Του Αθανάσιου Μπόικου
Στο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι ο νεαρός γόης Ντόριαν Γκρέι, ακολουθεί χωρίς τύψεις το δρόμο του αισθητικού αμοραλισμού, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, ακόμη και αν πρόκειται για καταστροφή ανθρώπινων ζωών.
Τα χρόνια περνούν και η εξωτερική εμφάνιση του Ντόριαν παραμένει η ίδια. Τα σημάδια όμως της ηθικής του κατάπτωσης αποτυπώνονται στην προσωπογραφία του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου στον πίνακα σκληραίνουν κυνικά, η μορφή του γερνάει γρήγορα και απαίσιες ρυτίδες εμφανίζονται, αποκαλύπτοντας τη μέσα του σήψη.
Ο Ντόριαν διαπιστώνει έντρομος πως η δυσμορφία του πορτρέτου βαθμιαία χειροτερεύει.
Ανέγγιχτος εξωτερικά, μα ψυχικά καταρρακωμένος και σε έσχατη απόγνωση ευρισκόμενος, ξεσχίζει τον πίνακα μ’ ένα μαχαίρι.
Οι υπηρέτες του βρίσκουν το πρωί στο πάτωμα ένα φριχτά γερασμένο πτώμα με το μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά. Πολύ δύσκολα καταφέρνουν να αναγνωρίσουν την ταυτότητα του κυρίου τους, ενώ το πορτρέτο παραμένει ανέπαφο, όπως ακριβώς είχε φιλοτεχνηθεί.
Πώς μου ήρθε τώρα στο μυαλό η ιστορία του Ντόριαν Γκρέι; Άκουσα την Τρίτη -όσο μπόρεσα ν’ αντέξω- τα λεγόμενα του «δικού μας» Ντόριαν Γκρέι, του Αλέξη Τσίπρα.
Αν επρόκειτο να αποδώσει κανείς με μία μόνο φράση την κατάστασή του, μαζί με αυτή της «αριστερο»-ακροδεξιάς κυβέρνησης, νομίζω πως ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός θα ήταν: πολιτικός δαιμονισμός. Δαιμονισμός είναι να φτάσεις σε ένα σημείο από το οποίο δεν υπάρχει για σένα επιστροφή. Εκεί όπου χάνεται η θεμελιώδης, υποστασιακή για τον άνθρωπο-πολίτη ελευθερία της δυνατότητας επιλογής και όλα φαντάζουν σαν εξωτερικά επιβεβλημένος «μονόδρομος». Για να «ξεπεράσεις» το ένα κακό, κάνεις κάτι χειρότερο. Για να «υπερβείς» (συγκαλύψεις) ένα έγκλημα, διαπράττεις άλλο ειδεχθέστερο.
Στο μυθιστόρημα του Ουάιλντ ο Ντόριαν «αυτοκτονεί». Στην ελληνική πραγματικότητα ο νεαρός γόης(;) που πρωθυπουργεύει δε φαίνεται διατεθειμένος να «αυτοκτονήσει». Τουναντίον. Έχει μάλιστα και μια πρώτης τάξης δικαιολογία γι’ αυτό. Μας μαλώνει και λέει: «Τι θέλετε, δηλαδή; Να έρθει ο Κούλης;»
Εμείς, κύριε Alexis, δεν θέλαμε ποτέ τον Κούλη. Γι’ αυτό και σ’ εμπιστευτήκαμε. Και το πρόβλημα δεν είναι ούτε το στιλ ούτε το βλέμμα του Κούλη. Είναι η πολιτική του. Αυτή που τώρα κι εσύ εφαρμόζεις «με επιτυχία», συλλέγοντας παράσημα και κονκάρδες, που καρφιτσώνεις με καμάρι στο πέτο σου, από αυτούς που σε εκβίαζαν και σε «βασάνιζαν» 17 ώρες. Και μαζί με σένα τη χώρα και –κυρίως- τους χωρικούς. Κι αν έρθει ξανά ο Κούλης, να ξέρεις ότι εσύ θα τον έχεις φέρει· όχι εμείς. Και το χειρότερο είναι ότι, αν παραστεί ανάγκη –«για την (ξανα)σωτηρία της χώρας» ασφαλώς- σάς βλέπω να συγκυβερνάτε με τον Κούλη. (Καλύτερος είναι ο Καμμένος;)
Μήπως ήρθε η ώρα να σταθείς κι εσύ, σαν τον Ντόριαν Γκρέι, μόνος, κατάμονος μπροστά στο πορτρέτο σου, ν’ αντικρίσεις την αφόρητη ασχημία του προσώπου σου;
Αισθάνθηκες ποτέ σου αυτή την εσωτερική ανάγκη, κύριε Alexis;