«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ/ με ξυπνούσε η σιωπή, / μου μιλούσαν οι ρίζες». Υπογραμμίζω τους στίχους από το ποίημα Πωγώνι, 2015 που περιλαμβάνεται στη νέα ποιητική συλλογή της Δώρας Κασκάλη Κάπου ν’ ακουμπήσεις που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Και συνεχίζω να διαβάζω: «οι πρόγονοι στρωμένοι/ σ’ αθέατα τραπέζια/ αγκαλιασμένοι πάνω σε/ σαρακοφαγωμένα κρεβάτια/ μάταια περιμένουν τους απογόνους / κι εκείνοι ξεχάστηκαν σε μέρη/ που μήτε να προφέρουνε μπορούν./ Οι στάβλοι στόματα ανοιχτά/ χωρίς γεννήματα,/ τα χωράφια περάσματα/ γι’ απελπισμένους πεζοπόρους»…

Κι ο επίλογος : «Βασανίζει η σιωπή/ της αγάπης/ της ιστορίας/ σε τούτο εδώ το σύνορο».

Και σκέφτομαι πόσα πυκνά νοήματα μπορούν να αποδοθούν με λίγους στίχους. Πώς η Ελλάδα που χάνεται εμφανίζεται μέσα σε αυτές τις εικόνες. Ένα μόνο ποίημα και είναι σα να διάβασες δοκίμιο για τον μαρασμό της υπαίθρου…

Δεν κινούνται όλα τα ποιήματα στην ίδια ατμόσφαιρα. Από το προσωπικό στο συλλογικό και από τις μύχιες σκέψεις στην καθημερινότητα η ποιήτρια ισορροπεί με μοναδικό τρόπο. Όσο διαβάζουμε ποίηση, τόσο πιο πολλά καταλαβαίνουμε. Τόσο πιο πλούσιοι γινόμαστε. Έτσι γεμάτος ένιωθα κλείνοντας το βιβλίο…

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Κάπου ν’ ακουμπήσεις ο τίτλος της συλλογής. Εσύ που ακουμπάς σήμερα;
Η απάντηση είναι κοινότοπη: ακουμπώ τόσο στην εσωτερική μου δύναμη, στο όραμα, στην ανάγκη της δημιουργίας και της προσφοράς όσο και στον άλλο άνθρωπο. Στην οικογένεια, στους φίλους, στους συνεργάτες, σε όποιον θέλει να ανήκει ενεργά σε μια κοινότητα. Σε όποιον νοιάζεται. Αν οι προηγούμενες δεκαετίες χαρακτηρίζονταν από μια στροφή στον εαυτό και στην ικανοποίηση των αναγκών του, η ιστορική συγκυρία επιτακτικά ζητά τη στροφή σε συλλογικότητες. Από την παθητική παρατήρηση να περάσουμε στην ενεργητική συμμετοχή, στη συνέργεια, στο μοίρασμα.

 

«Θέλω να εφεύρω μια γλώσσα νέα / Τις σιωπές να ντύσει / και τις ανέστιες επιθυμίες να σαρκώσει», γράφεις σε ένα ποίημά σου. Υπάρχει αυτή η νέα γλώσσα; Μπορούμε να την ανακαλύψουμε;
Σε κάθε εποχή, οι άνθρωποι νιώθουν, νομίζω, την ανάγκη να αφήσουν το στίγμα τους. Να υπάρξουν με κάποιον τρόπο. Ο γραφιάς έχει ως μόνη ύλη τις λέξεις και τη σιωπή ανάμεσά τους. Και η κάθε εποχή προσπαθεί με την τέχνη να επανεφεύρει τον κόσμο, να ανοίξει τις πόρτες που υπάρχουν μέσα μας. Η ποίηση παλεύει με το ανέφικτο: να φυλακίσει μέσα σε σύντομες φόρμες την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, να κάνει το δέρμα και την επιθυμία λέξεις. Το βλέμμα να γίνει εικόνες και ο εσωτερικός ρυθμός του κόσμου να δοθεί μέσα από ρίμες, μέτρα. Ο κάθε δημιουργός ακουμπά σε μια παράδοση, τοπική και τώρα πλέον παγκόσμια. Αναζητά τους προγόνους και αποζητά επιγόνους. Ευχής έργον να καταφέρει να κατακτήσει μια προσωπική φωνή, ένα αναγνωρίσιμο ιδιόλεκτο που θα αφομοιώσει τις επιδράσεις και θα δημιουργήσει μια νέα γλώσσα και ίσως και νέους αναγνώστες.

 

Η ποίηση μπορεί να φυλακίσει –έστω και πρόσκαιρα– το κάλλος;
Την απάντηση έχουν δώσει τα κλασικά έργα. Η λυρική ποίηση, οι αρχαίες τραγωδίες διασώζουν μέσα στους αιώνες την σπάνια ομορφιά της ανθρώπινης δημιουργίας, την ανάγκη της αυτοέκφρασης, της καλλιέπειας. Το κάλλος, όχι μόνο όπως το έχει ορίσει ο λογοτεχνικός ή ο αισθητικός κανόνας της κάθε εποχής, αλλά και ο προσωπικός κανόνας του κάθε δημιουργού συνυπάρχει με τη φθορά, την διάλυση και το θάνατο. Ειδικά στην εποχή μας, μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους του προηγούμενου αιώνα.

 

Γιατί ένιωσες την ανάγκη να γράψεις το Μαρία Νεφέλη revisited; Σε ποια ποιήματα και ποιητές επιστρέφεις πιο συχνά;
Ο Ελύτης μου αρέσει, αλλά δεν με έχει επηρεάσει. Αγάπησα τη Μαρία Νεφέλη του και έδωσα αυτό το όνομα στην κόρη μου. Το ποίημα στο οποίο αναφέρεσαι είναι από τα πιο προσωπικά μου, της ιδιωτικής σφαίρας, ένα είδος μελλοντικής διαθήκης για τα παιδιά μου. Δεν γνωρίζω αν αυτοί οι ποιητές που αγάπησα με επηρέασαν πραγματικά στο έργο μου. Μόνο απόηχους μπορώ εγώ να διακρίνω του Καβάφη, του Σεφέρη. Τους αγάπησα από τα φοιτητικά μου χρόνια και ήταν το αποκούμπι μου. Και σ’ αυτούς επιστρέφω, ακόμα και σήμερα. Κατά καιρούς επισκέπτομαι το ποιητικό σύμπαν του Καρυωτάκη, της Πολυδούρη, του Καρούζου, του Παπαδίτσα, του Κακναβάτου, της Χατζηλαζάρου, του Ιωάννου, του Ασλάνογλου, του Ευαγγέλου, του Αναγνωστάκη, του Γιώργη Παυλόπουλου, του Γκόρπα. Η επίσκεψη αυτή μου προσφέρει κάθε φορά και μια διαφορετική ερμηνεία. Δεν προσέρχομαι ποτέ σε μια επόμενη ανάγνωση ίδια, αναγνωστικά και καλλιτεχνικά. Επίσης, προσπαθώ να ενημερώνομαι, να καλύπτω τα γραμματολογικά και καλλιτεχνικά κενά μου, αγοράζοντας άπαντα και επανεκδόσεις, όπως του Μπράβου που μόλις κυκλοφόρησε από το «Μελάνι» και του Κατσαρού από τις εκδόσεις «Τόπος». Κάθε ανάγνωση, κάθε νέο βιβλίο είναι και η αρχή μιας αναζήτησης όχι μόνο στο κείμενο, αλλά και εντός μου.

 

Η ποίηση στις μέρες μας ποιο νόημα έχει; Δεν σε ενοχλεί το περιορισμένο κοινό που την διαβάζει;
Το νόημα της ποίησης δεν έχει αλλάξει. Ανά τους αιώνες παραμένει το ίδιο. Μπορεί τα εργαλεία της να αλλάζουν, τεχνικά και αισθητικά, να μετασχηματίζονται και να εξελίσσουν την λογοτεχνική παράδοση, αλλά ο κύριος ρόλος της είναι η τέρψη, η καταγραφή της συγχρονίας, η διαρκής αναρώτηση πάνω στα θεμελιακά ζητήματα της ύπαρξης και φυσικά η παραμυθία: η ποίηση είναι ένας παρηγορητικός τόπος μιας προσωπικής ουτοπίας για να μπορεί να ακουμπήσει ο αναγνώστης. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται τα τελευταία χρόνια για να περάσει η ποίηση στο ευρύτερο κοινό, με αναγνώσεις σε δημόσιους χώρους που δεν έχουν το «κύρος» μιας βιβλιοθήκης ή μιας αίθουσας πολιτισμού (όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς π.χ.), με βιβλιοπαρουσιάσεις, με συνέργειες με άλλες μορφές τέχνης (ζωγραφική, κινηματογράφος, φωτογραφία), ανέκαθεν το κοινό της ήταν μικρό, αλλά φανατικό. Κάθε άνθρωπος που γράφει θέλει τους αναγνώστες του και κυρίως τους δημιουργεί με κόπο και αφοσίωση.

 

Για ποιόν γράφεις τελικά;
Η λογοτεχνία είναι αυτοέκφραση. Φυσικά γράφω για μένα, εφόσον είμαι ο πρώτος και ίσως ιδανικός αναγνώστης μου. Αλλά χωρίς τους αναγνώστες, δεν υπάρχουν συγγραφείς. Γράφω για τον καιρό μου, για τους ανθρώπους του, γράφω για τα παιδιά μου –είναι η πιο ακριβή περιουσία που μπορώ να τους αφήσω–, γράφω για όσα με αφορούν με την ελπίδα το ιδιωτικό βλέμμα να μετασχηματισθεί σε καθολικό. Η κοινωνία, η ιστορία, προσωπική και δημόσια, αφήνουν τα δήγματά τους επάνω μου. Αυτές τις επώδυνες ρωγμές επουλώνει η ποίηση. Την ίδια ώρα, δοξολογεί την ομορφιά του απλού, καθημερινού και ευτελούς. Δηλαδή την ίδια τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Είναι μια τέχνη επίμονη που χρειάζεται χρόνο, δουλειά και αφοσίωση. Γράφοντας έρχεται η όρεξη. Και όταν έρχεται, πρέπει να σκοτώσεις τις επιρροές που αγαπάς, για να υπάρξεις καλλιτεχνικά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!