Αρχική πολιτική Ξεκίνησε μια ιδιαίτερη προεκλογική περίοδος

Ξεκίνησε μια ιδιαίτερη προεκλογική περίοδος

Δόθηκε το «μαρς» και αρχίζει ο μεγάλος καυγάς. Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε εκλογές για τις 21 Μαΐου, οι μονομάχοι ετοιμάζονται, ιδιαίτερα τα τρία μεγάλα συστημικά κόμματα (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), και πηγαίνουν προς την εκλογική μάχη ξέροντας ότι αυτή η προεκλογική περίοδος θα είναι διαφορετική από τις πρόσφατες προηγούμενες αναμετρήσεις.

Πρώτος λόγος, γιατί οι σχέσεις κοινωνίας και πολιτικού συστήματος κυριαρχούνται από ένα βαθύτατο πανελλαδικό ρήγμα που αγκαλιάζει όλες τις ηλικίες και έτσι τα συστημικά επιτελεία δεν ξέρουν πώς αυτό μπορεί να αποτυπωθεί στην κάλπη – άλλοι μιλάνε για αύξηση της αποχής και άλλοι για σημαντική διασπορά ψήφων στα μικρότερα κόμματα. Δεύτερος λόγος, κανένα κόμμα αυτήν τη στιγμή δεν έχει ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία και όπως φαίνεται, οι περισσότεροι πολίτες θα πάνε στην κάλπη με κρύα καρδία και θα ψηφίζουν με τη λογική του μικρότερου κακού – εξαιρούνται προφανώς οι σκληροί κομματικοί ψηφοφόροι που πλέον έχουν προσλάβει χαρακτηριστικά χούλιγκαν. Τρίτος λόγος, γίνονται σοβαρές προσπάθειες για να διαμορφωθεί κλίμα ώστε να έρθει σαν ώριμο φρούτο μια κυβέρνηση συνεργασίας ειδικού σκοπού αφού πληθαίνουν τα «απροσδόκητα» και «περίεργα» γεγονότα (διαβάστε περισσότερα στο editorial στη διπλανή σελίδα). Τέταρτος λόγος, με βάση τα παραπάνω, αναμένεται να επικρατήσει σκηνικό ακραίας πόλωσης και τοξικότητας στην προεκλογική περίοδο αφού τα επίσημα πολιτικά κόμματα, και πολύ περισσότερο οι αρχηγοί τους και τα πρωτοκλασάτα στελέχη τους, νιώθουν ότι έχουν μπροστά τους μια εκλογική μάχη που παρομοιάζει ανάμεσα στο μποξ και τη ρουλέτα ενώ παράλληλα γνωρίζουν ότι θα τρίξει η καρέκλα τους αν η κάλπη φανεί τσιγκούνα απέναντι τους.

Αναμένεται να επικρατήσει σκηνικό ακραίας πόλωσης και τοξικότητας στην προεκλογική περίοδο αφού τα επίσημα πολιτικά κόμματα, και πολύ περισσότερο οι αρχηγοί τους και τα πρωτοκλασάτα στελέχη τους, νιώθουν ότι έχουν μπροστά τους μια εκλογική μάχη που παρομοιάζει ανάμεσα στο μποξ και τη ρουλέτα ενώ παράλληλα γνωρίζουν ότι θα τρίξει η καρέκλα τους αν η κάλπη φανεί τσιγκούνα απέναντι τους

Τι θέλουν οι πολιτικοί αρχηγοί

Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερο φορτισμένο και περίεργο κλίμα κάθε πολιτικός αρχηγός από τα τρία μεγάλα συστημικά κόμματα έχει μια ιδιαίτερη τακτική για να πορευτεί. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει την αυτοδυναμία και εκβιάζει πάνω σε αυτή τη γραμμή, γιατί καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός. Και πάνω σε αυτή την τακτική ξετυλίγεται όλη η επιχειρηματολογία του για μια κυβέρνηση από ένα κόμμα, αλλά όχι από ένα χρώμα, λέγοντας ανοιχτά ότι μπορούν να υπάρχουν βουλευτές διαθέσιμοι να συμπληρώσουν ψήφους για να επιτευχθεί η δεδηλωμένη ακόμα και αν τα κόμματά τους διαφωνούν – δείχνοντας σαφέστατα προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Την ίδια στιγμή η προεκλογική ρητορική του Κ. Μητσοτάκη εστιάζεται στο ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. παρήγαγε έργο και ότι δεν πρέπει να έρθουν ξανά οι αναξιόπιστοι του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση – μια ρητορική που όμως μετά την τραγωδία των Τεμπών είναι αμφίβολο σε ποιο βαθμό μπορεί να πείσει ακροατήρια που βρίσκονται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» των αναποφάσιστων και του «Κανένα». Σε κάθε περίπτωση ο Κ. Μητσοτάκης θέλει ένα καλό ποσοστό της Ν.Δ. με μια σοβαρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μπορέσει, ακόμα και στις δεύτερες εκλογές, να πιέσει για μια κυβέρνηση που θα είναι αυτός πρωθυπουργός ακόμα και αν αυτή θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί μια προοδευτική κυβέρνησης συνεργασίας, που θα προκύψει από τα αποτελέσματα της κάλπης, με τον ίδιο για πρωθυπουργό που θα εγγυάται τη σταθερότητα – σε αντίθεση με την κυβέρνηση-κουρελού που προτείνει ο Κ. Μητσοτακης. Θεωρεί ότι μπορεί να πιεστεί ο Νίκος Ανδρουλάκης πάνω σε αυτή την τακτική, ακόμα και αν τώρα το παίζει δύσκολος, με βάση τη γραμμή ότι πρέπει να φύγει πάση θυσία ο Κ. Μητσοτάκης από το Μέγαρο Μαξίμου. Το πρόβλημα για τον Αλ. Τσίπρα είναι ότι διαπιστώνει, και μάλιστα από δημοσκοπήσεις, ότι δεν έχει κάποιο εκλογικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία και ότι συγκαταλέγεται στους αναξιόπιστους, στην κατηγορία του «όλοι ίδιοι είναι» και μάλλον δεν έχει μια τακτική να αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα. Είναι φανερό ότι η απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα πλήττει τον ΣΥΡΙΖΑ αφού το κόμμα του Αλ. Τσίπρα έχει κυβερνήσει, έχει δοκιμαστεί και έχει καταταχθεί στα συστημικά κόμματα.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιμένει στην γραμμή «ούτε-ούτε». Ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας για πρωθυπουργός αλλά ένα τρίτο πολιτικό πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχεται τόσο από την πλευρά της Ν.Δ. όσο και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ αφού είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ επιθυμεί να συνεργαστεί με τη Ν.Δ., ένα εξίσου σημαντικό μέρος με τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που υποστηρίζουν να μην πάρει μέρος το ΠΑΣΟΚ στην επόμενη κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, ο Νίκος Ανδρουλάκης θέτει σαν στόχο ένα ποσοστό το 10% ποντάροντας στην απογοήτευση πολλών κεντρώων πολιτών που στις προηγούμενες εκλογές ψήφισαν ή Ν.Δ. ή ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα για το ΠΑΣΟΚ είναι ότι είναι υπεύθυνο για τα διαχρονικά προβλήματα της χώρας και αυτό είναι που κάτι που οι πολίτες το θυμούνται συχνά-πυκνά με διάφορες αφορμές, π.χ. ακόμα και στην τραγωδία των Τεμπών. Όπως πρόβλημα αποτελεί και το γεγονός ότι στις δεύτερες εκλογές δύσκολα το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει να διατηρήσει τα ποσοστά που θα έχει κερδίσει στον πρώτο γύρο και για αυτό θα επιθυμούσε η ηγεσία να μην φτάσουμε σε δεύτερη κάλπη.

 

Προς κυβερνήσεις συνεργασίας

Η διαφαινόμενη εκλογική πτώση της Ν.Δ., η εκλογική στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ αλλά και η διεύρυνση της «γκρίζας ζώνης» και του «Κανένα» κάνουν τους συστημικούς κύκλους της χώρας μας –και όχι μόνο προφανώς– να επεξεργάζονται σενάρια λύσεων για την επόμενη μέρα των εκλογών. Και αυτό γιατί αθροιζόμενα τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων μόλις που ξεπερνούν το 50% και έτσι στις προσεχείς εκλογές με απλή αναλογική, δεν προκύπτει κυβέρνηση γύρω από τη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ευρύτερη συνεργασία. Το δε σενάριο περί αυτοδυναμίας της Ν.Δ. σε δεύτερες εκλογές όσο και αν το επαναλαμβάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πείθει πλέον κανένα. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ξεκινήσει μια ευρύτατη ζύμωση-διεργασία για την προώθηση κυβερνητικών σχημάτων συνεργασίας ειδικού σκοπού που θα προχωρήσουν το ενιαίο πρόγραμμα ευρωκρατίας και ΗΠΑ σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο (βλέπε συνεκμετάλλευση Αιγαίου, πόλεμος στην Ουκρανία, οικονομική επιτήρηση, κ.ά.), με ποσοστώσεις και προς τις εγχώριες μεταπρατικές ελίτ.

Ένα τέτοιο σενάριο δεν συνδυάζεται με τις ειδικές επιδιώξεις του Κ. Μητσοτάκη και του Αλ Τσίπρα, εφόσον τους παραμερίζει από την πρωθυπουργία, Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν καλά και για αυτό είναι κρίσιμο και για τους δύο «τι πουλιά θα πιάσουν» στην πρώτη κάλπη για να μπορέσουν να έχουν ρόλο την επόμενη μέρα.

Ανάλογους πονοκεφάλους αντιμετωπίζουν και τα μικρότερα κόμματα, που αυτή τη στιγμή μπορεί να δηλώνουν πως δεν θα πάρουν μέρος ή δεν θα στηρίξουν κάποια κυβέρνηση συνεργασίας ή ειδικού σκοπού, όμως ξέρουν καλά ότι θα πιεστούν πολύ από διάφορα συστημικά κέντρα, εγχώρια ή/και διεθνή, να το πράξουν ώστε να υπάρξει μια κάποια λύση. Και αυτό κάτω από το καθεστώς της «απειλής» ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση μπορεί να «κοντύνει» κατά πολύ τα ποσοστά τους και την εκπροσώπηση τους στο κοινοβούλιο.


Ανησυχίες

Αυτό που δημιουργεί νεύρα και ανησυχίες στα συστημικά κομματικά επιτελεία είναι ότι οι περισσότεροι εκλογολόγοι λένε, σε όλους τους τόνους, ότι δεν μπορεί να γίνει κάποια ασφαλής πρόβλεψη αυτή την περίοδο για το αποτέλεσμα της κάλπης. Μετά την τραγωδία των Τεμπών το πολιτικοκοινωνικό τοπίο έχει αλλάξει και η πολιτική συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας μένει να καταγραφεί το ποια θα είναι στις εκλογές που έρχονται.

Κάποιοι μάλιστα εκτιμούν ότι μπορεί να υπάρξει και μεγάλη αποχή σαν μια στάση διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να συνδυαστεί και με την πεποίθηση ότι πολλοί πολίτες δεν θα προσέλθουν στην πρώτη κάλπη γνωρίζονται ότι τα πράγματα θα κριθούν στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Σε κάθε περίπτωση, αυτές τις 55 μέρες που απομένουν τα μεγάλα συστημικά κόμματα και οι υποψήφιοι βουλευτές τους θα κάνουν να πάντα για να πάνε οι ψηφοφόροι τους στην κάλπη της 21ης Μάη, αφού αυτό το αποτέλεσμα είναι το πιο κρίσιμο για τους σχεδιασμούς των κομματικών επιτελείων.

Σχόλια

Exit mobile version