Αναπροσανατολίζει τους σχεδιασμούς του και το ΝΑΤΟ
Του Σωτήρη Ρούσσου*
Η ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών με θέμα «Στρατιωτική Ισορροπία 2015» (International Institute for Strategic Studies, Military Balance 2015) ανέδειξε βασικές αλλαγές στη μορφή του πολέμου, που έγιναν σαφείς σε δύο συγκρούσεις: στην Ουκρανία και την Κριμαία, και βέβαια στον πόλεμο στη Συρία. Ουσιαστικά, έχουμε την εμφάνιση ενός «υβριδικού» πολέμου ο οποίος χρησιμοποιεί παραδοσιακές και μη παραδοσιακές τακτικές και μεθόδους. Οι μέθοδοι αυτές περιλαμβάνουν τη χρήση στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων σε μια ολοκληρωμένη εκστρατεία η οποία είναι σχεδιασμένη ώστε να αιφνιδιάσει, να κερδίσει την πρωτοβουλία κινήσεων και να έχει ψυχολογικό αλλά και εδαφικό αποτέλεσμα. Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται συνδυασμός διπλωματικών μέσων, χρήσης πρωτότυπων και ταχύτατων δικτύων πληροφοριών, τακτικών αλλά και μυστικών επιχειρήσεων, οικονομικών μέσων και πολιτικών, και βέβαια εκτεταμένης εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτυακού πολέμου.
Νέο είδος πολέμου
Με αυτόν τον τρόπο, ο πόλεμος δεν αποτελεί πια μια σύγκρουση μεταξύ κρατικών στρατών, η οποία πρέπει να διέπεται από διεθνείς κανόνες, αλλά εκτυλίσσεται μέσα και έξω από τα κράτη. Ο πόλεμος δεν διεξάγεται πλέον μόνο από τα κράτη, ακόμη και αν αυτά συνεχίζουν να είναι οι βασικοί παίκτες. Σε αυτό το είδος υβριδικού πολέμου εξίσου σημαντικές με τους κρατικούς στρατούς είναι οι πολιτοφυλακές και οι ένοπλες ομάδες μειονοτήτων και ομάδων συμφερόντων, οι ιδιωτικοί στρατοί, ακόμη και εγκληματικές οργανώσεις που σχετίζονται με το υπερεθνικό έγκλημα, όπως τα καρτέλ ναρκωτικών και όπλων και τα δίκτυα διακινητών ανθρώπων. Αυτές οι ένοπλες ομάδες, οι οποίες πολλές φορές είναι εξοπλισμένες καλύτερα από ένα στρατό μικρού κράτους, συντονίζουν τις επιχειρήσεις τους με τακτικούς στρατούς και εξυπηρετούν κρατικά συμφέροντα, αλλά διατηρούν ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας στις κινήσεις και βέβαια έχουν τις δικές τους προτεραιότητες.
Βασικό ρόλο στον υβριδικό πόλεμο παίζει η εκμετάλλευση των τηλεπικοινωνιών, και κυρίως της κινητής τηλεφωνίας, των στρατηγικών τηλεπικοινωνιών και βεβαίως του διαδικτύου. Βασικός στόχος είναι η άρνηση της στρατηγικής επικοινωνίας του αντιπάλου. Δηλαδή η άρνηση εκείνων των συνθηκών οι οποίες ευνοούν την ευόδωση και την ανάπτυξη των συμφερόντων και των πολιτικών στόχων μιας δύναμης μέσα από τη χρήση συντονισμένων προγραμμάτων, σχεδίων, θεμάτων και προϊόντων – τα οποία με τη σειρά τους συγχρονίζονται με τον εθνικό σχεδιασμό της δύναμης αυτής. Για παράδειγμα, η τακτική του Ισλαμικού Κράτους να χρησιμοποιεί την κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο για να προβάλλει αφενός τη βαρβαρότητα της τιμωρίας που επιβάλλει στους αντιπάλους του και αφετέρου την υποτιθέμενη μέριμνά του για την υγεία, την εκπαίδευση ακόμη και την ψυχαγωγία των πληθυσμών υπό την κατοχή του, αμφισβητεί ευθέως το κρατικό μονοπώλιο της βίας αλλά και τη δυνατότητα του κράτους (συριακού ή ιρακινού) να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Επίσης, οι εκκαθαρίσεις πληθυσμών και η τρομοκράτηση κοινοτήτων, όπως το είδαμε τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Συρία, χτυπούν ακριβώς βασικά θέματα της στρατηγικής επικοινωνίας του αντιπάλου, όπως η δυνατότητα του κράτους να προστατεύει τις μειονότητες ή ακόμη και η ίδια η εικόνα μιας χώρας που περιλαμβάνει σε ισότιμη βάση πλήρως προστατευμένες μειονότητες.
Η φύση του υβριδικού πολέμου γίνεται ακόμη πιο αισθητή στην περίπτωση της χρήσης των νέων ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων. Συνδυάζοντας την εξοικείωση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πολύ εύστοχες μεθόδους μετάδοσης, ακόμη και με διαδικτυακά ηλεκτρονικά παιχνίδια, καταφέρνουν να στρατολογούν, να εμπνέουν και να εκφοβίζουν. Οι τακτικές του Ισλαμικού Κράτους παρουσιάζουν βασικές ομοιότητες με την εφαρμογή θεματικών του υβριδικού πολέμου στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικό γεωγραφικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Αυτές οι ομοιότητες δείχνουν ότι, αν και η σημασία των παραδοσιακών στρατιωτικών μέσων (όπως η δύναμη πυρός ή οι ελιγμοί στο έδαφος) παραμένει πολύ μεγάλη, η ισχύς θα πρέπει να είναι εξίσου μεγάλη και αποτελεσματική στο πεδίο της αντίληψης/πρόσληψης των πραγμάτων (perception), ειδικά όταν η σύγκρουση διεξάγεται εντός πληθυσμών και μεταξύ ομάδων του πληθυσμού μιας χώρας ή περισσοτέρων χωρών. Σε αυτήν την περίπτωση οι επιχειρήσεις ξεπερνούν το φυσικό πεδίο μάχης και διεξάγονται στο χώρο της αντίληψης και της υπονόμευσης.
Υπονόμευση της εδαφικότητας του κράτους
Η αλλαγή στη μορφή του πολέμου συνοδεύει θα λέγαμε και την αλλαγή στη μορφή του κράτους. Η έννοια της κυριαρχίας και της συνοριακά οριοθετημένης εδαφικότητας είναι δύο βασικά χαρακτηριστικά της μετα-βεστφαλιανής διεθνούς πολιτικής. Αυτή η έννοια έδωσε τέλος στο εξαιρετικά διεσπαρμένο και αποκεντρωμένο δίκτυο κρατών, φεουδαρχικών κρατών και βασιλείων που ενοποιούνταν από την Αυτοκρατορία και την Εκκλησία. Η έννοια της εδαφικότητας εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες, και το 19ο αιώνα συνδέθηκε στενά με τη συγκρότηση του έθνους-κράτους.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εδαφικότητα στη Μέση Ανατολή ήταν το αποτέλεσμα των στρατηγικών και των ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων. Παρά την αυξανόμενη επιρροή του παναραβισμού, η συγκρότηση των κρατών οδήγησε στην ταύτιση των μεσανατολικών κοινωνιών με εδαφικούς εθνικισμούς και τη συγκρότηση της κυριαρχίας σε οριοθετημένη εδαφικότητα, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό το παράδειγμα των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών.
Η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία και το Ιράκ και η ανάπτυξη του «Ισλαμικού Κράτους» οδήγησαν στη βαθμιαία απαξίωση της Συρίας, του Ιράκ, ακόμη και του Λιβάνου ως έθνη-κράτη, και με αυτόν τον τρόπο αμφισβητήθηκε η έννοια της κυριαρχίας και του εδαφικού εθνικισμού στη Μέση Ανατολή. Το «Ισλαμικό Κράτος» αποπειράται να αντικαταστήσει αυτήν την κυριαρχία με μια εναλλακτική «κινητή» κυριαρχία, βασιζόμενο σε συνεχώς επεκτεινόμενα σύνορα και δίκτυα μη κρατικών δρώντων.
Αυτή η «κινητή» κυριαρχία των κρατών μπορεί να αντιστοιχηθεί με δύο βασικά στοιχεία του υβριδικού πολέμου: Πρώτον, τη σημασία των νέων ένοπλων ομάδων, που προέρχονται από μειονότητες, των ιδιωτικών στρατών, ακόμη και των υπερεθνικών εγκληματικών οργανώσεων που εντασσόμενες σε διακρατικούς ανταγωνισμούς αποκτούν έμμεση νομιμοποίηση του ρόλου τους στη διεθνή πολιτική. Και παλαιότερα βέβαια είχαμε τους λεγόμενους πολέμους «δι’ αντιπροσώπων», από ανταρτικές ομάδες που υποστηρίζονταν εκατέρωθεν από τις δύο ψυχροπολεμικές υπερδυνάμεις. Αλλά σήμερα οι ένοπλοι μη κρατικοί δρώντες είναι συνήθως διεθνικοί και έχουν, λόγω αυτής της διεθνικής φύσης και του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που την ευνοεί, πολλαπλές πηγές στήριξης και συνεπώς πολύ μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων.
Δεύτερο βασικό στοιχείο, το γεγονός ότι σε μεγάλες περιοχές του κόσμου υποχωρούν οι σταθερές κρατικές δομές και αντικαθίστανται από ρευστά υβριδικά μορφώματα, τα οποία έχουν την ίδια στιγμή τόσο ιδιότητες του κράτους όσο και ιδιότητες ένοπλου διεθνικού μη κρατικού δρώντα. Σε αυτές τις συνθήκες υβριδικότητας, ο πόλεμος στο πεδίο της αντίληψης/πρόσληψης αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αφού η κυριαρχία που ορίζεται από φυσικά σύνορα είναι σε συνεχή αμφισβήτηση. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι το ΝΑΤΟ προσανατολίζεται πια σε σχεδιασμούς που θα αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο αυτού του είδους τις καταστάσεις. Πιθανόν ο έλεγχος υβριδικών κρατών και πολέμων να φαίνεται ευκολότερος από τη συνεννόηση με περιφερειακές ηγεμονικές δυνάμεις, ή την τιθάσευσή τους. Πιθανόν επίσης κάποιοι να σχεδιάζουν στρατηγικές για το ενδεχόμενο ενός δυστοπικού μέλλοντος ζωνών σταθερότητας και ζωνών χάους και υβριδικότητας.
* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr