Του Τάσου Βαρούνη. Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στα φύλλα 199 και 200  του Δρόμου της Αριστεράς

 

Μέρος Α: Από την ανάθεση και την υποστήριξη, στη χειραφέτηση και την υλοποίηση

Θα ονομάσουμε κυβερνητισμό την αντίληψη που θεωρεί μια κυβέρνηση ως το βασικό υποκείμενο των αλλαγών και των εξελίξεων σε μια περίοδο και μια χώρα. Ένα επιτελείο -περισσότερο ή λιγότερο διευρυμένο- που με τα όργανα και τις λειτουργίες του θα ορίσει τις πολιτικές, θα πάρει τις αποφάσεις, θα προωθήσει ένα πρόγραμμα. Απ’ αυτό θα εκπορεύονται όλα και οι όποιες θετικές ή αρνητικές αλλαγές θα είναι αποτέλεσμα της στάσης του. Στην κοινωνία μένει κυρίως ο ρόλος είτε της συνεχούς νομιμοποίησης, είτε της στήριξης του, συνήθως εκλογικά και βασικά σε συμπληρωματική θέση.
Μιλώντας για την Ελλάδα του 2014, βρισκόμαστε στη φάση που η συμμαχία των δυνάμεων που κυβερνούσε για τόσα χρόνια τη χώρα, κινδυνεύει να χάσει τη διακυβέρνηση. Αυτό είναι γεγονός πρωτόγνωρης σημασίας, αναμφισβήτητα θετικό και συνέπεια των μεγάλων λαϊκών αγώνων της περιόδου. Αφετηρία μας είναι το τι θα πρέπει να αντικαταστήσει αυτό το «κενό», τι είναι ικανό και με ποιο τρόπο να βάλει τη χώρα σε μια διαφορετική τροχιά. Οπτική μας δεν είναι το καθυστερημένο «μια κυβέρνηση δεν είναι παρά μια αστική κυβέρνηση», ούτε η εκτός τόπου και χρόνου αποστροφή ότι η απάντηση σε αυτή την κατάσταση θα είναι η «εργατική εξουσία». Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ούτε στη Χιλή του Αλιέντε, ούτε στη Βενεζουέλα του Τσάβες, ούτε στο Νεπάλ του Πρατσάντα.
Επανερχόμαστε στο ζήτημα: Μπορεί ο κυβερνητισμός να ξεδιπλώσει όλα εκείνα τα αναγκαία βήματα ώστε να υπάρξει μια βαθιά ανατροπή στη χώρα ή μπορεί να δρα περιοριστικά; Κι αν και κανείς στην Αριστερά δεν ισχυρίζεται ότι ο λαός θα απουσιάζει απ’ αυτή τη διαδικασία ή ότι οι αγώνες είναι ανώφελοι, παραμένει το κεντρικό ερώτημα: ποιος είναι ο «πρωταγωνιστής». Μερικές σκέψεις:
Πρώτον: Πολλοί μελετητές αναφέρουν ότι σήμερα βιώνουμε ένα καθεστώς μεταδημοκρατίας. Η τυπική, κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα όργανά της δεν έχουν καταργηθεί αλλά μια σειρά μηχανισμοί, διαδικασίες, θύλακες και κηδεμονίες ξεφυτρώνουν, παράγοντας πλούσιο παρακοινοβουλευτικό έργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρόικα.
Δεύτερον: Κάποιοι μιλούν για την κρίση του κοινοβουλευτισμού. Η όποια «αντιπροσώπευση» παύει να λειτουργεί. Η διχοτομία μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις, μπλέκοντας τη φύση αλλά και τις μορφές στις σχέσεις εκπροσώπησης. Ο «Κανένας» αντί του υποστηρικτή του α’ ή β’ κόμματος και η γενική δυσφορία για το πολιτικό σκηνικό είναι νέο σχετικά φαινόμενο.
Τρίτον: Η οικονομία, η αγορά κυριαρχεί στην πολιτική, με την πολύ πιο άμεση άσκηση πολιτικής από επιχειρηματικά κέντρα, την ίδια στιγμή που η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει μια σειρά καταναγκασμούς. Όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών δεσμεύσεων που καταργούν την ανεξαρτησία κρατών σαν την Ελλάδα, αλλά και στην σφαίρα του «πραγματικού» με τη συντελούμενη καταστροφή λαών και οικονομιών.
Τέταρτον: Υπάρχουν και τα κλασικά «κρυφά κέντρα εξουσίας» που σταθερά διατηρεί το αστικό καθεστώς, ασχέτως κυβερνητικών εναλλαγών. Ο στρατός, η αστυνομία, η Δικαιοσύνη, η κρατική Διοίκηση, το ίδιο το πολιτικό σύστημα με τις «συνήθειες» του. Όλα αυτά ορίζουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο αλλά και μια γραφειοκρατία που δεν θα πειθαρχήσει αυτόματα στις όποιες φιλολαϊκές επιδιώξεις μιας κυβέρνησης.
Πέμπτον: Στη χώρα μας, δεν έχουμε απλά την εφαρμογή μιας αντιλαϊκής πολιτικής αλλά πιο γενικά μιας πολιτικής διάλυσης. Οι θεσμοί, οι δομές και οι λειτουργίες μιας ορισμένης κρατικότητας φθείρονται. Το όποιο κοινωνικό κράτος δεν αντικαθίσταται μόνο από ένα κράτος έκτακτης ανάγκης αλλά και από μια απόσυρση που παράγει ζώνες και πεδία ακυβερνησίας ή και χάους. Μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού περιθωριοποιούνται, βρίσκονται εκτός πολιτικών αποφάσεων. Είτε ως ολική απόρριψη, είτε ως αντιεξουσίες που θεσμίζονται -όχι όπως θα θέλαμε εμείς- αλλά ως γκέτο, συμμορίες, φασισμός.

Κόντρα στην ανάθεση
Όλα τα παραπάνω έχουν άμεση σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Δηλαδή, δεν περνούν τα πάντα μέσα από τις εκάστοτε νομοθεσίες. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα αντιμετωπιστεί με τη διάθεση «περάστε να αναλάβετε όλα τα πόστα», ούτε αυτό που τυχόν θα αναλάβει θα λειτουργεί πάντα ως επαρκές εργαλείο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη σημαντική πλευρά στο θέμα. Σήμερα, η ίδια η φύση των ζητημάτων δεν επιτρέπει την «επίλυση μέσω διαταγμάτων». Όσο σημαντικά και αναγκαία είναι τα κυβερνητικά μέτρα και οι αποφάσεις σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς -αλλιώς γιατί τόσος ντόρος;- άλλο τόσο χρειάζεται η ορμή και η δύναμη του αγωνιζόμενου λαού. Κι αυτό σημαίνει λαϊκό κίνημα όχι μονάχα σε ρόλο υποστήριξης μιας κυβέρνησης αλλά σε ρόλο υλοποίησης ενός προγράμματος. Ενός προγράμματος, όμως, για το οποίο ο ίδιος ο λαός θα έχει «πειστεί» και θα αναγνωρίζει σε αυτό τον εαυτό του, όχι δηλαδή μια εκλογική πλατφόρμα. Ενός προγράμματος που δεν εφαρμόζεται μετά τη στιγμή της εκλογικής νίκης αλλά είναι ήδη ενεργό και δρων. Μια κοινωνία όχι ψηφοφόρων αλλά φορέας μετάβασης. Όχι ένα ασυνάρτητο και ασυγκρότητο άθροισμα αλλά ένα «σώμα» με ανταγωνιστικές θεσμίσεις, πρακτικές, συνείδηση, γενικούς στόχους. Και με την ανασυγκρότηση των κοινωνικών χώρων όχι σε ρόλο «διεκδίκησης από», αλλά και ως «προσφοράς σε».
Αν για κάτι είναι υπόλογος ο κυβερνητισμός είναι ότι αναπαράγει και ευνοεί την ανάθεση, αντί να προετοιμάζει το λαό και να τον βάζει πραγματικά στο παιχνίδι. Για παράδειγμα, η ανεργία της τάξης του 25% και σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, δεν μπορεί να επιλυθεί με τη «ανακατανομή θέσεων εργασίας» αλλά με μια συνολική αλλαγή μοντέλου και προτεραιοτήτων. Αν θέλουμε να κάνουμε βήματα στη διατροφική μας αυτοδυναμία, κάποιος πρέπει να παράγει και μάλλον στην ελληνική ύπαιθρο που σήμερα αφανίζεται. Άρα δεν αρκούν κάποιες θέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση αλλά ένα μεγάλο κίνημα. Αν το πρόβλημα είναι η αυξημένη εγκληματικότητα μάλλον δε θα πρέπει να το λύσουμε με την μεγαλύτερη αστυνόμευση, ούτε με το καλύτερο βιοτικό επίπεδο, όταν κι αν αυτό έρθει. Αν θέλουμε να τελειώσουμε με τα μεγάλα συγκροτήματα των ΜΜΕ και τη μαζική εξαπάτηση, δεν φτάνει ο νομικός τους έλεγχος ή ένα δικό μας κανάλι, αλλά η ανάκτηση/δημιουργία των Μέσων από την κοινωνία. Αν θέλουμε μια άλλη Παιδεία, χρειαζόμαστε κι έναν άλλο Δάσκαλο την ώρα που θα ξαναλειτουργήσουμε τα καλοριφέρ στα σχολεία. Αν θέλουμε Πολιτισμό δεν μας φτάνει το υπουργείο Πολιτισμού και η ανάσα που θα δώσουν κάποιες κρατικές χρηματοδοτήσεις. Αν θέλουμε να αντισταθούμε σε υπαρκτούς εθνικούς κινδύνους και κρίσεις χρειάζεται ένας μαζικός προσανατολισμός κι ένα λαϊκό κύμα και όχι μια μετέωρη κυβερνητική στάση. Ούτε έχουμε σήμερα την πολυτέλεια, να επενδύσουμε την πολιτική μας αποκλειστικά στο «θα βρούμε λεφτά», όσο κι αν πρέπει να ψάξουμε ή στη «διαπραγμάτευση» όσο σκληρή κι αν πρέπει να είναι από μια κυβέρνηση.

Χειραφέτηση και πρωταγωνιστικός ρόλος
Οι συνθήκες είναι δύσκολες αλλά οι δυνατότητες πολλές. Αρκεί να χτίσουμε την ουσιαστική σχέση ανάμεσα στο κυβερνητικό έργο, το αγωνιζόμενο λαϊκό κίνημα και την κοινωνία. Τα κινήματα δεν είναι ούτε η «αναφορά», ούτε η «γραμμή άμυνας», ούτε το «εργαλείο» μιας κυβέρνησης. Δεν είναι γενικώς οι «αγώνες» και η «μαζική δράση». Είναι η πολύπλευρη έκφραση του λαού που μέσα και από τις δικές του θεσμίσεις που η «ζωή» θα εφευρίσκει θα χειραφετείται και έτσι θα πρωταγωνιστεί.
Όταν οι πλατείες διεκδίκησαν πραγματική Δημοκρατία, όταν εδώ και 3 χρόνια εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα «πήραν τη ζωή στα χέρια τους», δεν ήταν απλά ένα γενικό σύνθημα παντός καιρού. Ήταν ταυτόχρονα μια σύγχρονη απαίτηση αλλά και μια δήλωση προσφοράς. Που ούτε υπήρχε πάντα, ούτε μάλλον θα υπάρχει για πάντα.

 

Μέρος Β: Ορισμένες επισημάνσεις κόντρα σε στερεότυπα και στρεβλώσεις

Στο προηγούμενο άρθρο κεντρική ιδέα ήταν ότι ο κυβερνητισμός αποτελεί μια περιοριστική αντίληψη για την Αριστερά. Πρώτον, γιατί υπερτιμά τις πραγματικές δυνατότητες ενός τέτοιου πλαισίου κυβερνησιμότητας, αγνοώντας τις αλλαγές τόσο στη δομή του σημερινού καθεστώτος όσο και στο χαρακτήρα των σύγχρονων προβλημάτων. Δεύτερον, γιατί υποτιμά -ενώ την επικαλείται- την αναγκαία και ολόπλευρη συμμετοχή του λαού σε μια πορεία βαθιών αλλαγών, συνεισφέροντας έτσι σε μια ψυχολογία ανάθεσης και προσμονής. Το ερώτημα παραμένει: Αν όχι με τον κυβερνητισμό, τότε με τι; Τι πρέπει να οικοδομήσει και με τι θα συγκρουστεί μια κυβέρνηση που θέλει πραγματικά ν’ αντέξει και να υπερασπίσει την κοινωνία; Η απάντησή μας είναι σαφής: Ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου. Κάτι δηλαδή αρκετά διαφορετικό τόσο από «το κίνημα και τους αγώνες», όσο και από μια «κυβερνητική πλειοψηφία». Προϋπόθεση, όμως, για να σκεφτούμε διαφορετικά είναι να ξεφύγουμε από ορισμένα στερεότυπα και στρεβλώσεις:

Πρώτο, από μια λογική που θεωρεί ως αφετηρία των όποιων αλλαγών τη στιγμή και το μετέπειτα των νικηφόρων εκλογών. Όλα επενδύονται στην κρίσιμη αυτή ώρα. Αυτή θα φέρει τα πάνω-κάτω, θα προκαλέσει θετικά σοκ, θα ενεργοποιήσει ξανά το καθισμένο λαϊκό κίνημα. Εξού και οι διατυπώσεις «καλά πάμε», αφού όντως ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει σε αυτή τη στιγμή. Δεν λειτουργούν όμως έτσι τα πράγματα. Δεν μπορούμε να υποτιμάμε ούτε το στοιχείο της προετοιμασίας, ούτε απλά να παρατηρούμε τον «αυθορμητισμό των μαζών». Γιατί η πορεία των πραγμάτων θα γεννά διαρκώς συγκρούσεις και νέα ζητήματα, όπου χωρίς ενός είδους πολιτικοποίηση και μια αντίστοιχη μαζική «κατάσταση πνευμάτων» ενδέχεται να χάσουμε το μπούσουλα.

Δεύτερο, από την υποτίμηση του αντίπαλου. Το να στηριζόμαστε περισσότερο σε μια λογική και αναμενόμενη φθορά των μνημονιακών δυνάμεων -εν μέσω μάλιστα προσπαθειών ανασύνταξης- παρά στη δικιά μας δράση. Και από την ανάποδη, με την αντιμετώπιση των αγώνων ως εργαλείων -ή παρενθέσεων- σε μια σίγουρη πορεία προς την κυβέρνηση, παρά ως ζωτικό χώρο για την προώθηση μιας μετάβασης-ανατροπής. Το να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στην «εικόνα», τα «επικοινωνιακά σκοραρίσματα», τα «πρόσωπα», τα «δημοσκοπικά ευρήματα» παρά στα κινήματα, τους ανθρώπους και τις διεργασίες δε θα μάς πάει μακριά.

Τρίτο, από την παραμέληση των ιδιαίτερων κοινωνικών χώρων και της ανάγκης ανασυγκρότησής τους. Γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις δεν προσέρχονται στην πολιτική αδιαφοροποίητες. Δεν έρχεται ο καθένας με την ιδιότητά του ως πολίτης, ως καταπιεσμένος, ως μνημονιακά θιγόμενος. Συνήθως, η είσοδος στο πολιτικό στίβο γίνεται με τη μορφή κοινωνικών ομάδων που έχουν κοινά συμφέροντα ή θίγονται τα κοινά συμφέροντά τους. Αν δούμε σήμερα την κατάσταση του εργατικού ή του φοιτητικού κινήματος, θα καταλάβουμε ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Και χωρίς πολιτικές για κάθε χώρο, ούτε η ηγεσία σε σωματεία, ούτε οι ακτιβισμοί μπορούν να βοηθήσουν. Με αντίστοιχο τρόπο, δεν μπορεί η συζήτηση για τα «πρόσωπα» στην τοπική αυτοδιοίκηση να καταργεί τη φυσιογνωμία, την κεντρική κατεύθυνση, τους αναγκαίους στόχους.

Τέταρτο, από μια «αυτοαναφορική αντίληψη» που θέλει την Αριστερά και τα κόμματά της ως τη μήτρα όλων όσων έγιναν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Από δω ξεκινούν οι τοποθετήσεις που αντί να δουν τον ριζοσπαστισμό της κοινωνίας βλέπουν κάποιον αυτοδίκαιο ριζοσπαστισμό των επιτελείων. Και το μόνο που μένει είναι το να «πείσουμε το λαό». Θεωρείται λίγο έως πολύ ότι υπάρχει μέσα μας μια «αλήθεια» που απλά πρέπει να τη μοιράσουμε και στους υπόλοιπους. Βαφτιζόμαστε «πρωτοπορεία», ξεχνάμε ότι τα κινήματα διδάσκουν αλλά και ότι συχνά οι λαϊκές κινητοποιήσεις έθεσαν πιο αντισυστημικούς στόχους απ’ ό,τι τα προγράμματα της Αριστεράς.

Πέμπτο, από την αντίληψη περί «αυτονομίας κοινωνικών χώρων και κινημάτων». Από δω το κίνημα και από κει η πολιτική του έκφραση. Η λογική αυτή λειτουργεί συχνά ως άλλοθι για την απουσία ή για τον λάθος τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς μέσα στους μαζικούς χώρους. Αποσυνδέει βολικά τις επιλογές μιας πολιτικής ηγεσίας από τα προτάγματα του «κοινωνικού» αντί να τη δεσμεύει σε αυτά, ενώ ξεχνά ότι δεν είμαστε στην περίοδο ενός διεκδικητικού κινήματος αλλά μιας συνολικότερης ανατροπής. Δεν μπορούμε να δικαιώνουμε το «αφού δεν έχουμε κίνημα, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά». Ούτε να περιορίζουμε το ρόλο μιας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης στη διαχείριση και όχι στην οικοδόμηση.

Έκτο, από προσεγγίσεις που θέλουν να «στριμώξουν» το υποκείμενο μιας αγωνιστικής διεξόδου αποκλειστικά σ’ ένα κόμμα ή σε μια συμμαχία κομμάτων. Ας δεχτούμε ότι οι κινητήριες δυνάμεις μιας ριζικής ανατροπής είναι το κοινωνικό μπλοκ από εργαζόμενους και άνεργους που εξαθλιώνονται και μικρομεσαία στρώματα που διαλύονται. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί σήμερα να μονοπωλήσει την έκφραση αυτών των δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο -εδώ ας δούμε και μια αγωνιστική στάση ιδιαίτερα των νέων που αρνείται να χωρέσει στα κόμματα- ούτε η συνεργασία με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε προφανώς και οι όποιες «διευρύνσεις». Αντί, λοιπόν, για τη συνήθεια να ψάχνουμε τις εκπροσωπήσεις στα υπαρκτά μορφώματα, θα χρειαζόταν να προβάλλουμε πολιτικούς στόχους και να δημιουργήσουμε συνέγερση, πρωτοβουλίες, διεργασίες, αγώνες και θεσμίσεις γύρω απ’ αυτούς. Κοινώς, πολιτικό κίνημα. Γιατί στην πολιτική οι οργανωτικές επενδύσεις κάθε τύπου συνήθως έπονται.

Έβδομο, ο δισταγμός να σκεφτούμε και να προχωρήσουμε όχι μόνο σε πολιτικές αλλά και σε πολιτειακές αλλαγές. Αυτό προϋποθέτει ότι θα τελειώνουμε με αυτό το πολιτικό σύστημα. Δεν θα βρούμε θέση στ’ αριστερά του, ούτε απλά θα επιδιορθώσουμε κάποιες παρεκτροπές του. Με κάθε πρόσφορο τρόπο, η κοινωνία πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει με σχέση «ιδιώτη» την πολιτική διαδικασία. Η κοινωνία να υπάρξει μέσα στις επιλογές της πολιτικής. Όχι «Δημοκρατία» κάθε 4 χρόνια, όχι μόνο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Γιατί όχι και νέο Σύνταγμα ως προϊόν λαϊκής διαβούλευσης. Στη Βενεζουέλα, πρόσφατα, εφαρμόστηκε η στρατηγική της «κυβέρνησης του δρόμου». Χωρίς ξεπατικωτούρες και αφαιρέσεις, η ματιά μας οφείλει να βλέπει προς τα εκεί. 

Όγδοο, η αδιαφορία για όλα εκείνα τα αξιακά στοιχεία που δίνουν υπόσταση στις μαζικές, κοινωνικές διεργασίες. Η πολιτική δεν μπορεί να νοείται ως η διαχείριση αντικρουόμενων συμφερόντων από έναν φορέα ακόμα κι αν ξεκινά απ’ αυτό, ακόμα κι αν βρισκόμαστε στη σωστή μεριά. «Θα πάρουμε εκείνο το μέτρο, έτσι θα έχουμε μαζί μας αυτό το κοινωνικό στρώμα. Θα κάνουμε το άλλο, έτσι θα λύσουμε αυτή την αντίθεση». Αν δεν προταθούν, δοκιμαστούν και κερδίσουν νέα στοιχεία κοσμοαντίληψης και συνείδησης με μαζικό τρόπο, ελάχιστα βήματα μπορούν να γίνουν. Ένα νέο ανθρωπολογικό, κοινωνικό πρότυπο οφείλει θα συνοδεύει τις όποιες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να είμαστε απλά μια παρένθεση. Και σε αυτό έχουμε κάνει λίγα. Όπως αναφέρεται και κάπου, την περίοδο της Μεταπολίτευσης συνυπήρχαν τα αντάρτικα τραγούδια στα γλέντια των αριστερών μαζί με τις πιο χυδαίες προσωπικές και συλλογικές συμπεριφορές. Και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!