του Μάρκου Δεληγιάννη
Φεύγει κι αυτό το καλοκαίρι. Στης μνήμης τα σκονισμένα ράφια ετοιμάζεται να παραδοθεί. Τι κι αν ακόμα, ασταμάτητα, τα τζιτζίκια ξεφωνίζουν, τι κι αν της ζέστης το πουκάμισο, κατάσαρκα, ακόμα φοράμε, τι κι αν ο ήλιος, ανελέητος, τις έρημες πλατείες μαστιγώνει. Σε λίγο και πάλι στο αφιλόξενο κλεινόν άστυ θα στοιβαχτούμε. Σε λίγο και πάλι η άσφαλτος θα νιώσει τις πατούσες μας, καθώς τους γνώριμους δρόμους θα οργώνουν.
Ο χρόνος ταξιδεύει. Επιβάτες κι εμείς του ίδιου πλοίου, όμως καμωνόμαστε, πως το λιμάνι προορισμού εμείς το αγνοούμε. Μα να, που τώρα του φωτός η ακτινοβολία, όλα στην επιφάνεια τα φέρνει. Τίποτα δεν κρύβεται. Μοιάζει το τοπίο, με του θεάτρου την αυλαία, που όταν σηκώνεται, έκθετους τους ηθοποιούς αφήνει στου θεατή το αδηφάγο μάτι.
Τώρα ο καθένας το προνόμιο εύκολα μπορεί να ‘χει, μεσ’ απ’ της μέρας τη φωτεινότητα, να διακρίνει τους αιμάτινους λεκέδες, που κοσμούν τις πανάρχαιες ακτές της Γάζας -παραλίες γειτονικές- αχνάρια αδιάψευστα, απ’ των κανιβάλων την επιδρομή. Τη σιγαλιά του θανάτου, όμως, την ξεσκίζει της ζωής η κραυγή. Είναι των γυναικών οι εύφορες μήτρες. Αυτές θα γεννάνε, ω άθλιοι γενοκτόνοι. Το αύριο τους ανήκει. Κι ύστερα τα μάτια των δολοφονημένων παιδιών της Παλαιστίνης δεν σβήσανε. Εξακολουθούν, έκπληκτα, να σας κοιτούν και το βλέμμα τους ρομφαία θα γίνει. Πρόσκαιρη η νίκη σας.
Πόσο μωροί, αλήθεια, είναι αυτοί οι στρατοκράτες. Πιστεύουν αβασάνιστα, πως μέσα απ’ του Άδη το έμεσμα, αυτοί αμόλευτοι θα μείνουν. Μόνο αυτοί, οι θύτες, θα σωθούν. Αλίμονο, ανόητοι, η σπίθα που κρύβεται μεσ’ στη φωτιά, που εσείς ανάψατε με την καταστροφική μανία που σας χαρακτηρίζει, αυτή η σπίθα, γρήγορα σε δύναμη ζωοποιό θα μετατραπεί και θα σας κατακάψει. Και τα σφαγεία της γειτονιάς μας αδιάκοπα δουλεύουν. Στην Ουκρανία, η ψυχροπολεμική υστερία των γερακιών της Ουάσιγκτον ανεβαίνει κατακόρυφα. Η Ευρώπη του πολιτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απέστειλε στα ιστορικά χώματα, τον εσμό των νεοναζί, την τάξη να επιβάλουν και το λαό της Ουκρανίας στα νύχια των τοκογλύφων να οδηγήσουν. Χάνονται άμαχοι. Κορμιά σωριάζονται. Δέντρα πελεκημένα. Ο γδούπος ο φρικτός της πτώσης ακούγεται κι η σιωπή, τρομαγμένη, κρύβεται πίσω απ’ τις σκιές ερειπίων. Κι άλλος θάνατος ξαφνικός.
Στο άνομο παιχνίδι των αδίστακτων υαινών, στης σκοπιμότητας το βωμό, ανθρώπινες υπάρξεις θυσιάζονται χωρίς σκέψη καμιά. Κι οι δικοί μας οι ταγοί -υπηρέτες θλιβεροί- υπάκουσαν τυφλά στης Ρώμης τα κελεύσματα. Συμμετέχουν ευπειθώς στο εμπάργκο κατά της Ρωσίας, που αποφάσισε η διεθνής των τοκογλύφων να κηρύξει. Θάνατος ξαφνικός των ροδακινοπαραγωγών της χώρας μας. Αλλά ας μην ξεχνάμε κι αυτό: Οι εντολοδόχοι της Ρώμης ξέρουν να τιμούν την υπογραφή τους και το σπουδαιότερο, τη συμμαχία όπου ανήκουν. Όσο για τους παραγωγούς; Ας πρόσεχαν!
Πόσοι άνθρωποι αθώοι, απεγνωσμένα, το κεφάλι τους χτυπούν στων πανύψηλων τοίχων το τσιμέντο, μια χαραμάδα να γενεί στης φυλακής το ντουβάρι το αδιαπέραστο κι από εκεί μέσα, λίγο γαλάζιο πεντακάθαρο να διαβεί, την όρασή τους ν’ αγκαλιάσει – βάλσαμο θεϊκό. Αλίμονο! Αίμα, ασταμάτητα, της Ανατολής τα πικρά χώματα ποτίζει. Το Ιράκ τριχοτομείται! Ομάδες ληστών με όπλα, απ’ του «ελεύθερου κόσμου» τα εργαστήρια καμωμένα -σφραγίδα ανεξίτηλη ειν’ αυτή- το θάνατο σκορπούν. Κι όσοι ζωντανοί απομένουν, τρέχουν αλλόφρονες στις ακτές. Η θάλασσα τους χωρίζει απ’ της ευμάρειας το φρούριο.
Μα, «δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τες κουρταλεί». Το πέλαγος αγριεμένο καταπίνει τους πρόσφυγες. Οι πνιγμοί στην ημερησία διάταξη. Η Ανατολική Μεσόγειος έγινε τάφρος φονική. Κι εμείς φοβισμένοι παρακολουθούμε τους ανθύπατους της Ρώμης να ποδοπατούν κάθε έννοια ανθρωπιάς. Κι άλλος θάνατος ξαφνικός. Το νομοσχέδιο το αντιρατσιστικό περνάει πρώτα απ’ των ιεραρχών τη μισαλλοδοξία. Οι φαιές στολές επιβάλλουν το νόμο των κανιβάλων. Το μίσος γίνεται κυρίαρχο όπλο στα χέρια του όχλου.
Σε λίγο της γνώσης οι ναοί, διάπλατα τις θύρες τους θ’ ανοίξουν τους πιστούς να φιλοξενήσουν. Μα οι πολυμήχανοι κυβερνώντες ετοιμάζουν άλλον ένα θάνατο ξαφνικό. Της παιδείας το θάνατο. Η μάθηση είναι ταξική. Με αφορμή τους δύστυχους φοιτητές παρελθόντων ετών, οι εκλαμπρότατοι ανθύπατοι σκέφτηκαν απλά και πρακτικά. Κλείνουμε κάποια ιδρύματα. Πετάμε στον δρόμο καθηγητές και διοικητικούς, στοιβάζουμε τους φοιτητές στα κεντρικά πανεπιστήμια και αποσπάμε ένα ηχηρό μπράβο απ’ τους τροϊκανούς.
Κι εσύ σύντροφε, τόσο εύκολα ξεχνάς, πως υπόδουλη ειν’ η πατρίδα μας; Εκείνο που προέχει, είναι απ’ τους δυνάστες και τα τσιράκια τους ν’ απαλλαγούμε. Όσο για το ποιος τα μέσα παραγωγής θα ελέγχει; Ε, έχουμε χρόνο μπροστά μας. Καλό χειμώνα, σύντροφοι.