Του Σταύρου Γεωργά. Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, διαβεβαίωνα, όποιον ενδιαφερόταν, ότι υπήρχαν τρεις τρόποι να με βρίσει: ο ένας ήταν να με πει νεορθόδοξο, οι άλλοι δύο συγχωρούνταν.
Τώρα πια η αισθητικοποίηση του λεηλατημένου κόσμου, και συναφώς η μεταμφίεση της μαύρης αντίδρασης σε εκλεπτυσμένη νοσταλγία κι επιστροφή στις ρίζες (ένα είδος γκουρμέ μ’ αποφάγια), που προώθησαν οι νεορθόδοξοι, εγγράφεται στην προϊστορία του εκφασισμού της κοινωνίας, που μοιάζει να συντελέστηκε. Δεν έχει νόημα λοιπόν η πάλαι ποτέ αντίδρασή μου, άλλος κι αλλού είναι σήμερα ο εχθρός – αλλά η απέχθεια διασώθηκε. Μου είναι αδύνατον ν’ αποφύγω λοιπόν την έκκληση προς τον αναγνώστη: ας μην παρερμηνευθούν, παρακαλώ, όσα θα γράψω εφεξής, δεν πρόκειται για έναν ακόμη γλυκερό ρεμβασμό Δεκαπενταύγουστου…
Η πρόσληψη του Παπαδιαμάντη προσκρούει στη γλώσσα; Ποτέ δεν το πίστεψα. Πρέπει να παραδεχτώ, αντιθέτως, ότι ενδέχεται να προσκρούει σε μιαν αμετάκλητη, όπως φαίνεται, απώλεια: η εφτάχρονη κόρη μου, φερ’ ειπείν, δεν είχε δει ποτέ παπά να χτυπάει την καμπάνα… Στην ελάχιστη κλίμακα του νησιού όπου βρεθήκαμε για διακοπές, η εκκλησία απείχε 100 μέτρα από την παραλία, οπότε στις έξι τα απόγευμα πεταχτήκαμε ώς εκεί. Ο νεαρός παπάς ήταν μόνος του στην αυλή (αργότερα ήρθαν δυο γριές κι αυτό ήταν όλο, έμαθα πως τον εσπερινό και συχνά τη λειτουργία τα διεκπεραιώνει μόνος του), του εξηγήσαμε τι θέλαμε – κι εδώ εντυπωσιάστηκα για πρώτη φορά: γιατί ο παπάς έκανε ολόκληρη performance, χτυπώντας τις καμπάνες ξανά και ξανά, ρώτησε γεμάτος άγχος την κόρη μου αν ήταν ευχαριστημένη και μου απολογήθηκε: «Δεν είμαι και τόσο καλός στις καμπάνες»…
Έκτοτε, έβλεπα κάθε απόγευμα τον παπά να περνάει έξω από το καφέ της παραλίας, σαν τη μύγα μες στο γάλα, γύρω στις οκτώμισι – περιέργως όμως, δεν ερχόταν από την εκκλησία, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση! Ρώτησα και μου εξήγησαν πως έρχεται «απ’ τα μνήματα». Είναι ντόπιος, παντρεμένος εκεί, έχασε ένα παιδί και κάθε απόγευμα, μετά τον εσπερινό, πάει στον τάφο…
Το απόγευμα της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου, εμφανίστηκε εν πλήρει στολή αστυνομικός – κι άρχισε ήσυχα-ήσυχα να παραμερίζει ξαπλώστρες, μπάλες, αντηλιακά και κανό, δημιουργώντας διάδρομο. Κατόπιν εμφανίστηκε η πομπή: δυο παιδιά μ’ εξαπτέρυγα, δυο μεσόκοποι κρατώντας την εικόνα, πίσω ο παπάς και στο κατόπι του καμιά δεκαριά γέροι και γριές. Η υποτυπώδης λιτανεία διέσχισε γρήγορα την παραλία, διασπώντας το πλήθος σε δυο μέρη ασάλευτα απ’ την έκπληξη, και χάθηκε προς τα μνήματα. «Κάθε χρόνο το κάνει», μου εξήγησαν. «Μα λιτανεία εδώ;» «Πού αλλού δηλαδή;» μου είπαν ότι απάντησε όταν τον είχαν ρωτήσει….
Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης, που έγραψε δώδεκα ποιήματα όλα κι όλα και πέθανε νεότατος κι άγνωστος, κατέστρεψε το ωραιότερο ποίημά του, το Όνειρο, προσθέτοντας, καταπώς συνήθιζαν οι ρομαντικοί, μια τελευταία στροφή όπου εξηγούσε τι σήμαινε.
Η πρόσληψη του Παπαδιαμάντη προσκρούει στη γλώσσα; Ποτέ δεν το πίστεψα. Πρέπει να παραδεχτώ, αντιθέτως, ότι ενδέχεται να προσκρούει σε μιαν αμετάκλητη, όπως φαίνεται, απώλεια: η εφτάχρονη κόρη μου, φερ’ ειπείν, δεν είχε δει ποτέ παπά να χτυπάει την καμπάνα… Στην ελάχιστη κλίμακα του νησιού όπου βρεθήκαμε για διακοπές, η εκκλησία απείχε 100 μέτρα από την παραλία, οπότε στις έξι τα απόγευμα πεταχτήκαμε ώς εκεί. Ο νεαρός παπάς ήταν μόνος του στην αυλή (αργότερα ήρθαν δυο γριές κι αυτό ήταν όλο, έμαθα πως τον εσπερινό και συχνά τη λειτουργία τα διεκπεραιώνει μόνος του), του εξηγήσαμε τι θέλαμε – κι εδώ εντυπωσιάστηκα για πρώτη φορά: γιατί ο παπάς έκανε ολόκληρη performance, χτυπώντας τις καμπάνες ξανά και ξανά, ρώτησε γεμάτος άγχος την κόρη μου αν ήταν ευχαριστημένη και μου απολογήθηκε: «Δεν είμαι και τόσο καλός στις καμπάνες»…
Έκτοτε, έβλεπα κάθε απόγευμα τον παπά να περνάει έξω από το καφέ της παραλίας, σαν τη μύγα μες στο γάλα, γύρω στις οκτώμισι – περιέργως όμως, δεν ερχόταν από την εκκλησία, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση! Ρώτησα και μου εξήγησαν πως έρχεται «απ’ τα μνήματα». Είναι ντόπιος, παντρεμένος εκεί, έχασε ένα παιδί και κάθε απόγευμα, μετά τον εσπερινό, πάει στον τάφο…
Το απόγευμα της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου, εμφανίστηκε εν πλήρει στολή αστυνομικός – κι άρχισε ήσυχα-ήσυχα να παραμερίζει ξαπλώστρες, μπάλες, αντηλιακά και κανό, δημιουργώντας διάδρομο. Κατόπιν εμφανίστηκε η πομπή: δυο παιδιά μ’ εξαπτέρυγα, δυο μεσόκοποι κρατώντας την εικόνα, πίσω ο παπάς και στο κατόπι του καμιά δεκαριά γέροι και γριές. Η υποτυπώδης λιτανεία διέσχισε γρήγορα την παραλία, διασπώντας το πλήθος σε δυο μέρη ασάλευτα απ’ την έκπληξη, και χάθηκε προς τα μνήματα. «Κάθε χρόνο το κάνει», μου εξήγησαν. «Μα λιτανεία εδώ;» «Πού αλλού δηλαδή;» μου είπαν ότι απάντησε όταν τον είχαν ρωτήσει….
Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης, που έγραψε δώδεκα ποιήματα όλα κι όλα και πέθανε νεότατος κι άγνωστος, κατέστρεψε το ωραιότερο ποίημά του, το Όνειρο, προσθέτοντας, καταπώς συνήθιζαν οι ρομαντικοί, μια τελευταία στροφή όπου εξηγούσε τι σήμαινε.
Σχόλια