Του Μάρκου Δεληγιάννη
Ήρθε και πάλι η στιγμή, του χρόνου τις πατημασιές ν’ ανιχνεύσουμε. Το παρελθόν, για τον καθένα μας, είναι πράγμα περισσότερο χειροπιαστό, πιο πραγματικό από το παρόν. Αυτό το παρόν, που γλιστράει μέσα από την παλάμη μας και χάνεται, όπως το νερό, που μάταια προσπαθούμε στη φούχτα μας να αιχμαλωτίσουμε. Κι ο χρόνος ο κουφός, χτυπάει το ραβδί του ανελέητα στη σάρκα μας την ανυπεράσπιστη. Ο ήχος του, διαπεραστικός, πέφτει πάνω σε βουνοκορφές, σε θάλασσες, σε πόλεις και χωριά. Η θλιβερή του κωδωνοκρουσία, μες στου χειμώνα την παγωνιά, αναγγέλλει πως ο χρόνος ο παλιός τώρα κείτεται νεκρός «κι εμείς αυτό θα πρέπει να το γιορτάσουμε», στις ολόφωτες πλατείες να ξεχυθούμε και εκεί να τραγουδήσουμε, συγκινημένοι, του βιωμένου χρόνου το καταστάλαγμα, στης ψυχής μας την εμπειρία. Ο χρόνος δεν χάνεται. Αφήνει πίσω του ίχνη. Του ρολογιού ο χτύπος ο μονότονος είναι υπόμνηση, μα και ευθύνη συνάμα σοβαρή για όλους εμάς, γι’ αυτό, ευθύς, μολύβι και χαρτί να πιάσουμε και το δούναι και λαβείν του χρόνου, που μόλις πέταξε απ’ της ζωής το προσκήνιο, να λογαριάσουμε.
Σαν λογιστές, απολογισμό των πεπραγμένων θα κάνουμε. Απώλειες θα καταγράψουμε, μα και τα κέρδη. Αλήθεια, πόσες ανθρώπινες υπάρξεις έφυγαν για πάντα, της ζωής την περιπέτεια εγκαταλείποντας, πριν η ψυχή τους προλάβει να γεράσει, γιατί στα νύχια της διεθνούς των τοκογλύφων σκάλωσαν; Πόσα τεμάχια αξιοπρέπειας κι ανθρωπιάς μέσα στο χρόνο που μόλις τώρα μας εγκατέλειψε, στα ταμεία είσπραξης φόρου νιότης, ομορφιάς, ονείρου, παραδόθηκαν; Πόσες ακτίνες φωτεινές, του μέλλοντος φαροδείκτες, προσέκρουσαν στο μαύρο τείχος της συντήρησης, που του έθνους οι ταγοί με επιμέλεια περίσσια έχουν κτίσει; Πόσες ανάσες ζωής χάθηκαν απ’ του οξυγόνου την έλλειψη; Πόσα ματάκια παιδικά, του αύριο οι γέννες, σε κελιά ανήλια στοιβάχτηκαν; Πόσες ανθρώπινες ψυχές, σαν εσάς και σαν μένα χάθηκαν άκλαυστοι, ανώνυμοι, είτε στης θάλασσας τα νερά τα παγωμένα, είτε στων στρατοπέδων την απανθρωπιά; Το αμάρτημά τους βαρύ. Δραπέτευσαν απ’ τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή κι απ’ την σπαρασσόμενη Αφρική. Ήθελαν να ζήσουν. Η Ρώμη αποφάσισε, πως αυτό δεν το αξίζουν! Κι οι εντολοδόχοι έσπευσαν τις επιταγές να εκτελέσουν.
Και λίγο πριν από την τελευταία του ανάσα ο χρόνος τούτος αφήσει, με φροντίδα θαυμαστή, φρόντισε σημάδι ανεξίτηλο στις ψυχές να χαράξει. Και πάλι στο βωμό του κέρδους ανθρώπινες ζωές παραδόθηκαν χωρίς ενδοιασμό κανένα. Ναυάγιο φριχτό! Πυρκαγιά εξερράγη στο οχηματαγωγό Normal Atlantic μεσοπέλαγα, στην Αδριατική! Μαζί με τη φωτιά που ανενόχλητη κατέτρωγε του βαποριού τις σάρκες, ένα σωρό ερωτήματα καυτά προβάλλουν και βασανιστικά την σκέψη μας τριβελίζουν. Τίποτα απ’ αυτά, που οι διεθνείς συμβάσεις για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα επιβάλλουν, δεν τηρήθηκε. Στο έλεος του Μεγαλοδύναμου οι επιβάτες. Το πλήρωμα, ανεκπαίδευτο, έλαμψε με την απουσία του. Η εταιρία σιωπά και το υπουργείο ψελλίζει φράσεις κλισέ: για τον δήθεν ηρωισμό και την αυτοθυσία των ανθρώπων που εντέλλονται για την κατάσβεση πυρκαγιών και τη διάσωση ναυαγών. Κι όμως, χάθηκαν για πάντα τόσοι άνθρωποι!
Κι όμως, έχουμε και κέρδη να καταγράψουμε στη διάρκεια του δύσκολου αυτού δωδεκάμηνου. Λίγο πριν από την εκπνοή του, εξέπνευσε και η ζωή της δικομματικής κυβέρνησης. Ο μαγικός αριθμός 180 δεν έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθεί. Η εκστρατεία εκφοβισμού, τα ταξίματα, όλα πήγαν του χαμού. Ο αριθμός 180 έμεινε απρόσιτος. Επιτέλους, καιρός των αλλαγών. Καιρός να σταθμίσουμε με ηρεμία την ρέουσα πραγματικότητα. Με νηφαλιότητα τα προβλήματα να ιεραρχήσουμε. Ανάγκη η κατρακύλα να σταματήσει. Να εξαφανιστούν απ’ το πολιτικό προσκήνιο όλοι αυτοί που προσωποποιούν και ενσαρκώνουν τη σήψη, την παρακμή, τη θλιβερή συναλλαγή, τον τυχοδιωκτισμό. Κι ύστερα να ξαναβρούμε και πάλι τη χαμένη ηθική της Αριστεράς. Το καθάριο μάτι, το λόγο τον αληθινό. Με πέτρες, αξίνες, τσαπιά, ό,τι διαθέτει ο καθείς μας, ας σκάψουμε το νιόβρεχτο χώμα κι ας ανασύρουμε τις λέξεις τις καταχωνιασμένες κι ας κάνουμε τραγούδι μ’ αυτές. Τότε ο κόσμος θα ξαναβρεί τη χαμένη του ακοή.