Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ (1947-2006)

Από το υπερώο της Ελλάδας
ο Νίκος Καρούζος
ομιλεί στο φθαρτό

Μεσάνυχτα με θανατηφόρο πανσέληνο.
Σκόνη ασφυξία σκοτοδίνη καπνός κοιμούνται
στα λευκά σκεπάσματα και η καρδιά ξαναβρίσκει λίγο
την αναπνοή της εδώ σ’ ένα υπόγειο δύο μέτρα κάτω
από το πεζοδρόμιο και τα πόδια των περαστικών
Δημητρίου Σούτσου τριάντα έξι
πλάι στο μεγάλο γήπεδο απ’ όπου αντηχούν ιαχές
φιλάθλων που έχουν πεθάνει.
Τέτοιαν ώρα άγρυπνος πάντα ο Νίκος Καρούζος
συχνά τις νύχτες εραστής του περιπάτου πλούσιος
φτωχός πολύτιμο σκουπίδι αυτού του κόσμου
ποιητής υμνωδός της ματαιότητας ήπιε οινόπνευμα
από νωρίς και είπε στον Ζουγανέλη
μη γίνεις εξουσιακός Γιάννη σαν εκείνους
τους ελεήμονες των εφημερίδων τους ατάλαντους
δήθεν λαϊκούς με τα χρυσοφόρα στιχάκια.
Δίωξε την ανασφάλεια τη λησμονιά τον θάνατο
από καλοπέραση και σταθερό εισόδημα.
Καλύτερα να ζεις να πεθαίνεις με πείνα με ύπαρξη.
Δέξου ολοπρόθυμα την άνωση των ονείρων
μέσα στη νύχτα που σε σηκώνει στον ουρανό
τη ζεστή μας πατρίδα.
Πες όχι στα φέρετρα της ημέρας.
Δέξου τον μεγάλο τον ολόκληρο θάνατο.
Αρκεί το βάρος αυτό που σηκώνεις την εξουσία
του άλλου σώματος
εσύ
σκουληκάκι που πέφτει στο χώμα να γίνει
καρπός.

Για τους γδυμνούς
τους αδύναμους

Ω φίλοι εσείς πολυπικραμένοι
Του αίματος λίγοι εσείς που απομείνατε
Για το μαύρο χώμα της πατρίδας αυτής
Κάποιοι ως τα κόκαλα φέρνοντας
Όσο τρόμο και πόνο και θλίψη
Έχει εντός του ακόμη
Ακουστέ με.
Παντού τριγύρω έρπουν πλήθη δίχως
Ουρανό μας περιζώνουν δίχως καθόλου
Μια μικρούλα φωτιά από πίστη ή γαλάζιο
Δικό τους μια στάλα κλωνάρι
Ευκαλύπτου ή χλωρές λωρίδες θαλάσσης
Επάνω στα γόνατα.
Να κατέχουν μόνο ποθούν με δυο χέρια
Σκληρά να κρατούν με δυο μάτια
Τυφλά χαράδρες του άδειου
Να βλέπουν· μόνο αισθήσεις αρπακτικού
Δίχως δάκρυ αργά να σαπίζουν μαζί
Με τον τόπο αυτόν που αγάπησαν
Παράφοροι άνθρωποι και δάσκαλοι παλαιοί
Με φθαρμένα σανδάλια κι ένα ρούχο φτωχό
Τριγύρω στ’ αδύναμα πόδια τους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!