Ολόκληρη η πολιτική ζωή της χώρας είναι ένα reality show που ξεπερνάει σε στημένα πλάνα και μέτριους ηθοποιούς το Survivor. Με τη διαφορά ότι έχει μεν πολλούς αβανταδόρους και ικανούς στην επικοινωνία, αλλά η τηλεθέαση μέσα στην κοινωνία είναι αρνητική. Και πίσω από τα στημένα σκηνικά δεν υπάρχουν ούτε ασθενοφόρα ούτε ελικόπτερα για τα ατυχήματα που μπορεί να συμβούν στην πορεία. Όπως φαίνεται από τα ελάχιστα δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό τύπο για την Ελλάδα και την παντελή απουσία του ελληνικού δράματος από τις ειδήσεις των διεθνών τηλεοπτικών δικτύων, κανένας δεν ενδιαφέρεται πλέον για τη χώρα μας. Οι επικριτές μας γιατί οι δανειστές πήραν ό,τι ήθελαν με το παραπάνω και με την πλήρη ταπείνωση των απείθαρχων Ελλήνων και οι υποστηριχτές μας γιατί έφαγαν το πιο χοντρό άδειασμα στην ιστορία των κινημάτων αλληλεγγύης επί ευρωπαϊκού εδάφους. Κανένας πια δεν θέλει να μας συζητάει. Ούτε οι εχθροί που τρίβουν τα χέρια τους ούτε οι φίλοι που πρωτοστάτησαν στο κίνημα υποστήριξης της Ελλάδας όταν αγωνιζόμασταν για το Όχι στα μνημόνια. Μόνο από ευγένεια και οίκτο μερικοί κάθονται ν’ ακούσουν τον πόνο και τον καημό μας.
Το άκομψο «εγώ δεν είμαι Τσίπρας» του Μελανσόν θύμισε το «πάρε τον παπά» που λέγαμε στα μαθητικά μας χρόνια και διώχναμε από πάνω μας και πασάροντας το μίασμα με ένα άγγιγμα στον διπλανό μας. Κανένας δεν θέλει να τον συνδέσουν με το ελληνικό μας φιάσκο. Κάθε σύνδεση με τον ΣΥΡΙΖΑ επιφέρει συνέπειες επιβλαβείς γιατί έχει γίνει συνώνυμο της ασυνέπειας, της αναξιοπιστίας και της αυτομολίας με θανατηφόρο βαθμό επικινδυνότητας. Οι Έλληνες δεν είναι μόνο τεμπέληδες, είναι και ψευταράδες, λένε τώρα. Και οι αριστεροί είναι της πλάκας.
Αν οι παλιοί μας συναγωνιστές δεν είχαν μέσα στα χρόνια μετεξελιχθεί σε ακραίους συντηρητικούς θα λάβαιναν υπόψη τους ότι τα πάντα ρει. Και ότι το Όχι ήταν μόνο η αρχή ενός μοναδικού φαινομένου σε εξέλιξη. Και δεν είναι καθόλου υπερβολικό να υποθέσουμε ότι και ο Μελανσόν θα είχε ακόμα καλύτερη τύχη στις γαλλικές εκλογές εάν στην Ελλάδα το Όχι είχε παραμείνει Όχι. Το ίδιο και ο Ιγκλέσιας των Ποδέμος που βιάστηκε να φωτογραφηθεί με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας μετά το Όχι που έγινε σε μια νύχτα Ναι. Θέλοντας να πάρει πόντους από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, πήρε τελικά τον «παπά».
Βέβαια, η σύγκρουση θα ήταν για ανθεκτικούς μαχητές αν το Όχι είχε παραμείνει σθεναρά Όχι, αλλά πιθανότατα οι εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη θα ήταν πολύ διαφορετικές. Όχι μόνο γιατί αναπάντεχα ακολούθησαν το Όχι των Βρετανών και το Όχι των Ιταλών, που απέδειξαν ότι τίποτα δεν συνέβη από τα φοβερά και τρομερά που προμήνυαν οι ευρωπαϊστές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και τραπεζίτες, ότι θα συμβούν σαν κατάρες εάν οι Βρετανοί και οι Ιταλοί ψήφιζαν αρνητικά, αλλά και γιατί θα συνέχιζε να αναπτύσσεται ένα διογκούμενο ρεύμα αντίδρασης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στοιχίζουν στους ευρωπαϊκούς λαούς όλα τα μεταπολεμικά επιτεύγματά τους. Όπως έχει ξανασυμβεί στην Ιστορία, αυτό που συνέβαινε σε μικρογραφία εξέφραζε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Αυτό που γινόταν στην Ελλάδα, ένα Όχι που έβγαινε όχι άκοπα και αβασάνιστα από την ψυχή της πλειοψηφίας του λαού της, συμβόλιζε τον αγώνα που έπρεπε να δοθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενάντια σε πολιτικές που είναι καταστροφικές και είχε τεράστια απήχηση, κρίνοντας από τα μεγέθη της επιδοκιμασίας και της αποδοκιμασίας, όσο φαινόταν ότι είναι αληθινό, στέρεο και συνεπές.
Η εκ των έσω παράδοση του ακριτικού επί ευρωπαϊκού εδάφους οχυρού δεν σήμανε μόνο την οριστικοποίηση της αιχμαλωσίας του ελληνικού λαού, της συρρίκνωσης της εθνικής ανεξαρτησίας και της λεηλασίας του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου της χώρας μας. Σήμανε και την απογοήτευση που σάρωσε τα μαζικά κινήματα αντίδρασης και αλληλεγγύης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Η αυτομολία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μία μεγάλη ήττα πανευρωπαϊκής διάστασης. Μία ήττα που αμαυρώνει κάθε αναφορά στην Αριστερά διεθνώς και δεν ξεπλένεται εύκολα, δυστυχώς.
Τα λερωμένα τ’ άπλυτα,
Γκαούρ