Με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα Βιβλίου ρωτήθηκα από το διαδικτυακό περιοδικό monopoli.gr για τα δυο βιβλία που δεν θα αποχωριζόμουν ποτέ. Ιδού η απάντησή μου:

«Το πρώτο βιβλίο που δε θα αποχωριζόμουν ποτέ είναι η “Μαρία Νεφέλη” του Οδυσσέα Ελύτη. Κάθε τόσο ανοίγω το βιβλίο και το φυλλομετρώ στη τύχη. Πάντα ανακαλύπτω κάτι καινούργιο. Όλη η φιλοσοφία της ζωής μου συμπυκνώνεται μέσα στις φωνές της Μαρίας Νεφέλης και του Αντιφωνητή.

Τις “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα από την άλλη, τις διαβάζω περίπου κάθε δεκαετία, από την εφηβεία μου. Θεωρώ πως είναι το κορυφαίο ελληνικό μυθιστόρημα. Ήταν και παραμένει μια αποκάλυψη για μένα, τόσο για τη γλώσσα, την πλοκή και τη γραφή, όσο και για την πολιτική του διάσταση. Μας δείχνει ανάγλυφα την αξία των αγώνων, ακόμη κι αν οδηγούν στην ήττα, αλλά και τις ολέθριες επιπτώσεις της δογματικής σκέψης. Οι χαρακτήρες, τα πρόσωπά του με συνοδεύουν ως σύντροφοι σε όλη τη ζωή μου».

Θα μπορούσα φυσικά να προσθέσω και άλλα βιβλία που τελικά διαμόρφωσαν τον τρόπο που βλέπω ακόμη και σήμερα τα πράγματα. Όλοι εμείς οι μανιώδεις αναγνώστεw νομίζω ψάχνουμε πάντα αυτά τα βιβλία που θα είναι κάτι παραπάνω από ένα ανάγνωσμα.

Όταν διαβάζω τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» είμαι στα πρώτα στάδια της στράτευσης μου στην αριστερά, ενώ η «Μαρία Νεφέλη» έρχεται την ακριβώς κρίσιμη στιγμή που δημιουργείται η «Β΄ Πανελλαδική» μετά τη διάσπαση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Θέτουμε τα πάντα υπό κρίση, όπως η ηρωίδα του Ελύτη.

Οι στίχοι του γίνονται συνθήματα μας: «όταν ακούς τάξη / ανθρώπινο κρέας μυρίζει».

Ένα χρόνο αργότερα, το 1979 έχουμε το κίνημα των καταλήψεων. Ζούμε μια ψευδαίσθηση Ελληνικού Μάη του ’68 κι ας είναι χειμώνας.

Ο νόμος 815 της κυβέρνησης του «Εθνάρχη» για την εκπαίδευση αποσύρεται. Είναι η πρώτη του ήττα μετά τη Μεταπολίτευση.

«Μια νομοθεσία/ εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες / θα ‘τανε αληθινή σωτηρία», λέει η Μαρία Νεφέλη.

Και το βιβλίο περνάει από χέρι σε χέρι.

Την αρχή τη θυμάμαι πάντοτε απ’ έξω

«Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά
Σ’ αυτά που ‘ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
Κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
Τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα»

Κι η Μαρία Νεφέλη, είναι τα κορίτσια, οι συντρόφισσες γύρω μας.

Ο Ελύτης την ίδια χρονιά θα τιμηθεί και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Κι όπως τον αγαπήσαμε με το συγκλονιστικό «Άξιον Εστί», τον ερωτευόμαστε με τη «Μαρία Νεφέλη»

Πώς καταφέρνει να συνομιλεί έτσι μαζί μας;

Διότι είναι λες και τον έχουμε μέσα σε ένα από εκείνα τα αμφιθέατρα που έβραζαν τότε ή στους δρόμους και τα μπαράκια από τη Νομική μέχρι το Πολυτεχνείο.

Τότε που όλες οι σχολές ήταν μέσα στη ζωή της πόλης κι όχι αποστειρωμένες κάτω από τον Υμηττό.

Ήδη φαινόταν που τελικά θα πήγαιναν τα πράγματα, όμως «Αν είναι αν πεθάνεις πέθανε / αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός / μέσα στον Άδη».

Και κάπου ήταν γραμμένο «Κάνε άλμα / πιο γρήγορο από τη φθορά», όπως πάλι απαντούσε η Μαρία Νεφέλη στον Αντιφωνητή.

Ο Ελύτης χωρίς να είναι ενταγμένος σε αυτό που λέγαμε «αριστερά», σκεφτόταν κι έγραφε με έναν τρόπο που δεν μιλούσε μόνο στις καρδιές, αλλά και στο μυαλό μας: «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ η Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της»

Φυσικά ήταν και πολλά άλλα διαβάσματα που μας οδηγούσαν στην αμφισβήτηση. Όπως τα βιβλία του Μάριου Χάκκα, που έφυγε τόσο πρόωρα από τη ζωή, αλλά είδε, με μεγάλη διορατικότητα που το πήγαινε η αριστερά. Αυτά που κάποιοι δεν ήθελαν να δουν και μας έφεραν στο σήμερα. Κι όταν γράφεις να νιώθεις βαθιά μέσα σου κάπως έτσι – και περιμένεις αυτόν που θα δει τον κρατούμενο.

«Δεν πα’ να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους / ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους / Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο / και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο».

Κι ήρθε μια μέρα που δάνεισα τη «Μαρία Νεφέλη» και χάθηκε. Έλα που δεν ήθελα τη νέα έκδοση.

Η φωτογραφία της κοπέλας στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη μυθολογία μεταξύ μας. Ποια να ήταν άραγε; Κυκλοφορούσε και μια φήμη για μια συνοδοιπόρο μας στους αγώνες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε.

Όλοι κάπου νιώθαμε ότι τη γνωρίζαμε. Μάλλον θα θέλαμε να την γνωρίζαμε. Να ήταν αυτή που ενέπνευσε τον ποιητή; Να υπήρχε ένα πραγματικό πρόσωπο που διαλεγόταν μαζί του και μετά αυτό γινόταν ποίηση;

Δεν το μάθαμε ποτέ.

Εγώ πάντως ανέτρεξα σε ένα καλό παλαιοβιβλιοπωλείο και βρήκα την παλιά έκδοση που έκτοτε φυλάω ως κόρη οφθαλμού. Σαν ζηλιάρης εραστής ελέγχω κάθε τόσο το βιβλιοθήκη λες και το βιβλίο θα έβγαζε φτερά να πετάξει.

Όμως, εδώ που τα λέμε, τίποτα δεν θεωρώ απίθανο με αυτή τη «Μαρία Νεφέλη»!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!