Το ψυχολογικό φόντο της εκλογικής πόλωσης της 25ης Ιανουαρίου και το κρυμμένο ταξικό υπόβαθρό του
Είναι ακριβής η παρατήρηση αναλυτών -ανάμεσά τους, κυρίως, απολογητών του μνημονιακού μπλοκ- ότι τα κυρίαρχα συναισθήματα με τα οποία οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες της 25ης Γενάρη είναι δύο: ο φόβος και ο θυμός. Ο φόβος είναι το συναίσθημα στο οποίο εξόφθαλμα επενδύουν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να εκβιάσουν την ψήφο των πολιτών. Ο θυμός είναι το συναίσθημα που τροφοδοτεί το ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, δευτερευόντως υπέρ των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς και ενδεχομένως υπέρ των παρα-μνημονιακών σχηματισμών που εμπλουτίζουν την εκλογική παλέτα (κόμμα ΓΑΠ, Το Ποταμι).
Και τα δύο συναισθήματα είναι αρνητικά. Ούτε ο φόβος μπορεί να ερμηνευθεί ως επιδοκιμασία της τυφλής υποταγής στους δανειστές που δείχνει ως μονόδρομο το μνημονιακό μπλοκ. Αλλά ούτε ο θυμός είναι μια επαρκής έκφραση εμπιστοσύνης στο αντίπαλον δέος. Ωστόσο, τα δύο αυτά συναισθήματα αποτελούν το ψυχολογικό αποτύπωμα μιας βαθιά ταξικής διαφοροποίησης των επιπτώσεων της μνημονιακής καταστροφής. Και κατ’ επέκταση της λανθάνουσας ταξικής πόλωσης στην εκλογική αναμέτρηση.
Δείκτες ανισότητας
Το διαπιστώνει κανείς με πολλούς τρόπους. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα έπεσε από τα 17.300 ευρώ το 2009 στα 12.300 το 2014. Υπέστη μια μείωση 29%, περίπου όση και η συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ. Αλλά, η κατανομή της απώλειας είναι εξαιρετικά άνιση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2013, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού διαθέτει εισόδημα 6,6 φορές μεγαλύτερο από το φτωχότερο 20%. Ακόμη χειρότερα, το πλουσιότερο 10% έχει εισόδημα 19 φορές υψηλότερο από το φτωχότερο 10%. Πρόκειται για διπλασιασμό της ανισότητας σε σχέση με το 2009. Η οποία, μάλιστα, επέδρασε αντιστρόφως ανάλογα στα μερίδια των πάνω και των κάτω: ενώ το εισοδηματικό μερίδιο που αντιστοιχεί στο φτωχότερο 20% μειώθηκε κατά 28%, το μερίδιο του πλουσιότερου 20% κατέγραψε αύξηση 6% μεταξύ 2009 και 2013 (σ.σ. Τα στοιχεία από το Ενημερωτικό Δελτίο 8/2014 της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών).
Υπάρχουν κι άλλες ενδείξεις ταξικής διαφοροποίησης στη συμπεριφορά της κοινωνίας. Τα 80 δισ. καταθέσεων που εγκατέλειψαν το τραπεζικό σύστημα από το 2010, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν, αφορούν κυρίως ομάδες πού είχαν συσσωρεύσει πλούτο την περίοδο της αναπτυξιακής (αληθινής ή εικονικής) ευημερίας, ο οποίος δεν αποτελεί ακριβώς αυτό που αποκαλείται «κόποι μιας ζωής». Αυτό το σιωπηλό bank run, που δανειστές και κυβερνήσεις παρακολούθησαν άπραγοι, βρίσκει μιαν αντιστοιχία και στην επενδυτική «απεργία» του ιδιωτικού τομέα. Παρά τη δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 25% τουλάχιστον από το 2007, και το τσεκούρι στις κρατικές δαπάνες, οι τελευταίες παρέμειναν σταθερές στο 20% του ΑΕΠ. Αντίθετα, οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα έπεσαν από το 26,6% το 2007, στο 11,7% το 2014.
Τι έχουν να χάσουν
Επομένως, ο φόβος που τροφοδοτεί την προσδοκία εκλογικής επιβίωσης του μνημονιακού μπλοκ, έχει συγκεκριμένη υλική βάση. Υπάρχουν στρώματα, πέρα από τη στενή οικονομική ελίτ, που θεωρούν ότι έχουν να χάσουν ακόμη πολλά από ανατροπή του status quo, κι ο φόβος τους κλιμακώνεται ανάλογα με το διακύβευμα: αποταμιευμένα εισοδήματα, περιουσιακά στοιχεία, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, προνομιακές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, πλεονεκτική πρόσβαση στο κρατικό, κοινοτικό ή τραπεζικό χρήμα, ένα πλέγμα ιδιότυπων ασυλιών, φορολογικών και άλλων, που τους παρέχει η πελατειακή χρήση του κράτους και, κυρίως, προσδοκίες βελτίωσης της θέσης τους στην άνεργη ανάκαμψη που υπόσχονται οι δανειστές. Κι αυτά τα στρώματα δεν αποτελούν μια ολιγάριθμη ελίτ, αλλά υπερβαίνουν κατά πολύ το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού που αναφέραμε παραπάνω.
Στον αντίποδα βρίσκονται αυτοί που νιώθουν ότι δεν έχουν να χάσουν σχεδόν τίποτα. Ένα τεράστιο ποσοστό πληθυσμού σε κατάσταση φτώχειας ή απειλούμενο άμεσα απ’ αυτήν. Ο αριθμός υπερβαίνει τα 6,3 εκατ. άτομα κατά τη Eurostat, αντιστοιχεί δηλαδή στο 57% του πληθυσμού. Στον πυρήνα του βρίσκονται οι μισθωτοί, οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι, με τις απολύτως μετρήσιμες απώλειες εισοδήματος και, κυρίως, με αποκλεισμένες τις ευκαιρίες ανάκτησής του. Αυτός ο αποκλεισμός έχει βαθιά ταξικά χαρακτηριστικά – είναι η πεμπτουσία της «εσωτερικής υποτίμησης». Και είναι η πηγή του μείγματος θυμού και απελπισίας που φέρνει αυτά τα στρώματα- αν και με εντυπωσιακή κλιμάκωση- σε θέση απόρριψης του μνημονιακού μονόδρομου και του πολιτικού συστήματος που το εκφράζει.
Δεν υπάρχει win win
Ωστόσο, ο θυμός και ο φόβος είναι συναισθήματα που υπόκεινται σε χειραγώγηση. Θολώνουν τις βαθιές διαχωριστικές γραμμές που έχουν χαράξει τα μνημόνια στην κοινωνία και αποκρύπτουν ότι η απελευθέρωση από τον ζουρλομανδία της λιτότητας δεν είναι ένα «win win» στοίχημα, αλλά μια βαθιά ταξική επιλογή υπέρ της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και των άλλων υποτελών στρωμάτων που έχουν συντριβεί από τα Μνημόνια.
Το συμπέρασμα για την Αριστερά είναι ότι, στον ασφυκτικό χρόνο μέχρι τις εκλογές, μπορεί να αφήσει τον φόβο να αποσυνθέτει το ετερόκλητο μπλοκ της βολεμένης μειοψηφίας, αλλά πρέπει να δώσει ορθολογική διέξοδο στο θυμό της απελπισμένης πλειοψηφίας.