του Ευάγγελου Τσαβδάρη

 

H Βισουάβα Σιμπόρσκα (Wislawa Szymborska) γεννήθηκε το 1923 στο Κούρνικ της Πολωνίας (περιοχή επαρχίας του Πόζναν) κι από εκεί μετακινήθηκε στα οκτώ της χρόνια στην Κρακοβία, τόπο μόνιμης διαμονής της.

Αυτό και τα πανταχού παρόντα υπαρξιακά ερωτήματα είναι τα κύρια μοτίβα στην ποίηση της Σιμπόρσκα. Τα ποιήματα περιγράφουν με την ίδια βαρύτητα τόσο την εμπειρική πραγματικότητα όσο και τη μη υπαρκτή, τη δυνητική – αυτή που περιγράφεται καλύτερα διά της απουσίας της, ένα είδος οιωνεί πραγματικότητας. Η σταθερή προσπάθεια εξισορρόπησης στο όριο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας είναι πολύ ισχυρή στην ποίηση και στο κοσμοείδωλο της Σιμπόρσκα. Η ποιήτρια δεν επιχειρεί να εμβαθύνει προκειμένου να βρει έναν κώδικα για το μυστικό της ύπαρξης, αλλά μάλλον προσπαθεί να μας κάνει να αντιληφθούμε τη φύση της. Η αντιπλατωνική στάση της γίνεται, επίσης, πιο σθεναρή με τα χρόνια, καθώς γράφει με προφανή ειρωνεία:

 

Κεραυνοβόλος έρωτας

 

Πίστευαν και οι δύο ακράδαντα
ότι ένα ξαφνικό πάθος τους ένωσε.
Μια τέτοια βεβαιότητα είναι ωραία,
αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία.

 

Αφού δεν έτυχε να συναντηθούν πότε στο παρελθόν, ήταν πεπεισμένοι
ότι τίποτα δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους.
Αλλά τι λένε οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι –
μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον ένα εκατομμύριο φορές;

 

Θα θελα να τους ρωτήσω αν θυμούνται –
τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους
σε κάποια περιστρεφόμενη πόρτα;
Ίσως ένα «συγγνώμη» που ειπώθηκε μέσα στο πλήθος;
Ένα κοφτό «λάθος νούμερο» στο ακουστικό του τηλεφώνου; –
Αλλά ξέρω την απάντηση.
Όχι, δεν θυμούνται.

Θα τους ξάφνιαζε αν μάθαιναν ότι η Τύχη έπαιζε μαζί τους για χρόνια.

Όχι έτοιμη ακόμη
να γίνει το Πεπρωμένο τους,
τους έφερνε κοντά, τους απομάκρυνε,
τους έφραζε το μονοπάτι,
χαμογελώντας κρυφά,
κι ύστερα αποχωρούσε.

Υπήρξαν ενδείξεις και σημάδια,
κι ας μη μπορούσαν να τα διαβάσουν ακόμη.
Ίσως πριν τρία χρόνια
ή την περασμένη Τρίτη
ένα φύλλο να πέταξε
από τον ένα ώμο στον άλλον.
Ή κάτι να έπεσε και να το μάζεψε ο ένας από τους δύο;
Ποιος ξέρει, ίσως η μπάλα
που χάθηκε στους θάμνους της παιδικής ηλικίας;

Υπήρξαν πόμολα και κουδούνια
όπου το ένα άγγιγμα ήρθε να σκεπάσει το άλλο.
Βαλίτσες στον έλεγχο εισιτηρίων που στέκονταν δίπλα-δίπλα. Ένα βράδυ, ίσως, το ίδιο όνειρο, που το πρωί έσβησε σε μιαν αχλύ.

Κάθε αρχή
είναι εξάλλου μια συνέχεια,
και το βιβλίο των συμβάντων
μένει πάντοτε ανοιχτό κάπου στη μέση.

 

Στην πρώτη στροφή η ποιήτρια δεν την φοβίζει η αβεβαιότητα, για να την αμφισβητήσει αργότερα, «μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον ένα εκατομμύριο φορές; / αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία».

Η ατμόσφαιρα του ποιήματος διαπερνάται από μία ελαφριά ειρωνεία και ταυτόχρονα υπονόμευση «μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον ένα εκατομμύριο φορές;»

Συνεχώς επαναδιαπραγματεύεται, αυτοσαρκάζει, και επαναδομεί τον βασικό πυρήνα του ποιήματος δηλαδή την αναπάντεχη τη στιγμή του κεραυνοβόλου έρωτα. Στην έκτη στροφή, είναι σαν να βάζει στο μικροσκόπιο για να βρει αποχρώσες ενδείξεις, τις ίδιες τις καταστάσεις της ζωής και επανέρχεται βέβαια στα παιδικά χρόνια. «Ποιος ξέρει, ίσως η μπάλα / που χάθηκε στους θάμνους της παιδικής ηλικίας;»

Κλείνει με ένα σαφή περιορισμό του συναισθηματισμού του θανάτου και ταυτόχρονη υπονόμευση του. «και το βιβλίο των συμβάντων /

μένει πάντοτε ανοιχτό κάπου στη μέση.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!