Αρχική πολιτισμός Βίκυ Κατσαρού, συγγραφέας – Παπούσα

Βίκυ Κατσαρού, συγγραφέας – Παπούσα

Η Παπούσα, ένα πραγματικό πρόσωπο, μια τσιγγάνα-ποιήτρια είναι η πρωταγωνίστρια στο ομώνυμο βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Ένα ποιητικό έργο ξεχωριστό που σε βυθίζει από την αρχή σε έναν υδάτινο κόσμο, με τρεις ιστορίες μαγισσών για να ακολουθήσει ένα είδος «ποιητικής βιογραφίας».

Το βιβλίο είναι σπονδυλωτό και ξεκινά με τις πραγματικές μάγισσες Ερσούλα Σαδίλ, Κατρίν Μονβουαζέν, Ιζαμπέλ Γκάουντι. Διαφορετικές εποχές. Διαφορετικές ιστορίες. Όμως η συγγραφέας βρίσκει τον μίτο που τις ενώνει με τη βασική της ηρωίδα: Την ασημένια κλωστή του νερού…

«Το νερό πίσω δεν κοιτά/ ρέει κλωστή ασημένια, στις φλέβες μου./ στον ήχο των ματιών μου, στις τρίχες των μαλλιών/ πάντοτε δραπέτης, περιπλανιέται αιώνια,/ το νερό πίσω δεν κοιτά/ βράχος κανείς δεν γίνεται πατρίδα του, κελί του. /Στο βαθύ νερό ανήκω»

Η συγγραφέας σε βυθίζει –ως αναγνώστη– σε έναν παράξενο κόσμο κι είναι λες και βρίσκεσαι εκεί. Στον καταυλισμό όπου ελευθερία και σκλαβιά συνυπάρχουν. Βραδινές φωτιές, δάση παράξενα, ερωτισμός, αλλά και απαγορεύσεις.

Μια τσιγγάνα δεν μπορεί να γράφει ποιήματα. Δεν μπορεί να αποκαλύπτει τα μυστικά της φυλής. Δεν μπορεί να ερωτεύεται έναν ξένο. Η ίδια η Παπούσα έγινε ένα είδος «καταραμένης ποιήτριας» για τους τσιγγάνους.

Διάβασα συμπτωματικά το βιβλίο λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του έφηβου τσιγγάνου από τους άνδρες της ΔΙΑΣ και ένιωσα λες κι ήταν ένα προμήνυμα.

Άνοιξα και διάβασα κάποιους από τους στίχους που είχα σημειώσει:

«…Σκιές οι Ανέγγιχτοι είμαστε/ πότε μας είδαν τους τσιγγάνους;/ Ποιος βασιλιάς πλάι του μάγειρα δεν είχε;/ Ποιος αυτοκράτορας έχτισε μόνος το παλάτι του;/ Πώς υποτάξαν οι στρατηλάτες/ άγνωστα της Γης σημεία;/ Με ποιους στους τάφους τους /μαζί οι ευγενείς θάφτηκαν; /Εμείς ήμασταν τα ξωτικά πουλιά…»

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να γράψεις ένα ποιητικό βιβλίο για την Παπούσα – την Μπρονισλάβα Βάις;
Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο μου, διάλεξα μια γυναίκα εξόριστη προκειμένου να μιλήσω τόσο για την ύπαρξη όσο και για τη φυλετική αλλά και κοινωνική αδικία. Οι Τσιγγάνοι, οι Ρομά, είναι άνθρωποι κατατρεγμένοι στο πέρασμα των αιώνων από το κράτος, θύματα ρατσιστικών ιδεοληψιών, ένας λαός-μυστήριο θα έλεγα, που η ταυτότητά του χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μέσω αυτών λοιπόν καταδεικνύω την ταξική πάλη, την ανισότητα, τα ακραία μέτρα καταστολής που εφαρμόζουν οι συντηρητικές κυβερνήσεις σε καθετί διαφορετικό και παράλληλα τον αγώνα μιας γυναίκας, μιας καλλιτέχνιδας, να υψώσει την ποιητική φωνή της σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη. Μια γυναίκα που ερωτεύεται, γράφει ποίηση, ζει δοσμένη στη φωτιά, καίει τις φτέρνες της και τις πληγιάζει όταν τα βήματά της τη φέρνουν αρκετές φορές κοντά στον θάνατο. Πρόκειται για μια γυναίκα ελεύθερη, της οποίας η ψυχή φλογίζεται από δύο φράσεις: «Δώσε μου, Θεέ μου, δύναμη να αντέξω τόση ελευθερία» και «Γαλήνη βρίσκουμε όταν υποτασσόμαστε στην ύπαρξη».

 

Θα μπορούσες να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή της;
Η Μπρονισλάβα Βάις γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1908 ή στις 10 Μαΐου 1910. Η μητέρα της τη φώναζε κουκλίτσα, «Papusza», επειδή ήταν πολύ όμορφη. Κερασένια μάγουλα, μαύρα άκοπα μαλλιά, λεπτεπίλεπτη και πάντοτε με το χαμόγελο. Ήταν μία από τις ελάχιστες τσιγγάνες που είχε μάθει μόνη της να διαβάζει και να γράφει. Στα δεκάξι της παντρεύτηκε τον αδερφό του πατριού της, τον θείο της και αρπιστή Ντιονίσι Βάις, που ήταν μεγαλύτερός της κατά είκοσι πέντε χρόνια. Παρότι δεν τον ήθελε, δεν είχε κανένα δικαίωμα να αρνηθεί. Κάθε φορά που την έβλεπε με βιβλίο, την έδερνε, καθώς ανάμεσα στους τσιγγάνους το διάβασμα θεωρούνταν ανήθικο. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το καραβάνι της βρήκε καταφύγιο στα δάση της Δυτικής Ουκρανίας, όπου κρύβονταν σε λαγούμια υποφέροντας από το κρύο και τη φριχτή πείνα, αλλά κατάφεραν να επιβιώσουν. Η γνωριμία της με τον ποιητή Γιέρζι Φιτσκόβσκι υπήρξε καθοριστική. Ο Φιτσκόφσι γοητεύτηκε από την Παπούσα, αναγνωρίζοντας το ακτινοβόλο πνεύμα της και το ποιητικό της ταλέντο όταν άκουσε τους αυτοσχέδιους στίχους της, τους οποίους την πίεσε να καταγράψει. Στην πραγματικότητα επρόκειτο, πέραν των άλλων, για έναν καταπιεσμένο έρωτα. Όταν η κυβέρνηση επέβαλε την απαγόρευση της νομαδικής ζωής, η χαμένη ελευθερία έγινε το βασικό μοτίβο στην ποίηση της Παπούσα.

Καθώς στη φυλή της την αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση, επειδή ήταν από κάθε άποψη διαφορετική, κατέρρευσε ψυχολογικά και νοσηλεύτηκε αρκετές φορές σε ίδρυμα μέχρι τον θάνατό της, το 1987.

Δώσε μου, Θεέ μου, δύναμη να αντέξω τόση ελευθερία

Πώς τη συνδέεις με τη ζωή τριών «μαγισσών»;
Επέλεξα τις τρεις μάγισσες, Έρσουλα Σάδιλ, Κατρίν Μονβουαζέν και Ίζαμπελ Γκάουντι, ως γυναικεία αρχέτυπα. Τη μητέρα, την επαναστάτρια, την ερωμένη. Είναι όλες οι γυναίκες μαζί αλλά και κάθε γυναίκα χωριστά, όλες οι γυναίκες που υπήρξαν και θα υπάρξουν. Μια γραμμή αίματος γυναικών που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι οι γυναίκες που οι πατριαρχικές κοινωνίες μίσησαν στο πέρασμα των χρόνων και τις βασάνισαν, τις έκαψαν, τις σκότωσαν. Είναι οι γυναίκες εκείνες που σήμερα στην Πολωνία φωνάζουν για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός τους. «Είμαστε οι εγγονές των μαγισσών που δεν μπορέσατε να κάψετε», όπως παγιώθηκε το σύνθημα που χρησιμοποίησαν αυτόνομες φεμινιστικές ομάδες το 1968.

 

Το νερό και η φωτιά είναι δικές σου εμμονές ή μεταφέρεις αυτές της Παπούσα στο ποίημά σου;
Το νερό και η φωτιά λειτουργούν συμπληρωματικά αλλά και αντιθετικά. Στη γέννηση του κόσμου της Μπρονισλάβα, από την πρώτη ενσάρκωση της πρώτης κιόλας μάγισσας, αυτή η επαναληπτικότητα στη ροή του νερού που κυλάει αδιάκοπα δείχνει το συνεχές το χρόνου, το αδιάκοπο της ζωής. Στον κορμό της ποιητικής αφήγησης όμως σημαίνοντα ρόλο έχει η φωτιά, αυτή η εσωτερική φλόγα που τρεμοπαίζει στην ψυχή μας κι οι πιο τολμηροί την προκαλούν και τη θεριεύουν, της προσφέρουν την ύπαρξή τους για να πουν στο τέλος ότι έζησαν. Και τελικά το βιβλίο ολοκληρώνεται και πάλι με το νερό. Απλά τώρα η φωτιά είναι που εκούσια του παραδίδεται, σαν ερωμένη που χόρτασε την ορμή του εραστή της κι ήρθε η ώρα να ησυχάσει.

 

Αναγνώρισα κάποια αναφορά στον Μπρεχτ και κάποια άλλη στο άσμα Ασμάτων. Δεν ξέρω αν ισχύει… Ποιοι ποιητές σε έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Μάλλον ισχύει. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι υπάρχουν ποιητές που με έχουν επηρεάσει. Τα αναγνώσματά μου ήταν πολλά και ξεκινούν από πολύ μικρή ηλικία. Στο σπίτι μας είχαμε μια Αγία Γραφή της γιαγιάς μου, την οποία, όταν ανακάλυψα, ξεκίνησα να διαβάζω από το τέλος. Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη μου επαφή με τη θρησκεία έγινε μέσω της Αποκάλυψης του Ιωάννη που με συγκλόνισε. Έτσι ίσως εξηγείται γιατί υπάρχει μια βιβλικότητα στα ποιήματά μου. Αργότερα, στην εφηβεία, ο αδερφός της μητέρας μου με φόρτωνε με βιβλία που ήταν αδύνατον να κατανοήσει ένα παιδί δώδεκα χρονών, αλλά ομολογώ ότι κατέβαλα φιλότιμη προσπάθεια, ξεκινώντας με Καβάφη και Κούντερα. Παραφράζοντας όμως την ερώτηση, θα σας πω ποιους ποιητές αγαπώ πολύ: Ζωή Καρέλλη, Κ. Π. Καβάφης, Νίκος Καρούζος, Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Σχόλια

Exit mobile version