Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. το μόνο αποκαλυπτικό στοιχείο ήταν ένα. Δεν αφορούσε, βέβαια, τις τελικές αποφάσεις για το μηχανισμό δανειοδότησης των προβληματικών χωρών και τη συμμετοχή ιδιωτικών οίκων σε αυτόν, αυτά είχαν ήδη προαποφασιστεί και προαναγγελθεί τόσο στις συναντήσεις Μέρκελ – Σαρκοζί, όσο και στο διεθνή τύπο.
Ακόμα και οι «μεγάλες διαφωνίες» και η γνωστή κλάψα για το ευρωομόλογο είχαν καναλιζαριστεί, οι προτάσεις είχαν απορριφθεί από τους ισχυρούς και οι αποφάσεις βγήκαν ομόφωνα και γρήγορα, χωρίς καθυστερήσεις όπως άλλες φορές.
Το μόνο που ήρθε στην επιφάνεια με έμφαση ήταν η διαδικασία παράκαμψης των δημοψηφισμάτων σε κάθε χώρα για την κύρωση της τροποποίησης της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Κι όχι μόνο, αλλά η δέσμευση των πάντων στο ζήτημα αυτό.
Η Ε.Ε. απαγορεύει με τις αποφάσεις, που πήραν ομόφωνα, να γίνει οποιοδήποτε δημοψήφισμα για την κύρωση της τροποποίησης της Συνθήκης της Λισσαβώνας (άρα και του μηχανισμού που υιοθέτησαν) κι έτσι όλα θα έχουν τελειώσει μέχρι τον Μάρτιο του 2011, μέχρις ότου οι κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα κοινοβούλια κυρώσουν την αλλαγή.
Το υπερεθνικό κρατικό μόρφωμα που έχει συγκροτηθεί και αναδιαρθρώνεται, υπερσυγκεντρώνεται μέσα στην κρίση υπό γερμανική σημαία, αποδεικνύει και εμπεδώνει σε κάθε βήμα του πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές, δεν υπάρχουν διαφωνίες σε μείζονα θέματα. Υπάρχει κι επιβάλλεται η ευθυγράμμιση μέχρι ώρας. Είτε γκρινιάζουν μερικοί, είτε διαφωνούν χλιαρά άλλοι, αυτή είναι η προσταγή και τέλος!
Το μόνο που τους φοβίζει στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, είναι τα δημοψηφίσματα. Και έχουν δίκιο να φοβούνται, γιατί κάθε φορά που έγινε χρήση τους η κατάληξη ήταν να εισπράξουν βροντερά «όχι» σε πολλά που θεωρούσαν μέχρι τότε ως θέσφατα. Μέσα από τα δημοψηφίσματα, γύρω από ζητήματα αιχμής, μπόρεσε να εκφραστεί η οργανωμένη μαζική αντίδραση των λαών στα σχέδια των ευρωκρατών.
Δικαιολογημένα θέλουν να αποφύγουν τα δημοψηφίσματα. Σε συνθήκες που έχουν ελέγξει ή θέλουν να φαίνεται ότι ελέγχουν τα πάντα και τα εμφανίζουν σαν αδιαπέραστους μονόδρομους για τους λαούς της Ευρώπης, σε συνθήκες φαινομενικής παντοδυναμίας των ευρωκρατών (αλλά στην πραγματικότητα, σε συνθήκες που όλο το οικοδόμημα τρίζει επικίνδυνα και η κρίση οξύνει όλες τις αντιθέσεις), σε συνθήκες που κινήματα και αντιστάσεις χειριστικά θρυμματοποιούνται, τα δημοψηφίσματα μπορούν να αποδειχθούν σε στοιχεία πρακτικής λαϊκής ενοποίησης. Και σε αυτό έγκειται η σπουδαιότητά τους και η αποφυγή τους από τις αστικές τάξεις της Ευρώπης. Η σημασία τους δεν είναι μόνο στο ότι λένε ηχηρά «όχι», αλλά κατορθώνουν και συγκροτούν υποκειμενικά τις κοινωνίες πάνω σε εναλλακτική αντίθεση με τις κυρίαρχες επιδιώξεις.
Αυτά ισχύουν πέρα για πέρα και για τη χώρα μας. Η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις έχουν επίμονα αρνηθεί να θέσουν σε δημοψήφισμα οποιοδήποτε θέμα αφορά την Ε.Ε., το Μνημόνιο, την τρόικα. Σε περίπτωση που διεξάγονταν δημοψηφίσματα, είναι ζήτημα αν θα πέρναγε η κυβερνητική πολιτική, το μνημόνιο, η τρόικα.
Σε μια εποχή που φαίνεται το πολιτικό σύστημα να τρίζει και να καταρρέει, οφείλει η Αριστερά να προβάλλει ένα νέο πολιτικό σύστημα ενός διαρκούς εκδημοκρατισμού του πολιτικού πεδίου και συνεχούς συμμετοχής κι ελέγχου του λαού σε αυτό.
Η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για διάφορα θέματα αιχμής θα πρέπει να είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του πολιτικού συστήματος που θα επιβάλλει μια νέα μεταπολίτευση, αν θέλουμε αυτή να έχει λαϊκό χαρακτήρα και προοδευτικό προσανατολισμό.
Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας ενός νέου πολιτικού συστήματος είναι αναγκαίος. Η εκτροπή της δύναμης των δημοψηφισμάτων μέσα απ’ την εφαρμογή τους σε δευτερεύοντα (π.χ. δημοψηφίσματα Ελβετίας, πρόταση Παπανδρέου για δημοψήφισμα για το ευρωομόλογο) είναι άλλο ξεχωριστό θέμα.
Το μόνο που ήρθε στην επιφάνεια με έμφαση ήταν η διαδικασία παράκαμψης των δημοψηφισμάτων σε κάθε χώρα για την κύρωση της τροποποίησης της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Κι όχι μόνο, αλλά η δέσμευση των πάντων στο ζήτημα αυτό.
Η Ε.Ε. απαγορεύει με τις αποφάσεις, που πήραν ομόφωνα, να γίνει οποιοδήποτε δημοψήφισμα για την κύρωση της τροποποίησης της Συνθήκης της Λισσαβώνας (άρα και του μηχανισμού που υιοθέτησαν) κι έτσι όλα θα έχουν τελειώσει μέχρι τον Μάρτιο του 2011, μέχρις ότου οι κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα κοινοβούλια κυρώσουν την αλλαγή.
Το υπερεθνικό κρατικό μόρφωμα που έχει συγκροτηθεί και αναδιαρθρώνεται, υπερσυγκεντρώνεται μέσα στην κρίση υπό γερμανική σημαία, αποδεικνύει και εμπεδώνει σε κάθε βήμα του πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές, δεν υπάρχουν διαφωνίες σε μείζονα θέματα. Υπάρχει κι επιβάλλεται η ευθυγράμμιση μέχρι ώρας. Είτε γκρινιάζουν μερικοί, είτε διαφωνούν χλιαρά άλλοι, αυτή είναι η προσταγή και τέλος!
Το μόνο που τους φοβίζει στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, είναι τα δημοψηφίσματα. Και έχουν δίκιο να φοβούνται, γιατί κάθε φορά που έγινε χρήση τους η κατάληξη ήταν να εισπράξουν βροντερά «όχι» σε πολλά που θεωρούσαν μέχρι τότε ως θέσφατα. Μέσα από τα δημοψηφίσματα, γύρω από ζητήματα αιχμής, μπόρεσε να εκφραστεί η οργανωμένη μαζική αντίδραση των λαών στα σχέδια των ευρωκρατών.
Δικαιολογημένα θέλουν να αποφύγουν τα δημοψηφίσματα. Σε συνθήκες που έχουν ελέγξει ή θέλουν να φαίνεται ότι ελέγχουν τα πάντα και τα εμφανίζουν σαν αδιαπέραστους μονόδρομους για τους λαούς της Ευρώπης, σε συνθήκες φαινομενικής παντοδυναμίας των ευρωκρατών (αλλά στην πραγματικότητα, σε συνθήκες που όλο το οικοδόμημα τρίζει επικίνδυνα και η κρίση οξύνει όλες τις αντιθέσεις), σε συνθήκες που κινήματα και αντιστάσεις χειριστικά θρυμματοποιούνται, τα δημοψηφίσματα μπορούν να αποδειχθούν σε στοιχεία πρακτικής λαϊκής ενοποίησης. Και σε αυτό έγκειται η σπουδαιότητά τους και η αποφυγή τους από τις αστικές τάξεις της Ευρώπης. Η σημασία τους δεν είναι μόνο στο ότι λένε ηχηρά «όχι», αλλά κατορθώνουν και συγκροτούν υποκειμενικά τις κοινωνίες πάνω σε εναλλακτική αντίθεση με τις κυρίαρχες επιδιώξεις.
Αυτά ισχύουν πέρα για πέρα και για τη χώρα μας. Η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις έχουν επίμονα αρνηθεί να θέσουν σε δημοψήφισμα οποιοδήποτε θέμα αφορά την Ε.Ε., το Μνημόνιο, την τρόικα. Σε περίπτωση που διεξάγονταν δημοψηφίσματα, είναι ζήτημα αν θα πέρναγε η κυβερνητική πολιτική, το μνημόνιο, η τρόικα.
Σε μια εποχή που φαίνεται το πολιτικό σύστημα να τρίζει και να καταρρέει, οφείλει η Αριστερά να προβάλλει ένα νέο πολιτικό σύστημα ενός διαρκούς εκδημοκρατισμού του πολιτικού πεδίου και συνεχούς συμμετοχής κι ελέγχου του λαού σε αυτό.
Η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για διάφορα θέματα αιχμής θα πρέπει να είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του πολιτικού συστήματος που θα επιβάλλει μια νέα μεταπολίτευση, αν θέλουμε αυτή να έχει λαϊκό χαρακτήρα και προοδευτικό προσανατολισμό.
Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας ενός νέου πολιτικού συστήματος είναι αναγκαίος. Η εκτροπή της δύναμης των δημοψηφισμάτων μέσα απ’ την εφαρμογή τους σε δευτερεύοντα (π.χ. δημοψηφίσματα Ελβετίας, πρόταση Παπανδρέου για δημοψήφισμα για το ευρωομόλογο) είναι άλλο ξεχωριστό θέμα.
Σχόλια