του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (1969) που συχνά τον επικαλούμαι, γιατί ως φοιτητής του καθηγητή Λ. Πολίτη στο ΑΠΘ αυτή με καθοδήγησε στο δρόμο του Νεοελληνικού Λόγου μαζί με την αντίστοιχη Ποιητική Ανθολογία των εκδ. Γαλαξία, γράφει για τη λογοτεχνία της περιόδου:
«Ένας άλλος κόσμος, πλουσιότερος και βαθύτερος, αλλά και πιο υπεύθυνος και πιο τραγικός έρχεται να πάρει τη θέση του παλαιότερου της διάλυσης και της παρακμής» (σελ. 69). Στην ενότητα για την Πεζογραφία, αναφερόμενος στον Άγγελο Τερζάκη σημειώνει ότι «Ιδιαίτερη θέση κατέχει από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις» και συνεχίζει αναφερόμενος στα δραματικά έργα, μυθιστορήματα, διηγήματα και κριτικά άρθρα. Καταλήγει: «Ο Τερζάκης είναι ίσως ο πιο φιλοσοφικά ανήσυχος της γενιάς του. Σε εφημερίδες και περιοδικά (ήταν και διευθυντής του περιοδικού «Εποχές») έχει δώσει πλήθος δοκίμια και κριτικές μελέτες που προδίδουν βαθύ στοχασμό και φιλοσοφική ενημέρωση. Δεν είναι ασφαλώς άσχετο ότι (όπως και ο Θεοτοκάς) έστρεψε ένα μεγάλο μέρος από τα ενδιαφέροντά του και προς το θέατρο» (σελ. 75-6).
***
Ο Άγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά, αλλά αφοσιώθηκε από νεαρή ηλικία στη λογοτεχνία και καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη του πεζού λόγου: διήγημα, μυθιστόρημα, θέατρο και δοκίμιο. Στα μυθιστορήματά του προσπάθησε να παρουσιάσει την κρίση και την παρακμή της μικροαστικής οικογένειας μέσα σε μια ατμόσφαιρα βαριά και αρρωστημένη, κατάλληλη όμως να πλαισιώσει την υπόσταση και τον ψυχισμό των προσώπων του. Προσπάθησε επίσης με ιδιαίτερη επιτυχία να ζωντανέψει την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο με το ιστορικό του μυθιστόρημα «Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» που κατέχει ξεχωριστή θέση στην πεζογραφία μας. Ο Τερζάκης διακρίθηκε στο δοκίμιο. Άνθρωπος με άγρυπνη συνείδηση και βαθύ στοχασμό και επηρεασμένος από τη σύγχρονη υπαρξιακή φιλοσοφική σκέψη, δημοσίευσε αρκετά υποδειγματικά δοκίμια στη γλώσσα μας. Έργα του:
α) Μυθιστορήματα: «Δεσμώτες» (1932), «Η παρακμή των Σκληρών», «Η Μενεξεδένια Πολιτεία», «Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ», «Ταξίδι με τον Έσπερο», «Δίχως Θεό», «Μυστική Ζωή».
β) Διηγήματα: «Ο Ξεχασμένος» (1925), «Φθινοπωρινή Συμφωνία», «Του Έρωτα και του Θανάτου», «Η Στοργή (νουβέλα)», «Απρίλης», «Το Βιβλίο του Γιου μου».
γ) Θεατρικά: «Αυτoκράτωρ Μιχαήλ» (1936), «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Σταυρός και το Σπαθί», «Θεοφανώ», «Νύχτα στη Μεσόγειο», «Θωμάς ο δίψυχος» κ.ά.
δ) Δοκίμια: «Προσανατολισμός στον Αιώνα» (1963), «Ελληνική Εποποιία 1940-1941» (1964).
[Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο, Β΄ Λυκείου]
Το 1937 ανέλαβε τη Γραμματεία του Εθνικού Θεάτρου, όπου κατέλαβε διαδοχικά διάφορες διοικητικές θέσεις, φθάνοντας ως εκείνη του υπηρεσιακού γενικού διευθυντή (με αίτησή του παρέμεινε ως το 1960 στη θέση του διευθυντή δραματολογίου, την οποία κατέλαβε το 1940). Από το 1940 και ως τη λήξη του πολέμου υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου (1939), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1958), το Βραβείο Δοκιμίου των Δώδεκα (1964 για τον τόμο δοκιμίων Προσανατολισμός στον αιώνα), το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1969).
***
Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Τερζάκη «Δίχως Θεό» (1951). Το «Δίχως Θεό» είναι μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη, που η κριτική το χαρακτήρισε από τα λαμπρότερα δείγματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου σκεπτόμενου, επαναστάτη κάποτε, που επιφορτίζεται με την ανατροφή δυο ορφανών ανιψιών του. Ο Παραδείσης θα αγωνιστεί να τα μεγαλώσει με τις πλατιές αντιλήψεις του, που δεν χωρούν σε δογματισμούς.
«― Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.
Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.
― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του το ’δωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν το ’βρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά ή γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. […] Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. […]
Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.
― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;
― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαριά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου […] Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης…».
Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε τον Παντελή Πρεβελάκη και το έργο του.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής