Με ταχύτατες διαδικασίες, τύπου fast-track, το υπουργείο Περιβάλλοντος (ΥΠΕΚΑ) προχωρά στην αδειοδότηση επενδυτικού σχεδίου της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., στη Χαλκιδική. Στις 29 Οκτωβρίου, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, η Ειδική Υπηρεσία Περιβάλλοντος (ΕΥΠΕ) του ΥΠΕΚΑ διαβίβασε στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Χαλκιδικής τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου «Μεταλλευτικές-μεταλλουργικές εγκαταστάσεις Μεταλλείων Κασσάνδρας της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. στη Χαλκιδική» και εξασφάλισε τη θετική γνωμοδότησή του. 

Πρόκειται για μια μελέτη ογκωδέστατη (4.500 σελ.), που πραγματικά δεν είναι εφικτό να μελετήσει ακόμα κι ένας ειδικός επιστήμονας σε λίγες μέρες, κατάφερε όμως να το κάνει το Ν.Σ. και να πάρει εσπευσμένα ομόφωνη απόφαση για την έγκρισή της, με άμεσο αποτέλεσμα η μετοχή της μητρικής, καναδικών συμφερόντων, εταιρίας της European Goldfields να εκτοξευθεί στα ύψη(!). Όλη η διαδικασία και η απόφαση του Ν.Σ. ελέγχεται και ως προς τη νομιμότητά της, λόγω λήξης της θητείας του και εκλογής των νέων αυτοδιοικητικών οργάνων (άρθρο 9 παρ. 6 του Ν. 3463/2006 – Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων), αλλά και του άρθρου 65 παρ.5 του Ν. 3852/10 (Καλλικράτης). Επίσης, η διαδικασία της διαβούλευσης, έστω και προσχηματικής, μεταφέρθηκε στην Αθήνα και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Κραυγαλέες ελλείψεις
Σ’ αυτή, λοιπόν, τη ΜΠΕ αποκρύπτονται σκόπιμα ουσιαστικά επιστημονικά στοιχεία για την ασφαλή εκτίμηση των επιπτώσεων της επέμβασης ή, όπου αυτά δίνονται, χρησιμοποιούνται με αμφιλεγόμενη έως ύποπτη αντιεπιστημονικότητα. Υπάρχουν μέθοδοι και διαδικασίες που προτείνονται στη ΜΠΕ, που δεν έχουν περάσει καν την «κλινική έρευνα» και η οποία στις τεχνικές επιστήμες ονομάζεται «πιλοτική διακρίβωση».
Γενικότερα επιχειρείται μια ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων, υπάρχει έλλειμμα τεκμηρίωσης μελετών ασφαλείας και επιστημονικών μεθόδων και συστηματική παραβίαση των διαδικασιών που προβλέπει η ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία. Δεν αξιολογείται το μέγεθος των μη αναστρέψιμων βλαβών στο περιβάλλον (κυρίως στο υδατικό), η χρήση και ο τρόπος διαχείρισης επικίνδυνων τοξικών ουσιών (κυάνιο, απόβλητα), η αέρια ρύπανση, το φαινόμενο της όξινης απορροής.
Παρ’ όλο που τα επιχειρηματικά σχήματα που δραστηριοποιούνται διαθέτουν όλα τα μέσα (εξειδίκευση, χρόνο, οικονομικούς πόρους, πρωτογενή στοιχεία), είναι τόσο προφανείς οι ελλείψεις και τα ατεκμηρίωτα στοιχεία, η προσπάθεια ελαχιστοποίησης των επιπτώσεων αλλά και τα μελλοντικά σχέδια για την περιοχή, που ο ένας μετά τον άλλον επιστήμονες και επιστημονικοί φορείς, αξιοποιώντας το θεσμικό τους ρόλο, με πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση, τοποθετούνται κάθετα κατά της έγκρισης της ΜΠΕ και της αδειοδότησης της επένδυσης (πόρισμα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, το Πόρισμα της Ο.Ε. του ΤΕΕ/ΤΚΜ).

Πώς φτάσαμε ώς εδώ
Πριν, όμως, προχωρήσουμε στην αξιολόγηση της επένδυσης έχει σημασία να σημειώσουμε μερικά ιστορικά στοιχεία που καταδεικνύουν αφενός την ελλειμματική έως ανύπαρκτη προάσπιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου κατά την υπογραφή των συμβάσεων από τις κυβερνήσεις, αλλά και την αναξιοπιστία των επιχειρήσεων που διαχρονικά δραστηριοποιήθηκαν και εκμεταλλεύθηκαν -στην κυριολεξία- την περιοχή.
Τον Δεκέμβριο του 2003, λίγο πριν εγκαταλείψει την εξουσία η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με αρμόδιο υπουργό τον κ. Πάχτα, υπέγραψε σύμβαση που κυρώθηκε από τη Βουλή τον Ιανουάριο του 2004 (Ν.3220/2004) και παραχώρησε στη νεοσυσταθείσα εταιρία Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. έναντι 11.000.000 ευρώ 317.000 στρέμματα, 40.000 τ.μ. βιομηχανικά κτίρια και γραφεία, 11.000 τ.μ. αστικά οικόπεδα, 310 κατοικίες, 2 συγκροτήματα θραύσης, λιοτρίβισης και εμπλουτισμού, μηχανολογικό εξοπλισμό, κ.ά. Επίσης, stock 270.000 τόνων συμπυκνώματος αρσενοπυρίτη (περίπου 250.000 ουγκιές χρυσού) παραγωγής της ΑΕΕΧΠΛ από τη λειτουργία του μεταλλείου Ολυμπιάδος στο διάστημα 1976-1996, υπολογιζόμενης αξίας (με μέση τιμή χοντρικής πώλησης) πάνω από 200.000.000 δολάρια (σημερινή τιμή 1.500 δολάρια η ουγκιά μείον 300 δολάρια κόστη μεταπώλησης).
Mε τον ίδιο νόμο, το Ελληνικό Δημόσιο δεν κατοχύρωσε δικαιώματα επί του εξορυσσόμενου μεταλλεύματος ούτε επί του εξαγομένου συμπυκνώματος, απάλλαξε την εταιρία Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. από οποιαδήποτε ευθύνη για αποκατάσταση του περιβάλλοντος και από τους οποιουσδήποτε φόρους μεταβίβασης.
Η Eυρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη ανακοίνωση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμή πώλησης των «Μεταλλείων Κασσάνδρας» στην Ελληνικός Χρυσός ήταν κατώτερη της πραγματικής αγοραίας αξίας τους και ότι, ως εκ τούτου, η εταιρία έλαβε επιδοτήσεις κατά παράβαση των κανόνων της E.E. περί κρατικών ενισχύσεων.
Το ύψος της επιδότησης υπολογίστηκε σε 14 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, δεδομένου ότι η εταιρία δεν επιβαρύνθηκε ούτε με φόρους επί των συναλλαγών, το συνολικό ποσό που το Δημόσιο πρέπει να ανακτήσει από το δικαιούχο ανέρχεται, κατά την Επιτροπή, σε 15,3 εκατ. ευρώ, συν τους τόκους.
Εκτός από το ασήμαντο τίμημα εξαγοράς, όπως διαπιστώνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή… (αν σβήσεις το άλλο), το Ελληνικό Δημόσιο έχει εισπράξει φόρο (4.556.000 ευρώ) μόνο μια χρονιά, το 2007, δεδομένου ότι η Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. στο σύνολο των ετών λειτουργίας της εμφανίζει ζημιές και έξοδα. Επιπροσθέτως, η εταιρία πουλά σε χαμηλό τίμημα τα προϊόντα εξόρυξης στη Silver Wheaton (Caymans) Ltd, και η off-shore, με τη σειρά της, τα πουλάει στην πραγματική τιμή στον τελικό πελάτη. Το κόλπο γνωστό και φορολογικά ελεγκτέο.

Καταστροφή και… πράσινη ανάπτυξη
Για ποια σημαντική επένδυση που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μιλάμε, λοιπόν; Και ποια είναι η αξιοπιστία της εταιρίας;
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν προέκυπτε κάποιο όφελος για το Δημόσιο από την εν λόγω επένδυση, δεν είναι δυνατό να ισοσταθμισθεί με την περιβαλλοντική καταστροφή που προδιαγράφεται. Η επιχειρούμενη επένδυση συνδέεται άμεσα με τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά της περιοχής αλλά και της Περιφέρειας συνολικά, με δευτερογενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την τοπική κοινωνία και παράλληλες επιπτώσεις στην ποιότητα του περιβάλλοντος. Η όποια μεταλλευτική δραστηριότητα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αειφορική, εφόσον δεν εκμηδενίζει τα περιθώρια ανάπτυξης του αγροτικού, του τουριστικού και άλλων τομέων ήπιας μορφής ανάπτυξης της περιοχής και εφόσον αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως αναντικατάστατο οικολογικό-κοινωνικό και οικονομικό «απόθεμα» και ως αναπτυξιακό πλεονέκτημα.
Σήμερα, υπό τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης, το περιβάλλον περνάει σε έσχατη προτεραιότητα και το επιχείρημα της ανάπτυξης με κάθε τίμημα προβάλλει επιτακτικό. Η κυβέρνηση, προφανώς για βελτίωση του εξαγγελτικού της λόγου, αναφέρεται μετ’ επιτάσεως στην αειοφόρο ή πράσινη ανάπτυξη. Τα συμφέροντα όμως είναι τόσο μεγάλα και οι πιέσεις τόσο έντονες, ώστε η εξαντλητική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η αποστράγγιση ορεινών όγκων, η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων, η διακινδύνευση της ασφάλειας των κατοίκων, το μοντέλο ανάπτυξης που προδιαγράφεται και ακυρώνει οποιαδήποτε δυνατότητα συνύπαρξης με άλλες αναπτυξιακές δραστηριότητες που χαρακτηρίζουν την περιοχή, δεν αξιολογούνται ως σοβαροί παράγοντες που ακυρώνουν την αειφορία.
Η σθεναρή αντίδραση των κατοίκων και το κίνημα που αναπτύχθηκε και διογκώνεται, κάνοντας συνεχώς καινούριες συμμαχίες, δεν θα επιτρέψει την υλοποίηση της επένδυσης-εκποίησης που εξασφαλίζει για τον επενδυτή τη μέγιστη κερδοφορία και εξαντλεί τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής για αειφορία.

* Η Πέτη Πέρκα είναι πολιτικός μηχανικός-συγκοινωνιολόγος, μέλος Δ.Ε. ΤΕΕ/ΤΚΜ και μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!