Καλημέρα πελάτες μου, συντρόφια του Δρόμου.
Άρχισε, που λέτε να αδειάζει κάπως η πόλη, δεν ξέρω αν θα είναι μαζική η φυγή φέτος, γιατί μπορεί οι «τζαμπαζήδες» του αρνιού να είναι πολλοί (στα πατρικά τους ή τους κουμπάρους) αλλά με τα διόδια, τα ναύλα και τις βενζίνες, θα το πληρώσουν δύο και τρεις φορές!
Οπότε, η σταύρωση του λαού ισχύει -είτε γίνει στην πρωτεύουσα είτε στην επαρχία και τα χωριά! Αλλά ο ταξιτζής και οι πελάτες του θα βρουν τον τρόπο να το σουβλίσουν και φέτος, να γευτούν το κοκορέτσι και τη μαγειρίτσα και αφού γυρίσουμε με το καλό (και χωρίς θύματα στους δρόμους) θα ασχοληθούμε με τον Γιωργάκη, τον Πάγκαλο, τον Παπακωνσταντίνου, την τρόικα κ.λπ. και την 1η Μάη να κάψουμε τον Ιούδα στο Σύνταγμα, στην πορεία προς την ανάσταση του λαού. Αμήν!
Πάμε τώρα στις ιστορίες μας που διαδραματίζονται στους δρόμους της Αθήνας. Ο νεαρός σηκώνει το χέρι στη Θησέως «ταξί», «μπες μέσα φίλε, γιατί γίνεται χαμός» του λέω. «Στην Άνω Ν. Σμύρνη, από Αγ. Πάντων παρακαλώ», μου λέει. Η Θησέως είναι μπλοκαρισμένη και η ταξιτζού που είναι δίπλα μου δυσφορεί. Εγώ το πιάνω και της λέω «Ο Λυμπερόπουλος (πρόεδρος ΣΑΤΑ) κήρυξε απεργία για τα προβλήματα του κλάδου». Αυτή εκπλήσσεται και ρωτά «πότε»; «Το Μ. Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα» και αφού αργεί λίγο να το καταλάβει, λύνεται στα γέλια! «Και θα ψήσει αρνιά στο Σύνταγμα από τα ταξί που θα κάψει» (λεγόμενά του), «και μη χειρότερα», μου λέει η ταξιτζού και χάνεται στην κίνηση. Ο μικρός το πιάνει και αμέσως μου λέει «μεγάλο πρόβλημα οι συνδικαλιστές».
«Το σύστημα φίλε χρησιμοποιεί πολλούς συνδικαλιστές για να φρενάρει τους αγώνες και την πρόοδο κάθε κλάδου» του λέω. «Που ’σαι;» του λέω, «Στο Πολυτεχνείο σπουδάζω». «Δεν θυμάσαι τους αγώνες των φοιτητών για το άρθρο 16, το Δεκέμβρη, εσείς στο Πολυτεχνείου είστε πάντα πρωτοπόροι». Η συζήτηση κυλάει με ενδιαφέρον με τον φοιτητή, οπότε όταν βρίσκεται στο δρόμο με ανοιχτή την πόρτα του λέω: «Ξέρεις ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία ενός νέου»; «Ποια»; Ρωτάει. «Να μη γίνει αυτός ο επαναστατημένος και οργισμένος νεολαίος, όταν μεγαλώσει, ένα με το σύστημα». Το γουστάρει, μου χαμογελάει και λέει «να ’σαι καλά, ευχαριστώ», «γεια σου, καλό Πάσχα». Πιο κάτω μέσα στα στενά πετάγεται ο έγχρωμος νέο με τη λευκή φόρμα: «Ταξί», «έλα» του λέω, «στο Φάληρο θέλει, πάει ντουλειά»! Προσπαθεί να με πάει από στενά και μπερδεύεται, οπότε το τηλέφωνο χτυπάει και αυτός το σηκώνει: «Έλα αφεντικό άργησε λίγο».
Ο άλλος από το τηλέφωνο τον στολίζει μάλλον, και αυτός τα ’χει χαμένα. Τότε εγώ του λέω, «γαμώ τα αφεντικά», ο νεαρός χαλαρώνει και βάζει κάτι γέλια σαν να ξεσπάει. «Μπράβο φίλε» μου λέει. «Από πού είσαι», «από την Γουϊνέα». «Μπράβο, δεν έχω συναντήσει ξανά από την Γουϊνέα» του λέω. «Είμαστε λίγοι εδώ» μου λέει. «Τι δουλειά κάνεις»; «Φτιάχνουμε κότερα». «Να προσέχεις, αυτή η δουλειά είναι πολύ κακή για τον πνεύμονα». «Ξέρω» μου λέει, «θα φύγει όμως». «Η Γουϊνέα έχει δουλειές»; «Έχει» μου λέει, «βγάζουμε και πολύ χρυσό» μου λέει. «Η λίρα έχει 300 ευρώ» του λέω. Αυτός με κοιτάει με έκπληξη. «Τι»; λέει. «Μην κάθεσαι καθόλου» του λέω. «Θα έρθω και εγώ να δουλέψουμε στη Γουϊνέα, στο χρυσό». «Γεια σου, φιλιά να προσέχεις».
Και η ημέρα κλείνει με το ανέκδοτο του κυρίου. «Που λες ταξιτζή, ένας χριστιανός είναι ναυαγός στο πέλαγος, περνά ένα πλοίο και του φωνάζουν, σώθηκες, μπράβο, ανέβα. Αυτός λέει «θα με σώσει ο Θεός μου, φύγετε». Περνά δεύτερο πλοίο, αυτός το ίδιο «θα με σώσει ο Θεός μου, φύγετε». Και ενώ πια έχει πνιγεί, πηγαίνει στον Θεό και του λέει: «Μα καλά, Θεέ μου, γιατί δεν με έσωσες»; Και απαντά ο Θεός: «Βρε μαλάκα, δύο πλοία δεν σου έστειλα»;
Φιλάκια πολλά,
Ο Ταξιτζής του Δρόμου της Αριστεράς