Πάνε σχεδόν τρία χρόνια από τότε που νιώσαμε, με το χειρότερο τρόπο, πάνω στο πετσί μας τη λήξη της εποχής του ευδαιμονισμού και οι πιο ρομαντικοί πιστεύαμε -αφού παραδεχτήκαμε ότι δεν είμαστε και πολύ άμοιροι της μοίρας που μας επιφύλαξε η δυσωδία της κεφαλής του ψαριού- ότι αυτό το διάστημα θα λειτουργούσε σαν μια περίοδος επανεξέτασης και περιορισμού των ταλέντων και ικανοτήτων μας, που μας οδήγησαν εδώ. Αλλά, αγαπητοί συμπατριώτες, αριστεροί, δεξιοί και νεοφιλελεύθεροι, δεν είμαι σίγουρος για το τι εννοούμε όταν διαλαλούμε την ανάγκη να ξαναγίνουμε μια χώρα με ελπίδα, παιδεία, πολιτισμό, σωστή οικονομία και δουλειά για όλους. Για να μη μακραίνει πολύ ο πρόλογος μπαίνω στο διά ταύτα, στην Ερέτρια δηλαδή.
Ένας μεγάλος και παλιός φούρνος εκεί έχει σταματήσει εδώ και μήνες να κόβει αποδείξεις επειδή τους κόψανε το ρεύμα (πώς ψήνει; Με γεννήτρια. Και γιατί η γεννήτρια δεν δίνει ρεύμα παντού;) και δεν δουλεύει η ταμειακή. Στην αφελή ενημέρωση -λες και δεν ήξεραν- ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η επιχείρηση πρέπει να διαθέτει μπλοκ αποδείξεων, εισέπραξα ένα χαμόγελο και μια διαβεβαίωση ότι «η Εφορία μάς είπε ότι μπορούμε να λειτουργούμε και έτσι»! Μετά από τρεις μήνες η ταμειακή κατάφερε και δούλεψε με τη γεννήτρια. Φαντάζομαι επειδή τώρα επέδραμαν οι παραθεριστές και φυλάμε τα ρούχα μας. Ο ντόπιος φίλος που το κουβεντιάσαμε μου είπε το γνωστό «τι ψάχνεις» και πρόσθεσε με καμάρι «εγώ σήμερα έκανα είσπραξη χίλια οχτακόσια ευρώ και όταν έβγαλα το Ζ έγραφε μόνο δώδεκα!». «Και η Εφορία, ο ΣΔΟΕ, δεν φοβάστε;». «Πλάκα έχεις, Θανασάκη, εδώ γίνεται της πουτάνας». Κι άρχισε να μου απαριθμεί μερικές πασίγνωστες πονηριές διαφόρων ταβερνιάρηδων, μανάβηδων, κρεοπωλών, ψαράδων, ξενοδόχων, κι ας δούλευε η ίδια η γυναίκα του σε ένα ξενοδοχείο, όπου αντί για μηνιάτικο πήρε 350 ευρώ για δέκα ώρες ανασφάλιστης δουλειάς κι ο γιος του γκαρσόνι σε ταβέρνα με 15 ευρώ για έξι ώρες. Τα παραδείγματά μου είναι αστεία, ξέρω ότι συμβαίνουν πολλά, όχι μόνο σε τέτοια μέρη όπου οι έλεγχοι για περίεργους λόγους δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη, αλλά και κάτω από τη μύτη των ελεγκτών. Δεν θα αναφερθώ στα άπειρα παράνομα κτίσματα -σ’ αυτά τα μέρη η άδεια οικοδομής υποδηλώνει τον μαλάκα – ούτε φυσικά για τις εκατοντάδες βίλες που βρέχονται από το κύμα. Και δεν θα εξετάσω το γιατί κάποιοι χτίζουν πάνω σε αρχαία, ενώ κάποιοι άλλοι δεν μπορούν. Ούτε θα μιλήσω για τις φημολογούμενες διασυνδέσεις λιμενικών και αστυφυλάκων με πολίτες – Έλληνες και μη. Ας πούμε χρόνια τώρα διασχίζει επί ώρες την παραλιακή με την κούρσα του ένας τύπος, με το στερεοφωνικό του να κάνει το λιμάνι να τρίζει και που, περιέργως, δεν τον έχει ακούσει ποτέ κανένα όργανο της τάξης κι ας έχουν γίνει, λένε, άπειρες καταγγελίες. Κι είναι, λένε, ο τύπος Αλβανός και ξετύλιξε τώρα εσύ το κουβάρι να βρεις την άκρη. Συμβαίνουν πολλά ενδιαφέροντα στην κάθε Ερέτρια. Και επειδή τη χρησιμοποιώ ως απειροελάχιστο δείγμα της χώρας, κάντε εσείς τον πολλαπλασιασμό και φανταστείτε το γινόμενο.
Δεν ξέρω από πού ξεκινάει η προσπάθεια για την οικονομική μας ανασυγκρότηση, αλλά πάντως δεν μπορεί να γίνει χωρίς και την ηθική. Συναντάμε σε κάθε μας βήμα κι ένα λαμόγιο, κάθε απατεώνας μας μοστράρει καθημερινά στα μούτρα την παρανομία του, αλλά μια περίεργη αξιοπρέπεια του κώλου δεν μας επιτρέπει να ζητήσουμε την απόδειξη και προτιμάμε να βρίζουμε από μέσα μας, ενώ ταυτόχρονα ένας ψευτολεβέντικος πατριωτισμός απαγορεύει την καταγγελία ονομάζοντάς τη ρουφιανιά. Έχουμε μπλέξει την εντιμότητα με τη βλακεία και την εξυπνάδα με την πονηριά. Τώρα, ας μην μπλέξουμε και τον κομμουνισμό με την ανοχή. Η συντροφικότητα φέρνει τέλεια αποτελέσματα όταν συνοδεύεται από σεβασμό στην τήρηση των κανόνων. Μια αλλιώτικη κοινωνία τη φαντάζομαι με πλήρη γνώση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων. Δεν με νοιάζει μόνο το δίκιο του εργάτη, θέλω να μάθει και τι σημαίνει δίκιο. Δεν μ’ αρέσει να διαπιστώνω μια ζωή ότι η Δημοκρατία μετατράπηκε σε ασυδοσία, αλλά φοβάμαι ότι χαϊδεύτηκαν πολύ τα αφτάκια του «λαού».
Λαός είναι ο φούρναρης, ο καλλιτέχνης, ο ψαράς και ο γιατρός. Του πιπιλάμε το μυαλό με τα δικαιώματά του, αλλά κανείς δεν του μίλησε για τις ευθύνες του. Και του ζητάμε ταυτόχρονα να επαναστατήσει. Να επαναστατήσει σε τι; Στον ίδιο του τον εαυτό; Θέλει πολλή δουλειά για να το καταλάβει και να το μπορέσει. Καιρός είναι να κάνει η πολιτική αυτό που (πρέπει να) κάνει το θέατρο: να του βάλει έναν τεράστιο καθρέφτη απέναντί του, δείχνοντας του τη μούρη του σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και κυρίως τη σκοτεινή του πλευρά, αυτή που νομίζει ότι κρύβει. Για να μπορέσει να έχει ουσιαστικές διαφορές από τους εκμεταλλευτές του.
* Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης