του Νίκου Λάιου
Καταπώς λέει ο παλιός μύθος, πάνω απ’ τους Δελφούς έσμιξαν οι δυο αητοί, που ο Δίας έστειλε να πετάξουν, απ’ τις δυο εσχατιές του κόσμου, για να του βρει το κέντρο. Έριξε, τότε, απ’ τον ουρανό, στον αποκάτω τόπο για σημάδι, μια μεγάλη πέτρα και, λοιπόν, τόπος και πέτρα ειπώθηκαν «ομφαλός».
Ένα απ’ του μύθου τα διδάγματα είναι το αξεδιάλυτο ρήξης και συνέχειας, μες στη μετάβαση: Πέτρα-ύλη μέσω του αέρα-πνεύματος, γιατί έτσι ορίζει η βουνίσια αρμονία, μα και επειδή, πριν απ’ το ιερό του ηλιακού Απόλλωνα, έστεκε στους Δελφούς (απ’ το δελφύς = μήτρα) ιερό της χθόνιας Γαίας, ενώ και το σχήμα της ουρανόπεμπτης πέτρας ήταν του αυγού, που οι οπαδοί τού ορφισμού το νόμιζαν κοινή πρώτη μήτρα του κόσμου. Άλλο, που διδασκόμαστε, είναι ότι και πέτρα ακόμα δύναται να πάψει να ’ναι σκέτο στουρνάρι μες στα στουρνάρια, ότι ως κι αυτή δύναται να γίνει σύμβολο ιερό.
Στις τέτοιες πέτρες ανάμεσα η βόλτα μας, την περασμένη Κυριακή, οικογενειακώς. Δεν κατεβήκαμε στον ναό της Προναίας Αθηνάς, όπου είναι η είσοδος δωρεάν. Πήραμε το κομμάτι που ξεκινάει απ’ το μουσείο των Δελφών και τελειώνει στο Στάδιο. Έξι ευρώ ο κάθε ενήλικας και μπρος για τον ανήφορο.
Μα δεν μπόρεσαν οι καρδιές μας να φτερουγίσουν αμπόδιστες. Θα έφταιγε κι η κλεισούρα των απαγορευτικών, που όσο κι ελαφρότερη να μας έχει πέσει στη Φωκίδα, κλεισούρα μένει. Μα φταίγανε και τα όσα είδαμε. Ναό του Απόλλωνα, Θέατρο, Στάδιο, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των Θησαυρών (Σιφνίων, Βοιωτών, πάει λέγοντας) πνιγμένα στο χορτάρι. Εκατοστάδες οι ξέμπαρκες πέτρες ‒ένας υπουργός δε θα φιλοτιμηθεί να βάλει ποτέ μπρος τη συνάρμοσή τους;‒, δώθε-κείθε αφημένες ή πεταμένες, βουλιαγμένες κι αυτές στη χορταρένια θάλασσα μέσα. Ρωτήσαμε μιαν υπάλληλο, πήραμε απάντηση ότι κόβονται Ιούνη τα αγριόχορτα. Σε μεριές-μεριές σε φτάνουν μέχρι πάνω απ’ το γόνατο, ο θεός ξέρει πού θα ’ναι φτασμένα ως τότε.
Και από κοντά τα λιγοστά ξύλινα κάγκελα, άβαφα, βασανισμένα ‒ενός η κουπαστή έπαιξε ξεκάρφωτη στη χούφτα μου μέσα, ανεβαίνοντας‒, οι στρώσεις απ’ το λεπτό χαλίκι, παντού στη στράτα, καταφαγωμένες. Γεύση γενική αφροντισιάς, παραίτησης, ξεπεσμού. Σαν των «ταγών» της χώρας – των στουρναριών μες στα στουρνάρια, τόσο ξένων στις δώθε-κείθε πεταμένες πέτρες των Δελφών, που αρμενίζουν μες στο πνεύμα, χωρίς να σώνεται η υλική τους μεριά. Τις πέτρες των Δελφών, που μαζί με της Ολυμπίας αποκάτω, στο Μοριά, στάθηκαν για αιώνες σύμβολο ενότητας του όπου της γης ελληνικού κόσμου. Αλλά είπαμε: Ενότητα και συνέχεια είναι για τους μύθους τούς διαλεκτικούς … Οι νέοι οι μύθοι, οι ανάλατοι, διδάσκουν ακέρια ρήξη… Τάχα μου…
Τι γκρινιάζω; Δεν άνοιξαν οι αρχαιολογικοί χώροι, να πάμε εμείς, οι απλοί, να ξεστραβωθούμε; Να έρθουνε κι οι ξένοι, τουρίστες ή προσκυνητές, να μας τα ακουμπήσουνε, πάντως, ζεστά-ζεστά, πανδημία-ξεπανδημία…
Κεφάλια αγύριστα κι αχάριστα, σκεφτήκαμε να κάνουμε επιστολή διαμαρτυρίας στο υπουργείο πολιτισμού… Είπαμε να τραβήξουμε και τις σχετικές φωτογραφίες, να φαίνεται ότι η κατάσταση είναι ξένη σε κάθε έννοια αρμονίας αρχαιοτήτων και φυσικού τους περίγυρου.
Κάναμε τη σκέψη ψηλά, στο Στάδιο. Κατηφορίζοντας, τα αποθανατίσαμε όλα όσα έπρεπε, εξόν ένα, που είχαμε ιδωμένο ανεβαίνοντας, μα τώρα μάς ξέφυγε – ας όψεται το πέτρινο αρμένισμα, που μας ξεμυάλιζε. Εκείνο που είχαμε δει και τώρα μας ξέφυγε, ήτανε μια μεταλλική ταμπέλα, με γραφτές επεξηγήσεις, διπλά κουτσουλισμένη. Και ήταν, οι δυο μεγάλες μαγαρισιές, ξεραμένες, όχι τίποτα της ώρας, να δικαιολογείται.
Οι δυο αητοί του Δία;
* Ο τίτλος είναι στίχος από το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Δελφοί».