του Αλέξανδρου Τσίγγου
Οι Ισραηλινοί βλέπουν τον θάνατο ενός μοναχικού στον χώρο του τρίτου ορόφου μαχητή και χαίρονται και γιορτάζουν. Ενός εχθρού. Ενός εχθρού που πρώτα πέρασε από μια πατρίδα φυλακισμένη, πάνω από 20 χρόνια στις ισραηλινές φυλακές. Από τη μεγάλη φυλακή σε εκείνη την μικρή ενός κελιού.
Θα σας πω εγώ τι βλέπω. Αν η χρονολογία έγραφε 1821 και όχι 2024, τρομοκράτες θα χαρακτηρίζονταν οι Καραϊσκάκης Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας και όλοι οι δικοί μας ήρωες του ‘21 και όλος εκείνος ο Ελληνισμός, άνδρες γυναίκες και παιδιά, που συντάχθηκαν πίσω τους για να κερδίσουν την Ελευθερία τους.
Σφάξανε γυναικόπαιδα χωρίς διάκριση, στη Χίο, τα Ψαρά και σε δεκάδες άλλα μέρη ακριβώς όπως σήμερα συμβαίνει στη Γάζα ή τον Λίβανο ή τη Συρία. Μόνο που δε γίνονται με το χέρι αλλά εξ αποστάσεως. Δε γίνονται με τα γιαταγάνια αλλά με τα έξυπνα όπλα, όπου δε χρειάζεται να αναμετρηθείς πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό σου. Ακόμα και στη σφαγή του.
Τότε θα μπορούσε ο Σουλτάνος να κατηγορήσει τους ήρωες του 1821 πως κρυβόντουσαν και χρησιμοποιούσαν σαν ασπίδα τις οικογένειες τους. Πως είναι τρομοκράτες, αλήτες και φονιάδες. Δεν είχε ακόμα εφευρεθεί αυτή η λέξη γιατί η ίδια η ζωή ήταν βίαιη και θα ήταν γελοίο να χρησιμοποιήσεις έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Γιατί σήμερα είναι η ζωή τόσο ευγενική και εξελιγμένη, τόσο απομακρυσμένη από την κοινή μοίρα του θανάτου.
Θέλουν να ξεχάσουμε ότι όταν υπάρχει ένας πόλεμος, που γίνεται μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, αυτό που και η αυλή του και η γη του και ο αέρας και η θάλασσα είναι φυλακισμένος, τότε γέροντες και γραίες, μανάδες και παιδιά, κορίτσια και αγόρια θα είναι με τους πατεράδες τους και τα αδέλφια τους και θα αγωνιούν για τον αγώνα ζωής που δίνουνε. Θα είναι εκεί δίπλα τους, όπως οι γυναίκες και τα παιδιά, δίπλα στους Κρητικούς που με τις τσουγκράνες σκότωναν τους εισβολείς του Ναζισμού στο νησί της Κρήτης. Τη μάχη για τον θάνατο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι αγωνίζονται ποιος θα πρωτοπεθάνει πρώτος και όχι ποιος θα επιζήσει. Όταν υπερασπίζεσαι την πατρίδα σου, δεν έχεις λύπη για τον χαμό σου.
Βλέπω μια στρατιωτική μηχανή απέναντι σε έναν μοναχικό μαχητή, που το τελευταίο του όπλο είναι ένα μικρό κομμάτι ξύλου που το πετάει εξαντλημένος, τραυματισμένος ενάντια στο drone που τον παρατηρεί. Εμπρός στα άψυχα μάτια ενός ρομπότ, το ζωντανό βλέμμα ενός ανθρώπου ακόμα κι αν είναι λίγο πριν το θάνατο του. Δεν είναι ένας άνθρωπος που κι αν τραυματισμένος, έχει παραιτηθεί από τη ζωή. Το αντίθετο. Με την κίνηση του να χτυπήσει το drone δείχνει την αντρειοσύνη του και τον χλευασμό του απέναντι σε έναν υπέρτατου βαθμού ανώτερο τεχνολογικά εκτελεστή του.
Βλέπω έναν μαχητή που τόσο πολύ σημαντικός ήταν, αλλά πολεμούσε όπως όλοι αυτοί οι άνδρες, σε μικρές ομάδες, εκτεθειμένοι στη μάχη. Τρείς-τρείς, τέσσερις-τέσσερις. Έναν άνδρα που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον θάνατο και το μεγάλο άλμα της ιστορίας με θάρρος, όπως το έχει αποφασίσει μέσα του. Στον πόλεμο ο άνδρας πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του νεκρό για να μπορέσει να πολεμήσει. Κι αυτό βλέπω.
Βλέπω ότι δεν τόλμησαν, παρόλο που κανένα όπλο δεν φαίνεται, παρόλο που ήταν τραυματισμένος και αδύναμος, να μπούνε στο κτήριο και να τον σκοτώσουν όπως θα έκανε ένας ανδρείος. Γκρέμισαν το κτήριο σαν δειλοί. Και στα ερείπια του έψαξαν να βρουν το πτώμα του, όπως οι αρουραίοι που σκάβουν και όπως οι ίαινες αναζητούν ένα πτώμα για να φάνε.
Βλέπω το Μεσολόγγι, τον Ζάλογγο, βλέπω έναν ήρωα του 1821. Και κάτι ακόμα για τη μόνιμο επωδό ότι όλα ξεκίνησαν με την τρομοκρατική ενέργεια της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Όχι, όλα ξεκίνησαν το 1948 όταν ξεκλήρισαν τον ντόπιο παλαιστινιακό πληθυσμό και εκατομμύρια Παλαιστινίων είτε βρέθηκαν δούλοι στη γη τους, κι άλλοι πρόσφυγες στα γύρω μέρη.
Αυτά από εκείνους που διέδιδαν το «a land with no men, for men without land».