Του Σωκράτη Πετμεζά. Για τον Έρικ Χομπσμπάουμ (1917-2012) γράφτηκαν τόσα πολλά τις τελευταίες μέρες που είναι δύσκολο να προσθέσει κανείς κάτι άξιο λόγου πλέον. Δύο επικαιρικά σχόλια θα είχαν ίσως ακόμα νόημα.

Συνήθως οι ιστορικοί, όπως και οι περισσότεροι ερευνητές στις κοινωνικές επιστήμες, αποκτούν ένα ξεχωριστό στίγμα (όσοι το αποκτούν, και είναι λίγοι αυτοί) επειδή έχουν επικεντρώσει το έργο τους σε ένα ή το πολύ δύο κομβικά ζητήματα (ερευνητικά πεδία, περιόδους ή αντικείμενα). Στα ζητήματα αυτά γίνονται οι αναγνωρισμένες από τους ομοτέχνους τους αυθεντίες. Η δόξα τους, ή καλύτερα η κυριαρχία της δικής τους «δόξας», διαρκεί λίγο, αρκετά όμως ώστε να τους συνοδεύει στη ζωή τους και να προσφέρει άφθονη ύλη για επικήδειους. Η περίπτωση του Χομπσμπάουμ δεν είναι αυτή. Ο Χομπσμπάουμ σημάδεψε σε όλη τη διάρκεια του μακρού -ευτυχώς- βίου του την ιστοριογραφία της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός, αρχικά, τις τόσο μακρινές πια μέρες της Μεταπολίτευσης, ως ο μελετητής της «κοινωνικής ληστείας» ή των ληστών ως «πρωτόγονων επαναστατών». Ήταν όμως ήδη διάσημος για τη συμμετοχή του με άρθρα αποφασιστικής σημασίας στη συζήτηση για τη «μεγάλη κρίση του 17ου αιώνα», τη σφαιρική δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και γεωπολιτική κρίση που σήμανε για την Ευρώπη (κάποτε, αλαζονικά, θα λέγαμε «στον Κόσμο») την οριστική παρακμή των μεγάλων μεσογειακών και την ανάδειξη των ατλαντικών δυνάμεων. Άλλοι τον γνώριζαν ως τον επιμελητή της αγγλικής έκδοσης σημαντικών κειμένων του Μαρξ, αποσπασμάτων από τα Γκρούντρισε, σχετικά με τους «προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς». Η συμβολή του στη μελέτη του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών εξεγέρσεων χαρακτήρισε τα ώριμα χρόνια του. Είχε ήδη γράψει τρία σημαντικά συνθετικά έργα όταν βγήκε στη σύνταξη το 1982: Ήταν τα πασίγνωστα, και πολυδιαβασμένα στη Ελλάδα, Εποχή των Επαναστάσεων και Εποχή του Κεφαλαίου. Και ο αμετάφραστος στα ελληνικά τρίτος τόμος της Pelican Economic History of Britain που κάλυπτε την περίοδο από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι τις μέρες μας. Και μόνο τα ονόματα των συγγραφέων των δύο άλλων τόμων, Μάικλ Πόσταν και Κρίστοφερ Χιλ, δείχνουν το κύρος του Χομπσμπάουμ κατά την ωριμότητά του στις αρχές του 1970.
Μετά τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε στις ΗΠΑ, στο φημισμένο New School of Social Research. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σε πολλούς, ακόμα και ανάμεσα στους κορυφαίους, η επιστημονική του ορμή δεν στόμωσε. Δεν αναφέρομαι μονάχα στην έκδοση (όχι χωρίς δυσκολίες, αφού ο τίτλος και το θέμα δεν ήταν πολιτικώς ορθά στα 1987) της Εποχής των Αυτοκρατοριών, δηλαδή του τελευταίου μέρος της τριλογίας του για τον «μακρύ 19ο αιώνα». Κυρίως σκέφτομαι ότι απρόσμενα αυτός ο τόσο φανατικός γερο-ορθολογιστής ενεπλάκη από την πρώτη στιγμή και με μεγάλη πρωτοτυπία στην επιστημονική συζήτηση για την κοινωνική και ιδεολογική συγκρότηση των εθνικ(ιστικ)ών ιδεολογιών, την «ανακάλυψη της παράδοσης» και τη «γέννηση» των κρατών-εθνών· τη συζήτηση που κατεξοχήν κωδικοποιήθηκε ως η διαμάχη σχετικά με την «κατασκευαστικότητα» των εθνών. Χωρίς καμία αναθεώρηση των αντιλήψεών του για τη δυνατότητα αντικειμενικής πρόσληψης της πραγματικότητας και για τη νεωτερικότητα των εθνικών ιδεών και ιδεολογιών, ο αγέραστος Χομπσμπάουμ σημάδεψε, από την πρώτη στιγμή, άλλη μία σημαντική διαμάχη εντός της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας. Τώρα που η συζήτηση αυτή έχει γίνει κομμάτι της ιστορίας της ιστοριογραφίας, ίσως αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι εκτός από τον ίδιο, οι περισσότεροι απ’ όσους συμμετείχαν στο διάλογο αυτό θα κερδίσουν την υστεροφημία τους, κυρίως μόνο γι’ αυτή τους τη συμμετοχή.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια (και άρα Αλεξανδρινός όπως ο Καβάφης με τον οποίο έμοιαζε, νομίζω, στο πρόσωπο) μεγάλωσε στη σκοτεινή μεσοπολεμική Βιέννη πριν η οικογένειά του διαφύγει στη Βρετανία. Σπούδασε στο Κέμπριτζ την εποχή που σπούδαζαν εκεί οι «απόστολοι» και ανδρώθηκε μέσα στους αγώνες κατά του ναζισμού στην Ευρώπη. Η ριζοσπαστική πολιτική του επιλογή ήταν ευνόητη, αλλά ταυτόχρονα συνειδητή και διαρκής. Ήταν μέλος του Κ.Κ. της Μ.Βρετανίας και αμετανόητος, για πολλούς, μαρξιστής. Γι’ αυτό τίποτα απ’ ό,τι έπραξε δεν ξεχάστηκε και τίποτα δεν του χαρίστηκε. Όχι μονάχα γιατί στα νιάτα του, στην εποχή του «ήπιου βρετανικού Μακαρθισμού», αποκλείστηκε, παρά την παγκόσμια φήμη και τον έπαινο των ομοτέχνων του, από τα «ονομαστά» πανεπιστήμια· πληρώνοντας άλλωστε το τίμημα των ιδεών του εργάστηκε σε ένα πανεπιστήμιο γνωστό για τις αποκλίνουσες επιλογές του. Αλλά ιδίως γιατί αργότερα, στα χρόνια του χαρούμενου Κλιντονισμού, όταν (ιδίως όταν) το φάντασμα του κομμουνισμού δεν στοίχειωνε πια τα όνειρα των κυρίαρχων ευρωπαϊκών τάξεων, η Εποχή των Άκρων, η Ιστορία του «βραχέος 20ού αιώνα», μπήκε σιωπηλά στο index auctorum της Γαλλίας. Αυτό θα είναι σίγουρα το ανέκδοτο που θα διασκέδασε περισσότερο απ’ όλα τον ογδοντάχρονο πια έφηβο.
Ο φημισμένος Εκδοτικός Οίκος Γκαλιμάρ, που θα ήταν αναμενόμενο να εκδώσει τη γαλλική μετάφραση, όπως έκανε μέχρι τότε για όλα τα προηγούμενα ευπώλητα έργα του, δήλωσε ότι δεν θα το κάνει αφού δεν ήταν βέβαιο ότι θα έβρισκε ανταπόκριση στην «αγορά». Ο ίδιος ο Πολ Νορά, ιστορικός – πιο συνετός αυτός, και διευθυντής του Γκαλιμάρ βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση πρώτα να πληροφορήσει τον Χομπσμπάουμ για την αρνητική εξέλιξη και, μετά από μερικά χρόνια, να διαπιστώσει ότι η φτηνή βελγική έκδοση της γαλλικής μετάφρασης έσπασε τα ταμεία. Ίσως θα έπρεπε να μαθαίναμε από τότε ακόμα ότι οι αγορές είναι τυφλές (όπως η Δικαιοσύνη στη χώρα μας) και κυρίως ότι είναι ανασφαλείς ως πρόσχημα, όταν η πραγματικότητα διεκδικεί τα δίκια της.
Κάθε Δεκέμβρη, στις γιορτές για τον ερχομό του νέου έτους, ο Χομπσμπάουμ είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται το Παρίσι. Φέτος δεν θα συμφάγει με τους φίλους του στην Πλατεία Πενλεβέ. Το Φάντασμα, όμως, που πλανάται και πάλι πάνω από τη γηραιά ήπειρο θα είναι στο ραντεβού. Τίποτα, νομίζω, δεν θα τον ευχαριστούσε περισσότερο…

*Ο Σωκράτης Πετμεζάς είναι ιστορικός και εργάζεται στο Παν/μιο Κρήτης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!