του Βασίλειου Πετράκου*

πῆρξε καὶ μιὰ ἄλλη ὄψη τοῦ Πολέμου, ἐκείνη ποὺ ζοῦσαν οἱ ἀστράτευτοι πολίτες στὰ Μετόπισθεν, στὶς πόλεις, στὰ χωριά. Οἱ φίλοι, οἱ συγγενεῖς τῶν πολεμιστῶν, γονεῖς, σύζυγοι, παιδιά, ἀδέρφια. Τὸ ἠθικὸ τῶν ἀμάχων ἔπρεπε νὰ εἶναι, ὅσο γινόταν δυνατό, ἀκμαῖο. Εἶχαν κι αὐτοὶ ἕνα Μέτωπο, τὴν ἀγωνία γιὰ τοὺς δικούς τους, ποὺ βρίσκονταν στὰ βουνά, τοὺς βομβαρδισμούς, τὴν καθημερινὴ ἐπιβίωση χωρὶς προστάτες. Καὶ σκεφθεῖτε καὶ κείνους, ποὺ ἔπαιρναν ξαφνικά, σ᾽ ἕνα φάκελο, τὴν ἀναγγελία τοῦ θανάτου τοῦ δικοῦ τους. Δεκατρεῖς χιλιάδες τριακόσιες εἰκοσιπέντε οἰκογένειες.

Ἡ Λογοκρισία δὲν ἄφινε νὰ φτάνουν ἕως τὸν πολὺ κόσμο εἰδήσεις γιὰ τὶς κακουχίες τῶν φαντάρων. Οἱ ἐφημερίδες τὰ παρουσίαζαν ὅλα σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο καὶ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς παραστεκόταν. Τὴ στήριξη τοῦ ἠθικοῦ τῶν πολιτῶν ἀνέλαβε ἡ Κυβέρνηση μὲ τὴ βοήθεια τῶν λογίων καὶ τῶν καλλιτεχνῶν. Ἠθοποιοί, τραγουδιστές, ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, ὅλοι ἐπιστρατεύτηκαν στὴ μάχη κατὰ τοῦ φασισμοῦ, μὲ πρῶτο ὅπλο τὴ γελοιοποίησή του καὶ τὴν ἀποθέωση τῶν φαντάρων μας. Οἱ στρατιῶτες στὸ Μέτωπο τὰ μάθαιναν ὅλ᾽ αὐτὰ καὶ πικραίνονταν. Γράφει ἕνας μεγάλος τῶν Γραμμάτων μας, ποὺ πολεμοῦσε: «Φαίνεται πὼς ἡ Βέμπο ἔχει γίνει ἕνα εἶδος Ζὰν ντ᾽ Ἄρκ, εἴδωλο τοῦ λαοῦ. Ἄν τοὺς ἀκούσεις ὅλους αὐτούς, θ᾽ ἀποχτήσεις τὴν πεποίθηση πὼς ἐκεῖ πάνω, στὰ χαρακώματα τοῦ Σὲν Ντέλι καὶ τοῦ Μάλι Σπὰτ, οἱ φαντάροι πετροβολοῦνε μὲ κουραμπιέδες τοὺς Ἰταλοῦς προτοῦ τοὺς πάρουνε φαλάγγι».

Ἡ Παναγία ἔγινε ἡ προστάτιδα τῶν στρατιωτῶν καὶ θαύματα ἀναφέρονται. Ὁ τσολιᾶς, συνεχιστὴς τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ᾽21, ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς λεβεντιᾶς, τῆς γενναιότητας, πάντοτε ἀρειμάνιος καὶ ἀκμαῖος, χωρὶς νὰ ὑποπτεύει ὅτι στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ᾽43 θὰ μαύριζε ἡ εἰκόνα του. Πολλοὶ στὶς πόλεις ἐργάζονταν στὴ θέση ἐκείνων ποὺ βρίσκονταν στὰ βουνὰ τοῦ πολέμου. Τὰ σχολεῖα δὲν εἶχαν δασκάλους. Πρῶτες οἱ γυναῖκες, μανάδες, σύζυγοι, ἀδερφές, γίνονταν νοσοκόμες, δούλευαν ἐθελοντικὰ σὲ Ὑπηρεσίες, ἔπλεκαν μάλλινα γιὰ τοὺς φαντάρους. Οἱ Ἠπειρώτισες ἀνάλαβαν πολεμικὰ καθήκοντα, μεταφορὰ πυρομαχικῶν καὶ τροφίμων πάνω στὰ βουνά. Ὅσα ἀκοῦτε ἦταν πραγματικότητα. Οἱ νίκες μας πανηγυρίζονταν μὲ πολύχρωμες εἰκόνες, ποὺ στόλιζαν κάθε σπίτι, κάθε γραφεῖο. Ἐρσέκα, Κορυτσᾶ ἡ νίκη τῶν νικῶν, Πόγραδετς, Ἅγιοι Σαράντα. Ὁ νικητὴς στρατός μας ἐνέπνευσε τὸν Γεώργιο Βλάχο στὶς 7 Δεκεμβρίου ἕνα ἀπαράμιλλο σχόλιο: «Ἄρχισεν ὁ πόλεμος τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην Ὀκτωβρίου εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί. Ἡμέραι τέσσαρες ὁ Ὀκτώβριος. Καὶ τριάντα ὁ Νοέμβριος. Καὶ ἕξ ὁ Δεκέμβριος, τεσσαράκοντα ἡμέραι τοῦ πολέμου, οἱ Ἅγιοι Σαράντα. Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Στρατοῦ μας…». Καὶ ἀκολούθησε τὸ Ἀργυρόκαστρο, ἡ Κλεισούρα. […]

Οι Γερμανοί εισβάλουν στην Ελλάδα

Στὶς 20 Ἀπριλίου ὁ στρατηγὸς διοικητὴς τῶν τμημάτων τῶν Στρατιῶν Ἠπείρου καὶ Μακεδονίας ὑπογράφει ἀπὸ μόνος του συνθηκολόγηση μὲ τοὺς Γερμανούς. Τὴν ἑπομένη ὑπογράφει καὶ μὲ τοὺς νικημένους Ἰταλούς, πράξη μοναδικὴ στὴν Ἱστορία. Καὶ οἱ πολεμιστὲς ἐπάνω στὸ Μέτωπο, πού ’χαν περάσει μὲ τὴ λόγχη χιόνια καὶ βοῦρκο, πού ’χαν κυριέψει κορφὲς καὶ κλεισοῦρες, σκάβοντας τάφους καὶ μπήγοντας σταυρούς, σημάδια τοῦ νικηφόρου διάβα τους, τ’ ἀφίνουν ὅλα, πέρνουν τὸ δρόμο τοῦ Γυρισμοῦ, ἀκολουθώντας τὸ ξόδι τῆς πεθαμένης Νίκης τους.

Διηγεῖται ὁ Ἀντρέας πὼς τὸ ξεστόμισε ὁ λοχαγὸς στοὺς στρατιῶτες, ποὺ κράταγαν τὸ Μνῆμα τῆς Γρηᾶς: «Κουράγιο … ἦρθε διαταγὴ … ἀμυντικὲς θέσεις … Ἑλλάδα».

Ἀναρωτιοῦνται οἱ στρατιῶτες: «Ἑλληνικὰ μιλάει ὁ λοχαγός; Ἑλληνικὰ μιλάει;».

«Μὴν κλαῖς Ἀντρέα, μὴν κλαῖς», λέει ὁ λοχαγός, μὰ τρέχουν κι’ αὐτουνοῦ τὰ μάτια. «Ξεκίνησε ἡ φάλαγγα μόλις ἔπιασε νὰ νυχτώνει. Δὲν πᾶνε τὰ πόδια. Κολλᾶνε κάτω στὸ χῶμα σὰν νἄθελαν νὰ ριζώσουν ἐδῶ. Ὅμως ὁ κατήφορος εἶναι ἀπότομος. Μᾶς διώχνει τὸ βουνό, μᾶς διώχνει ἡ Ἀλβανία».

«Ἐκεῖ στὴν ὁροθετικὴ γραμμὴ σὰν ἔφτασαν, ἔγιναν πράγματα ἀπίστευτα. Ἄντρες ἄξεστοι, ποὺ ἴσαμε χτὲς δὲν εἴχανε γνοιαστεῖ γιὰ τίποτα, σωριάζονταν χάμου, ἔβαζαν τὶς χοῦφτες τους στὸ χῶμα, ἔσκυβαν κι ἀνασπάζονταν τὴ γῆ. Ἄλλοι ὄρθιοι, ἀμίλητοι, κοίταζαν κατὰ πίσω μὲ μάτι ποθεινό, τὰ κορφοβούνια ποὺ εἶχαν παρατήσει, ἐκεῖ ποὺ τοὺς πῆγε φτερουγίζοντας τ᾽ὄνειρο μιᾶς αὐγῆς. Τὸν εἴχανε πλάσει μὲ τὸ νοῦ τους ἀλλιῶς τοῦτο τὸ γυρισμό: σὲ γραμμὲς πυκνές, μὲ τὸ βῆμα, λόγχες ν᾽ἀστράφτουν, σάλπιγγες νὰ κελαϊδᾶνε, ἄλογα νὰ χλιμιντρίζουν, καμπάνες νὰ σημαίνουν, μαντήλια νὰ τοὺς καλωσορίζουν. Καὶ νὰ φυσάει παντοὺ ὁ ἄνεμος τῆς νίκης, ὁ ἥλιος νὰ λάμπει μέσα σὲ καταγάλανο, εἰρηνικὸ οὐρανό. Αὐτὸ θὰ ἦταν Δικαιοσύνη Αὐτὸ θὰ ἦταν νίκη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θ᾽ ἀναπλήρωνε γιὰ τὴν ἀδικία, θὰ γιάτρευε ὅλες τὶς πληγές. Καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστέναζαν τότε ξαλαφρωμένοι κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα τους, κι ὅσοι μαυροφορέθηκαν στὴν πατρίδα, ὅσοι ἀπόμειναν μὲ ἀδειανὴ ἀγκαλιά, ὅσοι δὲν θἄβλεπαν τὸν πολεμιστή τους νὰ γυρίζει πίσω θὰ ἤξεραν πὼς αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται ἀντὶ γιὰ κεῖνον, εἶναι οἱ ἐκδικητές ».

Πολλοὶ στὶς πόλεις ἐργάζονταν στὴ θέση ἐκείνων ποὺ βρίσκονταν στὰ βουνὰ τοῦ πολέμου. Τὰ σχολεῖα δὲν εἶχαν δασκάλους. Πρῶτες οἱ γυναῖκες, μανάδες, σύζυγοι, ἀδερφές, γίνονταν νοσοκόμες, δούλευαν ἐθελοντικὰ σὲ Ὑπηρεσίες, ἔπλεκαν μάλλινα γιὰ τοὺς φαντάρους. Οἱ Ἠπειρώτισες ἀνάλαβαν πολεμικὰ καθήκοντα, μεταφορὰ πυρομαχικῶν καὶ τροφίμων πάνω στὰ βουνά

Σὲ εἰκοσιμία μέρες οἱ ναζὶ βρέθηκαν στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, στοὺς Ἀμπελόκηπους τοὺς παραδόθηκε ἡ πόλη ἀπὸ τὸν στρατιωτικὸ διοικητή, τὸν Νομάρχη καὶ τοὺς Δημάρχους Ἀθήνας καὶ Πειραιᾶ. Δὲν δείχνουν ταραγμένοι, χαριεντίζονται μὲ τοὺς ναζί. Καὶ πρὶν ἐννιὰ μέρες ὁ Ἀλέξανδρος Κορυζῆς εἶχε αὐτοκτονήσει ἀπὸ τὴν πίκρα τῆς ἄδικης μομφῆς. Οἱ νικητὲς σὲ λίγα λεπτὰ ὕψωσαν στὸ Βράχο τῆς Ἀθήνας τὸ μαυροκόκκινο σημάδι τους καὶ οἱ Ἕλληνες ἔγιναν δοῦλοι. τους. Σκλάβοι ἐκείνων, ποὺ θαυμάζαμε τὴν ποίησή τους, τὴ φιλοσοφία, τὴν Τέχνη. Ποὺ σπουδάζαμε στὰ πανεπιστήμιά τους. Καὶ ξαφνικὰ οἱ δάσκαλοι, οἱ ἴδιοι ποὺ μᾶς δίδασκαν τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, βρέθηκαν μὲ τὴ γκρίζα τους στολὴ, τοὺς σιδερένιους σταυροὺς καὶ τὰ γαλόνια κυρίαρχοί μας. Στὶς 27 Ἀπριλίου, μετὰ τὴν Tσεχοσλοβακία, τὴν Πολωνία, Δανία, Νορβηγία, Ὁλλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Γιουγκοσλαβία, ἄρχισε καὶ γιὰ μᾶς ἡ μεγάλη νύχτα.

Κι ὅλα τελείωσαν μὲ τὴν μεγάλη πολυματωμένη καὶ πολυθρήνητη μάχη τῆς Κρήτης, τὸ τελευταῖο ὀχυρό μας. Ἐκεῖ ὁ ἐχθρὸς ἀντιμετώπισε τὸν κρητικὸ λαό, ἄντρες καὶ γυναῖκες. Τοὺς ἐκδικήθηκε κι αὐτὸς γιὰ τέσσερα χρόνια ἀμείλικτα γιὰ τὴν ταπείνωση.

«Ἀπὸ τὸ Μνῆμα τῆς Γρηᾶς ἕως τὴ Θήβα, βαδίσαμε εἰκοσιέξι μέρες», γράφει ὁ Ἀντρέας. Μπλόκα τῶν ἐχθρῶν, ἐκτελέσεις γιὰ λιποταξία, παράδοση τῶν ὅπλων, πείνα. Κάποτε ἔφτασαν κάτω. Σιγὰ σιγὰ βλέπαμε ὅλο καὶ περισσότερους στρατιῶτες σκυθρωπούς, καὶ τραυματίες καὶ ἀνάπηρους. Χωρὶς πόδια, χωρὶς χέρια, μπανταρισμένοι ἀκόμα. Κι ὅλοι ἄρχισαν νὰ μετροῦν τὶς δίσεχτες μέρες. Πόσοι θὰ ἦταν οἱ τυχεροὶ ποὺ θά ’φταναν ὣς τὴν ἀνατολὴ τῆς ἐλευθερίας;

Στὶς 28 Ἀπριλίου, τὴν ἑπομένη τῆς εἰσόδου τῶν ναζὶ στὴν Ἀθήνα, ἀπαγορεύτηκε νὰ κυκλοφοροῦν στὴν πρωτεύουσα μὲ τὴ στολή τους οἱ ὑπαξιωματικοὶ καὶ οἱ στρατιῶτες, ποὺ γύριζαν ἀπὸ τὸ Μέτωπο, στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν Λεωφόρο Ἀλεξάνδρας ἕως τὴ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου κι ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια ἕως τὸ Σύνταγμα. Φοβοῦνταν τοὺς στρατιῶτες, τοὺς ντρέπονταν, ἢ τοὺς περιφρονοῦσαν ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ σαλεμένος νοῦς τους νόμιζε ὅτι εἶχαν γίνει Κύριοι τοῦ κόσμου; […]

25η Μαρτίου 1943 και εγκλήματα

Καὶ ἦρθε ἡ 25 Μαρτίου τοῦ 43. Ὅλοι στοὺς δρόμους. Ἐπάνω τους τὸ ἰταλικὸ ἱππικό. Στὶς 22 Ἰουλίου τῆς χρονιᾶς μέγας ξεσηκωμὸς τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στὴν κάθοδο τῶν Βουλγάρων στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐδῶ κοντά μας, Ὁμήρου καὶ Πανεπιστημίου, στὴ γωνία τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος, τὰ γερμανικὰ πολυβόλα θέρισαν τοὺς νέους. Μόνο μιὰ χάλκινη πλάκα θυμίζει μερικὰ ὀνόματα.

Καὶ ὁ φόνος συνεχίζεται στὸ χωριὸ Κομμένο τῆς Ἄρτας. Ἐκεῖ ἔγινε πραγματικὰ ὁ «Ματωμένος γάμος» (16 Αὐγούστου ᾽43). Ὅσοι δὲν σκοτώθηκαν, πνίγηκαν στὸν Ἄραχθο, 317 στὸ σύνολό τους, περισσότερες οἱ γυναῖκες ἀπὸ τοὺς ἄντρες, 97 τὰ παιδιά. Ἕνας πολυβολητὴς, ὁ Ἄντον Τσίγκλερ ὁμολόγησε : «Μᾶς εἶπαν νὰ θερίσουμε τοὺς πάντες, γιατὶ οἱ Ἄγγλοι εἶχαν βομβαρδίσει τὴν Κολωνία». 29 Οἱ σφαγὲς τοῦ ᾽43 συνεχίστηκαν στὴ Βιάννο τῆς Κρήτης (13-15 Σεπτεμβρίου ’43), καὶ τελείωσαν μὲ τὰ πολυθρήνητα Καλάβρυτα (10-13 Δεκεμβρίου ’43), μὲ 681 θύματα, ἀμάχους. Δολοφόνοι ἦταν οἱ ἄντρες τῆς μεραρχίας 117.

Τὸ ᾽44 ἦταν ἡ πιὸ πικρὴ χρονιὰ τῆς Κατοχῆς, ποὺ ἄρχισε μὲ τὸ ἔγκλημα τῆς ἡλιόχαρης Τρίτης 11 Ἰανουαρίου. Στὶς 12 τὸ μεσημέρι ἡ Ἀμερικανικὴ ἀεροπορία ἰσοπέδωσε ἄσκοπα τὸν Πειραιᾶ. Βλέπετε τὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μου. Γύρω στοὺς 800 οἱ νεκροί, ἑκατοντάδες ἔμειναν θαμμένοι στὰ ἐρείπια καὶ ξεθάφτηκαν 10 χρόνια ἀργότερα. […]

Η απελευθέρωση και η ατιμωρησία

Μιὰ μέρα μετὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς Λέλας Καραγιάννη, στὶς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ ᾽44, ἡ Βουλγαρία ἀλλάζει στρατόπεδο, ἑνώνεται μὲ τοὺς Συμμάχους. Στὴ Διάσκεψη τῶν Παρισίων ζητεῖ τὴ Δυτικὴ Θράκη ὡς ἀποζημίωση γιὰ τὴ συμμετοχή της στὸν πόλεμο. Στὶς 12 ᾽Οκτωβρίου ὁ στρατὸς κατοχῆς, ἡ μεραρχία καταδρομῶν 117, ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἀφοῦ ὁ ἀρχηγός της καταθέσει στεφάνι στὸ μνημεῖο τῶν Ἀφανῶν. Προηγουμένως κατέβηκε ἡ σημαία τους ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Ὁ Γιάννης Μηλιάδης σὲ σημείωμά του περιγράφει τὴ σκηνή: « Πέμπτη, 12 Ὀκτ. 9.45´. Γερμ. ἀξιωμ. μὲ κούρσα ἔδιωξε τὴ φρουρὰ καὶ τὸν σκοπὸ τῆς σημαίας. Διάβασε μιὰ διαταγὴ μπροστὰ στὴ σημαία καὶ τὴν κατέβασε. Περίστροφο-φωτορεπόρτερ. Ἔζωσε τὴ σημαία καὶ ἔφυγε δρομαίως. Κατόπιν οἱ ἐπὶ τῆς ἀκρ. ἔσπασαν τὰ κοντάρια».

Ἡ 28 η Ὀκτωβρίου διάρκεσε 1445 ἡμέρες ἢ 34.680 ὧρες. Εἶναι ὅλος ὁ Πόλεμος, ἡ Πείνα, ἡ Ἀντίσταση, τὰ Μπλόκα, τὸ Ξεκλήρισμα, ὁ Θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση. Θὰ χρειαζόμουν μέρες γιὰ νὰ εἰπῶ ὅ,τι ἔπρεπε γιὰ τὴν Ἐποποιΐα τοῦ ᾽40-᾽41 καὶ γιὰ τὴν τραγωδία ποὺ ἀκολούθησε

Ἡ μεραρχία διασχίζει τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴ Γιουγκοσλαβία. Κοντὰ στὸ Βελιγράδι ἀποδεκατίζεται ἀπὸ τοὺς παρτιζάνους. Ὁ διοικητής της πτέραρχος Helmut Felmy καταδικάστηκε ὡς ἐγκληματίας πολέμου. Τὸ 1951 ἦταν ἐλεύθερος, πέθανε τὸ 1965. Ὁ δόκτωρ Merten γύρισε μετὰ λίγα χρόνια στὴν Ἑλλάδα. Δὲν δικάστηκε. Παραδόθηκε στὴ Δυτικὴ Γερμανία καὶ συνέχισε τὴ σταδιοδρομία του. Πέθανε τὸ 1971, 27 χρόνια μετὰ τὰ ἐγκλήματά του, ἀμνηστευμένος, ἀμετανόητος καὶ ἀτιμώρητος γιὰ τὶς 65.000 ἑλληνικὲς ψυχὲς ποὺ ἔστειλε στὰ κρεματόρια.

Σ᾽ αὐτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲν φανερώνεται καὶ ἡ ἄλλη ὄψη τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων, ἡ κακή. Τὸ σπέρμα της βλάστησε τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Πολέμου καὶ μέστωσε μὲ τὴν ἄμεση προσφορὰ συνεργασίας μὲ τὸν κατακτητή. Πέρα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς ψευδοπολιτείας καὶ ἄλλοι πολλοί, πάρα πολλοί, τοῦ πρόσφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους σ᾽ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς κοινωνίας, Ἀπὸ τὸ κυβερνητικὸ ἕως τοῦ τελευταίου καταδότη. Ἦταν οἱ ὑπουργοί, οἱ διερμηνεῖς, οἱ βασανιστές, οἱ μάσκες, οἱ ἐκτελεστές, οἱ προδότες. Ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ πλούτισαν μὲ τὴ λεηλασία τῶν πεινασμένων. Ἦταν οἱ ὁραματιστὲς τῆς Νέας Εὐρώπης, οἱ δοσίλογοι, οἱ μαυραγορίτες. Ὅ,τι ἀνήθικο, βρωμερὸ κατακάθι ὑπῆρχε στὸν τόπο μας κρυμμένο, συναδελφώθηκε μὲ τὸ ἔγκλημα, μὲ τοὺς Ἐφιάλτες καὶ τοὺς Νενέκους τῆς γενιᾶς τοῦ ᾽41. Ὅπως ὁ Ποῦλος στὴ Μακεδονία. Αὐτὸς ἐκτελέστηκε τὸ 1949. Ἀπὸ τοὺς ἄλλους οἱ περισσότεροι ἔμειναν ἀτιμώρητοι.

Ο Ύπνος και ο Θάνατος

Ἡ 28 η Ὀκτωβρίου διάρκεσε 1445 ἡμέρες ἢ 34.680 ὧρες. Εἶναι ὅλος ὁ Πόλεμος, ἡ Πείνα, ἡ Ἀντίσταση, τὰ Μπλόκα, τὸ Ξεκλήρισμα, ὁ Θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση. Θὰ χρειαζόμουν μέρες γιὰ νὰ εἰπῶ ὅ,τι ἔπρεπε γιὰ τὴν Ἐποποιΐα τοῦ ᾽40-᾽41 καὶ γιὰ τὴν τραγωδία ποὺ ἀκολούθησε. Τὰ πρόσωπα ποὺ χάθηκαν, θεωρία ἀθώων ἀτελείωτη, ἀμέτρητη, μᾶς θωροῦν ἀκίνητα, σὰν θεῖες εἰκόνες, στεφανωμένα μὲ τὸ ἀγκάθινο στεφάνι τοῦ μάρτυρα. Οἱ μανάδες μὲ τὰ μωρά τους, οἱ σφαγιασμένοι ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες, οἱ γέροντες, Οἱ δύο νέοι ποὺ βλέπετε, ἀδέρφια, ὁ Ὕπνος καὶ ὁ Θάνατος, γνωρίζουν, παραστάθηκαν σὲ ὅσα ἀκούσατε. Τοὺς ὑποδέχτηκαν ὅλους στοργικὰ ὅπως ἔκαναν πάντοτε στὰ μαρτύρια τοῦ τόπου μας.

* Ο Βασίλειος Πετράκος γεννήθηκε το 1932, είναι εν ζωή, είναι κλασικός αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός από το 2010. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι αποσπάσματα από ομιλία του στην πανηγυρική δημόσια συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών για τα 77 χρόνια από την 28η Οκτωβρίου 1940. Η επιλογή των αποσπασμάτων και οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης της εφημερίδας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!