Μια απάντηση στο Μπάμπη Γεωργούλα. Του Ρούντι Ρινάλντι.

«Το χρηματιστικό κεφάλαιο, θα μπορούσαμε να πούμε, σε όλες τις οικονομικές και διεθνείς σχέσεις είναι μια δύναμη τόσο ισχυρή,
τόσο αποφασιστική, ώστε να υποτάσσει, ακόμα και τα κράτη εκείνα που έχουν μια πλήρη πολιτική ανεξαρτησία» (Λένιν)

Με νέο εκτενές άρθρο του στην εφημερίδα Εποχή ο Μπάμπης Γεωργούλας συνεχίζει στην γραμμή των δύο προηγούμενων: Αντί να προβάλει μια θέση προτιμά να παρεμβάλλει σκόπιμα ερωτήματα, να σημειώνει αντιφάσεις και σκιές του «Μετώπου», να καταφεύγει σε «πατερναλιστικού» τύπου αναφορές και συμβουλές προς την ΚΟΕ. Ανάμεσα σ’ όλα όμως υπάρχει μια άποψη που αξίζει να σταθούμε γιατί εκεί εντοπίζεται η βασική διαφορά στην εκτίμηση της κατάστασης.
Κατηγορεί με έμφαση τις δυνάμεις του Μετώπου και την ΚΟΕ πως θεωρούν «ότι το πρόβλημα είναι εισαγόμενο, ότι κάποιοι έξω από την χώρα επιβάλλουν στην κυβέρνηση Παπανδρέου πράγματα που δεν θέλει να κάνει». Θα παραβλέψουμε προς στιγμή τη λαθροχειρία που κάνει, μάλλον από σκοπιμότητα (ή μήπως βιασύνη) για να έρθουμε στο συμπέρασμα: «Η κατάσταση που ζούμε σήμερα δεν είναι έκτακτη. Ήταν αναμενόμενη. Είναι λογική συνέπεια του “εκσυγχρονισμού” μας, προκειμένου να ακολουθήσουμε την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που απαιτεί ανατροπές όπως λέει και ξαναλέει ο Παπανδρέου».
Τα όσα υποστηρίζονται από αρθρογράφους του Δρόμου για «νέα καθεστωτική φάση» μετά την υπογραφή του Μνημονίου τον βρίσκουν εντελώς αντίθετο: «Τι είναι αυτό; Είναι η “επιτήρηση” και η “επικυριαρχία”. Αρκούν αυτά για να χαρακτηρίσουν την κατάσταση ως “νέα καθεστωτική φάση”; Mας επιτρέπουν να μιλάμε για “μισοαποικία” και “προτεκτοράτο” αναφερόμενοι σε μια χώρα με το συγκεκριμένο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και με συγκεκριμένη θέση στα Βαλκάνια και το διεθνή καταμερισμό; Το ίδιο θα πούμε αύριο για την Πορτογαλία και για την Ισπανία, για την Ιταλία μεθαύριο;».
Ο ίδιος είναι δεκτικός σε μια παραχώρηση: «Αν με τη διατύπωση “νέα καθεστωτική φάση” εννοείται ότι στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σ’ όλη την Ε.Ε. σιγά-σιγά, επιβάλλεται με γενική επίθεση ένα νομικό καθεστώς που τροποποιεί τους όρους άσκησης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης επί των υποτελών τάξεων, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται στοιχεία θεμελιακά της δημοκρατίας δυτικού τύπου που γνωρίσαμε μεταπολεμικά, είναι σωστό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αλλάζει, με εξωτερική επιβολή μάλιστα, ο χαρακτήρας του πολιτικού ή πολύ περισσότερο του κοινωνικού καθεστώτος». Κάνει την παραχώρηση αυτή, αλλά δεν παραλείπει μια δεύτερη συνειδητή λαθροχειρία.

Λαθροχειρίες
Πού βρήκε ο Μπ. Γεωργούλας την θέση που μας αποδίδει «ότι κάποιοι έξω από την χώρα επιβάλλουν στην κυβέρνηση Παπανδρέου πράγματα που δεν θέλει να κάνει»; Πού είδε, πότε γράψαμε, πού υποστηρίξαμε ότι ο Γ.Π. και κατ’ επέκταση ο ελληνικός αστισμός δεν θέλει να προχωρήσει σε τέτοια μέτρα; Ίσα–ίσα αποδώσαμε τεράστιες ευθύνες στο γεγονός ότι ο ίδιος και το επιτελείο του μας οδήγησαν στο ΔΝΤ μεθόδευσαν και μεθοδεύουν το πέρασμα των μέτρων. Όμως το κολπάκι αυτό διευκολύνει τον αρθρογράφο να πιάσει «λαβράκι»: Όσοι λένε «τέτοια» θέλουν μέτωπο με την αστική τάξη ή κάποιο τμήμα της και αυτή είναι η μεγάλη καταγγελία που σύσσωμη μια φιλοευρωπαϊκή, κοσμοπολίτικη -και όχι διεθνιστική- αριστερά αποδίδει σε όποιον επιμένει να αναλύει την πραγματικότητα με άλλους όρους, επιμένοντας ιδιαίτερα στην κατηγορία του ιμπεριαλισμού, που τόσο έχει ξεχαστεί και χλευαστεί.
Η δεύτερη λαθροχειρία αφορά το παιχνίδι ανάμεσα στο πολιτικό και το κοινωνικό καθεστώς. Πού, πότε, σε ποιο άρθρο είδε κάτι που να υπονοείται με την έκφραση «νέα καθεστωτική φάση» η αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος; Γιατί το κολλάει αυτό ο συμπαθής σύντροφος Μπ. Γεωργούλας; Σε τι βοηθάει κάτι τέτοιο; Θέλει να μας παρουσιάζει ως αδαείς, άσχετους που απλά λέμε μεγάλα λόγια χωρίς περίσκεψη;(1)
Οι μεταβολές που επήλθαν στην πολιτική σφαίρα με την υπογραφή του Μνημονίου δεν είναι διόλου ασήμαντες και δεν έχουν ισχύ για όλες τις χώρες της Ε.Ε. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ισχυρό πυρήνα των χωρών της Ε.Ε. και σε άλλες ασθενέστερες. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα π.χ. στην Γερμανία και την Ελλάδα. Υπάρχει διαφορά σε αυτόν που υπαγορεύει και επιβάλλει όρους και σε αυτόν που απλά τους αποδέχεται. Άλλο δανειστής και άλλο δανειολήπτης. Θίγεται δηλαδή η αστική τάξη της Ελλάδας; Με μια έννοια ναι, γιατί υποβαθμίζεται η θέση της, δεν την υπολογίζουν, δημιουργούνται όροι να χάσει την θέση που κατείχε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οδηγούμαστε σε ορισμένες θέσεις από «συμπαράσταση» για την υποβάθμιση των αστών μας. Ίσα-ίσα τους καταγγέλλουμε για το ρόλο που έχουν παίξει, για το ξεζούμισμα που επιβάλλουν στους εργαζόμενους, για το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, για, για, για. Ακόμα περισσότερο θέτουμε –και απορούμε πως δεν το καταλαβαίνετε σ. Γεωργούλα- το θέμα μιας συνολικής ανατροπής του νομικού, πολιτικού και οικονομικού εποικοδομήματος που επιβάλλει το «μνημόνιο», την άμεση ακύρωση όλων των συμφωνιών και μια διακυβέρνηση της χώρας η οποία θα εγγυάται τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Και το θέτουμε όχι τυχαία, ούτε μέσα σε μια κομματική συνεδρίαση, σώμα, ή μια γιορτή της Αριστεράς, αλλά στις συνθήκες μιας ολομέτωπης επίθεσης και κρίσης που δεν έχει ξαναγνωρίσει ο τόπος μεταπολεμικά. Το θέσαμε μετά τις 5/5, το θέσαμε επιτακτικά με την υπογραφή του μνημονίου ακριβώς διότι δεν θεωρούμε την παρούσα κρίση σαν μια απλή, αναμενόμενη εξέλιξη του εκσυγχρονισμού μας στην πορεία προς την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Μάλλον ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους.

Μια παρέκβαση
Στην Ελλάδα έχουμε καπιταλισμό. Πιο συγκεκριμένα η Ελλάδα είναι μια χώρα με μέση καπιταλιστική ανάπτυξη και με έναν συγκεκριμένο βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας της. Από τις αρχές του 60 η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασε την αγροτική οικονομία και τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει μεγάλα βήματα στην εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε όλους τους τομείς. Κάποτε η Αριστερά αξιολογούσε τη σημασία και το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Τώρα μοιάζει να μην το θεωρεί καθόλου σημαντικό ζήτημα. Όπως κάποτε –πριν κυκλοφορήσουν οι θεωρίες «μητρόπολης και περιφέρειας» κ.λπ.- η Αριστερά θεωρούσε πως η εξάρτηση ήταν ένα βασικό στοιχείο στην οικονομική, πολιτική, κοινωνική ζωή. Σήμερα φαίνεται ότι αυτό εκλαμβάνεται ως κάτι φλου, αρτιστίκ. Κάποτε η αριστερά εντόπιζε τις διάφορες φάσεις στη διακυβέρνηση και τις μορφές του κράτους και του καθεστώτος. Σήμερα θέλει να τα αντιμετωπίζει όλα σαν «αναμενόμενα».
Για παράδειγμα, κάποτε η Αριστερά θεωρούσε ότι στη χώρα υπήρχε «αμερικανοκρατία» (σήμερα η λέξη έγινε… άκομψη και άγαρμπη). Κάποτε μελετούσε το νομικό και πολιτικό πλαίσιο διείσδυσης της αμερικάνικης πολιτικής στη χώρα. Πάλι για παράδειγμα, είχε σημασία πως στα κρίσιμα χρόνια από το 1947 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50 σε τρεις θέσεις του κρατικού μηχανισμού υπήρχαν επικεφαλής Αμερικανοί: Στη νομισματική επιτροπή, στο εξωτερικό εμπόριο και στο ΙΚΑ. Αυτή η ειδική σχέση, αυτό το ιδιότυπο καθεστώς είχε ψηφιστεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ορισμένα πράγματα μοιάζουν αρκετά με αυτά που γίνονται σήμερα.
Τον Γενάρη του 1947 συστήνεται η Αμερικανική Αποστολή από οικονομικούς εμπειρογνώμονες και έρχεται στην Ελλάδα. Επικεφαλής είναι ο Πολ Πόρτερ και κάθε 3 μήνες συντάσσει έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Στις 21/2 η βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι η «βοήθειά» της προς την Ελλάδα τερματίζεται στις 31/4/1947.
Στις 3/3/1947 γίνεται η επίσημη ελληνική αίτηση άμεσης βοήθειας προς τις ΗΠΑ.
Στις 12/3/1947 εξαγγέλλεται το Δόγμα Τρούμαν και η ανάγκη βοήθειας προς την Ελλάδα και την  Τουρκία.
Στις 22/5/1947 ψηφίζεται το δόγμα Τρούμαν στις ΗΠΑ
Στις 15 Ιουνίου δημοσιεύεται διακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης για τη βοήθεια και αποδοχή των λεπτομερειών.
Στις 20/6/1947 υπογράφεται η συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως τονίζουν όσοι μελέτησαν την περίοδο αυτή, ότι η Αμερικανική Αποστολή ήθελε να έχει και άμεσα εκτελεστικό ρόλο (έστω και με τις αναγκαίες καλύψεις) και η κύρια δικαιολογία που προβαλλόταν για να δικαιολογηθεί η αυστηρή αμερικανική επιτήρηση ήταν η ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης. για την επιτήρηση.
Έχουμε τότε ένα ειδικό πολιτικό καθεστώς, που έμεινε γνωστό ως αμερικανοκρατία. Στη συνέχεια είχαμε –πάντα καπιταλισμό- πρώτα μετεμφυλιακό κράτος, εξορίες, φυλακίσεις για τους αριστερούς, μετέπειτα κράτος της Δεξιάς -το καραμανλικό κράτος. Μετά πάλι είχαμε την αποστασία, τα Ιουλιανά, το πραξικόπημα για να φθάσουμε το 1974 στην μεταπολίτευση. Η μεταπολίτευση δεν ήταν μια απλή αλλαγή φρουράς ούτε μια επαναφορά στο πολιτικό καθεστώς πριν το πραξικόπημα. Η λαϊκή παρεμβολή και οι οικονομικές πολιτικές εξελίξεις και η κρίση οδήγησαν σε ένα νέο συσχετισμό και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο υπό την ηγεμονία της δεξιάς και του Καραμανλή. Το 1981 ήρθαν στην εξουσία νέα ανερχόμενα στρώματα της αστικής τάξης, κάτω από τα συνθήματα του ΠΑΣΟΚ και έγιναν στην συνέχεια συμβιβασμοί και «γάμοι» με παραδοσιακά και νέα τμήματα της μεγαλοαστικής τάξης, για να φθάσουμε σε στιγμές πολιτικής κρίσης το 1985 (εκλογή Σαρτζετάκη) και το 1989 (συγκυβερνήσεις Ν.Δ.-ΣΥΝ και Ν.Δ.-ΣΥΝ-ΠΑΣΟΚ) και στο διάλειμμα του Μητσοτάκη (1990-1993) και ξανά ΠΑΣΟΚ. Λίγο μετά ήρθαν ο σημητικός εκσυγχρονισμός, ΟΝΕ, Ολυμπιάδα, Βαλκάνια, η καραμανλική διαχείριση και διάλυση, για να φθάσουμε στις εκλογές του Οκτωβρίου και την εκλογή του ΓΑΠ με ένα πρόγραμμα που αθετήθηκε την επομένη των εκλογών. Η συζήτηση για χρεοκοπία και πτώχευση αρχίζει και επίσημα από το τέλος του 2009 και σήμερα ζούμε μέρες επιτροπείας και ελέγχου από ΔΝΤ και Ε.Ε. Που ορίζουν μια νέα μορφή καθεστώτος, όπου η Βουλή είναι εντελώς περιθωριοποιημένη, υπαγορεύονται νόμοι και προεδρικά διατάγματα, η χώρα κυβερνάται μέσω του μνημονίου και της τρόικας. *

Κατολισθήσεις
Με τις ιδεολογικές κατολισθήσεις που έχουν συντελεστεί έχει φτωχύνει και η Αριστερά σε μεγάλο βαθμό. Μας κατηγορεί ο Μπ. Γ. για την θέση περί «νέας καθεστωτικής φάσης». Ο Ν. Πουλαντζάς επέμενε σε ακόμα πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις και χαρακτηρισμούς στο πολιτικό επίπεδο και επέμενε τόσο στις μορφές κράτους που έχουμε, αλλά και στις μορφές καθεστώτων που παράγονταν σε διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς: «Είναι αυτονόητο ότι οι μορφές του Κράτους μπορούν να μελετηθούν συγκεκριμένα μόνο μέσα στη σύνδεσή τους, με τις μορφές του καθεστώτος, που αφορούν την πολιτική σκηνή και την καθαυτό πολιτική περιοδικότητα. Οι μορφές του Κράτους οροθετούν τον ιδιαίτερο χώρο της πολιτικής σκηνής, διαγράφοντας το γενικό πλαίσιο του ρόλου των κομμάτων απέναντι στο συνασπισμό εξουσίας. Η πολιτική σκηνή αφορά τις συγκεκριμένες τροποποιήσεις της κομματικής εκπροσώπησης σε σχέση με την ανοικτή ή διακηρυγμένη δράση των κοινωνικών δυνάμεων. Ο συνδυασμός των μορφών του Κράτους και της διαμόρφωσης της πολιτικής σκηνής μας προσφέρει τα πολιτικά καθεστώτα». (Ν. Πουλαντζάς Πολιτική Εξουσία και κοινωνικές τάξεις)
Βέβαια, έχει φτωχύνει η σκέψη όταν όλα θέλει να τα αναλύσει με ενδογενείς μόνο όρους. Αν και η αφετηρία είναι σωστή και υγιής, σε περιπτώσεις χωρών όπως η Ελλάδα, όπου η ανάμιξη, παρεμβολή, επέμβαση κ.λπ. του ξένου παράγοντα έπαιξε κάποιο ρόλο και ίσως να παίζει (ποιος ξέρει;), δημιουργούνται σχήματα και ιδεοληψίες που συγκρούονται με την ωμή πραγματικότητα. Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα, θα πείτε. Πιθανά, αλλά την πληρώνουν πάντα οι υποτελείς τάξεις και χωρίς (επαναστατική) θεωρία δυστυχώς δεν μπορούν να γίνουν σημαντικά βήματα.

Με τη χρεοκοπία τι γίνεται;
Συζητείται και υπάρχει ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας (συγχωρείστε μας τη λέξη αυτή). Τι σημαίνει οικονομικά και πολιτικά μια χρεοκοπία της Ελλάδας; Αντιλαμβάνονται οι σ. της ανανεωτικής κομμουνιστικής Aριστεράς ότι χρεοκοπεί ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα; Το πήραν είδηση στις 5/5/2010, εμπεριέχονται στην οπτική και στη λογική τους τα μεγάλα ξεσπάσματα της λαϊκής οργής; Πρέπει η Aριστερά να κάνει κάτι, να θέσει πολιτικά αιτήματα, ή μήπως πρέπει να αρκεστεί κι αυτή στα «αναμενόμενα»; Για να διευρύνουμε την συζήτηση, ας δώσουμε το λόγο στον Δημήτρη Καζάκη, όπως διατύπωσε την άποψή του στο φεστιβάλ της νεολαίας του ΝΑΡ:
«Η κρίση χρέους και η χρεοκοπία είναι ένα απόλυτα υπαρκτό, αντικειμενικό γεγονός στην Ελλάδα. Τι σημαίνει όμως χρεοκοπία; Από δημοσιονομική σκοπιά, χρεοκοπία σημαίνει την πλήρη αδυναμία του κράτους να εξυπηρετήσει το χρέος του. Από πολιτική σκοπιά, χρεοκοπία σημαίνει ότι το κράτος και η χώρα συνολικά έχει παραδοθεί στους δανειστές της. Αν ήταν σωστό αυτό που έγραφε ο Μαρξ ότι το κρατικό χρέος συνιστά την ανοιχτή εξαγορά του κράτος από μια χρηματιστική αριστοκρατία, τότε χρεοκοπία σημαίνει την πλήρη παράδοση του κράτους και της χώρας σ’ αυτήν τη χρηματιστική αριστοκρατία.
Από ταξική σκοπιά, χρεοκοπία σημαίνει ότι ολόκληρο το κυρίαρχο σύστημα αδυνατεί να αναπαραχθεί ως τέτοιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν υπερκέρδη, ή ότι ο πλούτος της χώρας δεν είναι συσσωρευμένος σε λίγα χέρια. Όμως αυτό δεν αρκεί. Για να λειτουργήσει ο καπιταλισμός χρειάζεται ο πλούτος αυτός να παράγει νέο πλούτο για τον κάτοχό του και να αξιοποιείται στην αγορά με συμφέροντες όρους γι’ αυτούς που τον κατέχουν…
Ταυτόχρονα η χρεοκοπία αυτή σημαίνει ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει τα κοινωνικά ερείσματα και τις συμμαχίες του με βάση τις οποίες κατόρθωνε να επιβιώνει και να αναπαράγεται. Σημαίνει ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα αποδιαρθρώνεται, σαπίζει και καταρρέει μπροστά στα μάτια ολόκληρου του λαού…
Η άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους απαντάει θετικά, από την σκοπιά της εργατικής τάξης, στην ανάγκη να τραβηχτεί η μεγάλη μάζα στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας με σκοπό την επιβολή άμεσων δημοκρατικών μέτρων (όπως είναι η έξοδος από το ευρώ, οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και βασικών τομέων της οικονομίας, η αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων, κ.ο.κ.), τα οποία κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης μπορούν ν’ ανοίξουν το δρόμο για τη μεγάλη επαναστατική ανατροπή».
Ποια είναι η άποψη της ανανεωτικής κομμουνιστικής Aριστεράς για τα ζητήματα αυτά; Τέτοια πράγματα απαιτούν οι νέες συνθήκες, σε τέτοια καθήκοντα πρέπει να ανταποκριθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει αυτή η βούληση; «Έχουμε τα 15 σημεία και το πρόγραμμα». Ναι, σ. Γεωργούλα, αλλά αυτά δεν συνιστούν γραμμή για την περίοδο που αναφερόμαστε.
Γράφτηκαν πριν από ενάμιση χρόνο και από τότε έχουν γίνει πολλά και «αναμενόμενα». Το «επιστροφή στο ΣΥΡΙΖΑ» (τίτλος του άρθρου του Μπ. Γ.) δεν είναι γραμμή, ούτε φτάνει. Η ανάγκη ενός μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων είναι κάτι πιο συγκεκριμένο και ευρύ, παρά την απροσδιοριστία του, καθώς απηχεί μιαν ανάγκη. Η «επιστροφή» παρά τις προσπάθειες περιγράφει, δυστυχώς, πιο εσωστρεφείς καταστάσεις και η κύρια αιτία είναι η πολιτική ανεπάρκεια του ΣΥΝ, που δεν την πολυβλέπουν οι σύντροφοι. Μα θα κάνουμε διαφορετικές «εκφωνήσεις»; Όχι, βέβαια. Πρέπει να ανταποκριθούμε στις νέες συνθήκες. Ή το κάνουμε, ή μας ξεπερνάει η κατάσταση. Τελεία και παύλα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!