Η Γιαλ Ολιβά συμμετέχει στο Nuit Debout του Παρισιού κι είναι μέλος της Ομάδας Διεθνών της Πλατείας Republique

 

 

Γεια χαρά σε όλους

Είμαι πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι απόψε εδώ μαζί σας για να μοιραστώ το μήνυμα των κοινωνικών αγώνων στη Γαλλία. Ελπίζω να πάρετε μια μικρή μυρωδιά από το άρωμα αυτής της άνοιξης.

Σήμερα, με πρόεδρο τον Φρανσουά Ολάντ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα εισηγείται έναν νόμο που υπονομεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί από τους Γάλλους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Είναι μια επανάσταση, με την αρνητική έννοια. Δίνει προτεραιότητα στις επιχειρησιακές συμβάσεις αντί ενός γενικού κώδικα προστασίας των εργαζομένων. Το μεγάλο επιχείρημα είναι η ανάγκη για μεγαλύτερη «ευελιξία» για τις επιχειρήσεις, ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Αλλά αυτό που κρύβεται πίσω από την λέξη «ευελιξία» είναι στην πραγματικότητα μια πιο επισφαλής εργασία. Αμφισβητεί το 35ωρο, οδηγεί τους εργαζόμενους σε περισσότερες ώρες δουλειάς, περισσότερες συμβάσεις ορισμένου χρόνου αντί για μόνιμες θέσεις, μεγαλύτερη ευκολία στις απολύσεις. Με λίγα λόγια, δημιουργεί εργαζόμενους όλο και πιο αποξενωμένους, κατακερματισμένους, η εργασία των οποίων καθορίζεται από αυθαίρετους κανόνες, χωρίς οι ίδιοι να έχουν κανέναν έλεγχο. Βέβαια, αυτός ο νόμος, πριν ακόμα εγκριθεί στα «χαρτιά», αποτελεί ήδη πρακτική στην αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή οι ξένοι -κυρίως μαύροι εργαζόμενοι- απασχολούνται για πενιχρούς μισθούς, παλεύοντας με την εξάντληση, τα ατυχήματα, την εργασιακή πίεση και το άγχος. Έτσι, κάποιες αλλαγές στο πλαίσιο του νόμου, μπορεί να εμφανίζονται ως συμβιβαστική λύση. Ωστόσο, δεν σβήνουν το συνολικό πνεύμα του. Να διαλύσει την εργατική νομοθεσία, υπό την πίεση και την καθοδήγηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό που οφείλουμε να καταλάβουμε, τον υπερεθνικό χαρακτήρα του νόμου. Αυτό είναι το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κινητοποίηση ξεκίνησε ήδη από τις αρχές του 2016, όταν η υπουργός El-Khomri παρουσίασε το νόμο της κυβέρνησης  μετά από διαβούλευση με τα συνδικάτα. Αρκετές εκδηλώσεις οργανώθηκαν από το Φεβρουάριο έως τον Μάρτιο, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές, συνταξιούχοι, επισφαλείς και μετανάστες. Αλλά και το φοιτητικό κίνημα οργανώνεται για την υποστήριξη των διαφόρων πλευρών του αγώνα. Τον Μάρτιο, μέσα σε πολλές επιχειρήσεις, σχηματίζονται αυθόρμητα συμβούλια εργαζομένων και αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία. Είναι σε αυτό το πλαίσιο όπου ακτιβιστές που βρίσκονται γύρω από την ανεξάρτητη εφημερίδα Fakir και που παράλληλα ετοιμάζουν ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Ευχαριστώ Αφεντικό, ρίχνουν την ιδέα για την πρώτη νύχτα αντίστασης Nuit Debut, στις 31 Μαρτίου. Αυτό ήταν. Η εθνική διαδήλωση στις 31 Μαρτίου, επεκτάθηκε σε μια «νυκτερινή κατάληψη» υπό το σύνθημα «εμείς δε θα γυρίσουμε στο σπίτι» και έτσι οδηγηθήκαμε σε μια «σύγκλιση των αγώνων». Όχι μόνο χιλιάδες από εμάς την πρώτη νύχτα, αλλά και την επόμενη μέρα, εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώνονται για να συζητήσουν σε λαϊκές συνελεύσεις, οργανώνονται σε «επιτροπές», οριζόντια και αυθόρμητα. Η δυναμική και η ορμητικότητα ήταν μεγάλη και το κίνημα, μέσα σε λίγες μέρες, πήρε τη μορφή «κατάληψης των πλατειών».

Οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται στις πλατείες έχουν βρει μια κοινή πλατφόρμα για να εκφράσουν τα αιτήματά τους αλλά και έναν τρόπο για να οργανώνονται. Γρήγορα, το Nuit Debout έγινε ένα «κίνημα πολιτών», στηριζόμενο σε επιτροπές και ομάδες με δομικό και λειτουργικό ρόλο. Για να βοηθούν την οργάνωση του αγώνα αλλά κυρίως για να θέτουν σε συζήτηση διάφορα θέματα. Να υπάρξει κίνηση και δράση πέρα από τον εργατικό νόμο που ήταν η αρχική αιτία. Δηλαδή, το κίνημα ξεπέρασε τον νόμο και όλοι εμείς όπως λέμε τώρα «αγωνιζόμαστε ενάντια στον εργατικό νόμο και ενάντια στον κόσμο του». Έτσι δημιουργήθηκαν οι πιο διαφορετικές θεματικές επιτροπές και συνελεύσεις.

Μέσα στο κίνημα συναντήθηκαν και ενώθηκαν άνθρωποι με διαφορετικές απόψεις για το τι είναι πολιτική δράση, κι έτσι εκφράστηκαν αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις. Αντιθέσεις μεταξύ αυτών που πίστευαν ότι το κίνημα θα μπορούσε αφ’ εαυτού να πραγματοποιήσει την άμεση δημοκρατία και άλλων που το έβλεπαν ως ευκαιρία να πειραματιστούν σε σχέση με κάτι άλλο, να «εκπαιδεύσουν» τους ανθρώπους ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή και αντικαπιταλιστικά. Αντιθέσεις μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν την άμεση δράση και εκείνων που υποστηρίζουν τους πιο ειρηνικούς τρόπους.

Αν παρατηρήσουμε το κίνημα σε βάθος χρόνου, πιστεύω ότι μπορούμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις: Πρώτα, η αρχική φάση, πιο προσανατολισμένη προς τη «σύγκλιση των αγώνων» και τη δικτύωση των διαφορετικών τομέων του αγώνα στο πεδίο της δράσης. Στη συνέχεια, με τη συμμετοχή των νέων  περάσαμε σε μια φάση όπου χαρακτηρίζεται από μεγάλο ενδιαφέρον και επένδυση στο τι συνέβαινε στην πλατεία καθώς και στην επιθυμία να οικοδομήσουμε ένα νέο είδος κινήματος αντίστασης. Και η περίοδος στην οποία είμαστε ίσως ακόμα και τώρα, όπου μειώνεται ο κόσμος στις πλατείες αλλά το κίνημα «μετεγκαθίσταται» σε διάφορα πεδία του αγώνα. Κι έτσι, μια επιστροφή σε μια οπτική του κινήματος, ως μέσο για να συντονίσει και να δημιουργήσει ένα κύμα αλληλεγγύης μεταξύ των αγώνων. Αυτό αποτελεί και ορισμένη απάντηση και διέξοδο. Απαντά, επίσης, στην κούραση των ανθρώπων στις πλατείες αλλά σχετίζεται και με την αντίσταση που εκδηλώνεται σε διάφορους τομείς, στους σιδηρόδρομους, τα διυλιστήρια, τις βιομηχανίες αυτοκινήτων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η οργάνωση και η αυτοοργάνωση ξεπέρασε τα συνδικάτα και τις αξιώσεις τους.

Από την αρχή του κινήματος, η κυβέρνηση έχει δείξει μεγάλη σκληρότητα, τόσο στο πλαίσιο των συνομιλιών όσο και στο επίπεδο της αστυνομικής βίας. Οι διαδηλώσεις χτυπήθηκαν, είχαμε ρίψη πλαστικών σφαιρών, δακρυγόνα και χειροβομβίδες κρότου, νέες τακτικές καταστολής π.χ. η «παγίδα», όπως και συνεχείς ελέγχους ταυτότητας, απαγόρευση στους διαδηλωτές να φορούν κασκόλ, γυαλιά ή ακόμα και να έχουν μαζί τους φυσιολογικό ορό. Οι συγκρούσεις μεταξύ των ακτιβιστών και της αστυνομίας γίνονταν όλο και πιο βίαιες, με τραυματίες και στις δύο πλευρές. Τέλος, ένα ακόμα βήμα έγινε αυτή την εβδομάδα όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει στα συνδικάτα να διαδηλώσουν, πράγμα που είχε να γίνει από το 1962. Βέβαια, βρήκαμε τελικά τους τρόπους και η διαδήλωση έγινε.

Σύμφωνα με τα λόγια του Jacques Rancière, το κίνημα αυτό αποτελεί ένα πέρασμα από μια νεολαία που θρηνεί σε μια νεολαία που αγωνίζεται. Επέτρεψε τη συνάντηση και τη συνεργασία διαφορετικών κομματιών του κινήματος, ακτιβιστών και απεργών. Η δυσπιστία απέναντι στους παραδοσιακούς οργανισμούς και θεσμούς, οδήγησε στο να εμφανιστούν και εναλλακτικές προτάσεις. Ανάπτυξη ψηφιακών εργαλείων, συμμετοχική δημοκρατία, μια νέα προσέγγιση για την κοινότητα. Αλλά ακόμα κατάφερε να διαδώσει ορισμένα θέματα που αγνοούνται και σίγουρα να αλλάξει αντιλήψεις και νοοτροπίες. Η οργάνωση του κόσμου του αγώνα στο περιθώριο των παραδοσιακών οργανισμών, είναι μια επιτυχία του Nuit Debout. Ακόμη και αν δεν έγινε ένα μαζικό κίνημα προσέφερε πρακτικές για νέες μορφές οργάνωσης και δράσης. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για τη Γαλλία.

Ακόμη, λοιπόν, και αν η κινητοποίηση μπορεί να χάσει την ορμή της αυτό το καλοκαίρι, ακόμη και εάν τελικά ο εργατικός νόμος τεθεί σε ισχύ με ένα μόνο διάταγμα, το Nuit Debout θα συνεχίσει να οργανώνεται, να συζητά και να περιμένει τη σπίθα που θα επιτρέψει πιο ριζικές αλλαγές στις κοινωνίες μας. Και δεδομένου ότι το χρέος, η ανισότητα, οι οικονομικές ελίτ, η βιομηχανία όπλων, ο καπιταλισμός, η αποικιοκρατία, δε γνωρίζουν σύνορα, έτσι και οι κοινωνικοί και αντικαπιταλιστικοί αγώνες δεν θα πρέπει να έχουν σύνορα. Αν οι ηγέτες μας υψώνουν περισσότερα τείχη μεταξύ των ανθρώπων, είναι δικό μας καθήκον να καταστρέψουμε αυτά τα εμπόδια. Για την καταπολέμηση της αποξένωσης, του σκοταδισμού, του καπιταλισμού και της κυριαρχίας των λίγων. Για περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα. Τελικά, αυτό το θρόισμα που συνταράσσει τις κοινωνίες μας δείχνει ότι οι αγώνες είναι ζωντανοί. Συνεχίζουμε!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!