίζει τον πυρήνα αντιστάσεων θεμελιωμένων στην προοπτική.

Η διαλυμένη πατρίδα, παγιδευμένη στο λειτουργικό δίπολο «Ιερά Συμμαχία»(Δύση, πλανητικό κεφάλαιο) – «Νέο-οθωμανισμός»(ο σημερινός Ιμπραήμ), «γονατισμένη» οικονομικά-παραγωγικά, «εξατμιζόμενη» πολιτισμικά, με ακατάσχετη αιμορραγία κοινωνικά: δεν χρειάζεται «καταρτισμένους μεσσίες» αλλά μια «πολεμοχαρή» ψυχή βαθιά, μια φροντισμένη αφύπνιση μέσω δράσεων πρακτικής κριτικής και αυτογνωσίας.

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!