Αν και δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί και συζητήσει, χρόνια τώρα νιώθω τον συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο ως έναν μακρινό φίλο.

Έναν άνθρωπο που έδωσε φωνή στη γενιά μας από εκείνη τη μακρινή εποχή της νεότητάς μας. Όλων ημών οι οποίοι ζήσαμε την εφηβεία και την ενηλικίωση στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης κάτω από τη σκιά της «Γενιάς του Πολυτεχνείου».

Τα «Διόδια» και τα «Τζιτζίκια» υπήρχαν σε κάθε μαθητική/φοιτητική βιβλιοθήκη τουλάχιστον των ανήσυχων νέων της Αριστεράς σε όλες της τις εκδοχές.

Συνέχισα να τον διαβάζω και να παρακολουθώ την πορεία του μέχρι και σήμερα που κάνει έναν δικό του απολογισμό με το βιβλίο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», ένα είδος σύντομης αυτοβιογραφίας, χωρίς ωραιοποιήσεις και περιαυτολογίες.

Ένα είδος απολογισμού θα έλεγα, που διαβάζοντάς τον έκανα νοερά και τον δικό μου απολογισμό καθώς ηλικιακά βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο καμπής.

Και λες τι κατάφερα, που την «πάτησα», ποιοι άνθρωποι με σημάδεψαν, ποια γεγονότα…

Ένα ειλικρινές βιβλίο, όσο μπορώ να κρίνω ως αναγνώστης με μια αισιόδοξη ματιά στη ζωή, όπως άλλωστε δείχνει και ο τίτλος του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Οι προβληματισμοί πολλοί και ενδιαφέροντες τόσο πάνω στη γραφή, όσο και στην πολιτική στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη ζωή τη ίδια.

«Οι αμέσως προηγούμενοι, η γενιά του ’70, συνδέονταν με τη συλλογικότητα, οι επόμενοι, η ψηφιακή γενιά του ’90, στράφηκαν στον ατομικισμό. Εμείς είχαμε το προνόμιο και την κατάρα να αλληθωρίζουμε και προς τις δύο κατευθύνσεις»

Δεν είναι λίγο νωρίς για αυτοβιογραφία και ανασκόπηση της ζωής; Πιστεύω – και ελπίζω– πως υπάρχει μεγάλο συγγραφικό μέλλον ακόμη… Και γιατί «ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί»;

Όπως και με τα μυθοπλαστικά βιβλία μου, το «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» μού το υπαγόρευσε κάτι βαθύτερο. Μετά τα εξήντα κάνεις σχεδόν υποχρεωτικά έναν απολογισμό. Έπαιξε ρόλο και η σύντομη ψυχοθεραπεία που έκανα προ ετών.
Έδωσα συνειδητά έμφαση σε όσα αξίζει να είμαι ευγνώμων στη ζωή. Υπήρξα τόσο επικριτικός σε παλαιότερα βιβλία μου, που το όφειλα και στον εαυτό μου και στους αναγνώστες μου.
Όσο για το «συγγραφικό μέλλον», το μυθιστόρημά μου «Ανέγγιχτη» θα κυκλοφορήσει αρχές του 2022. Η ερωτική ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, μέσα από τα μάτια της πρώτης του γυναίκας, που τον κατηγορούσε ότι ο γάμος τους ήταν λευκός.
Η ερωτική ζωή τού περισσότερο μεταφρασμένου παγκοσμίως Νεοέλληνα συγγραφέα, ο οποίος πρέσβευε τον ερωτικό ασκητισμό. Τα ονόματα είναι παραλλαγμένα και οι τίτλοι των βιβλίων του έχουν αντικατασταθεί με επινοημένους.
Ο Καζαντζάκης αναζητούσε το θείο. Ένα θέμα φαινομενικά ντεμοντέ, και κατ’ ουσίαν τρομακτικά επίκαιρο. Η σύγχρονη ζωή είναι απομαγεμένη, χωρίς πνευματικότητα. Πρέπει να ανακτήσουμε τη χαμένη αίσθηση του ιερού στις κοινωνίες μας.

Λέτε στο βιβλίο πως έχετε βάλει ως στόχο να μη γκρινιάζετε με όσα συμβαίνουν. Πόσο εύκολο είναι αυτό;

Το να μην γκρινιάζεις είναι όχι ένα κατακτημένο και αμετακίνητο σημείο, αλλά ένας στόχος, μια κατεύθυνση, ένα ιδανικό. Μου αρέσει πολύ το σχετικό απόφθεγμα του Σπινόζα: «Ούτε να κλαψουρίζεις ούτε να εξοργίζεσαι. Φρόντισε να καταλάβεις».

Είμαστε στην ίδια γενιά. Πιστεύετε πως όντως είμαστε «της Μεταπολίτευσης καημένη γενιά», που λέει ο Πορτοκάλογλου;

Η γενιά που ανδρώθηκε στη δεκαετία του ’80 είναι η πρώτη τόσο έντονα αμερικανόπληκτη. Βλέπαμε φανατικά αμερικάνικο σινεμά, ακούγαμε μουσική από τον σταθμό της αμερικάνικης βάσης του Ελληνικού, διαβάζαμε αμερικάνικα κόμικς και λογοτεχνία.
Και η γενιά των πατεράδων μας κατανάλωνε αμερικάνικα πολιτιστικά προϊόντα, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Όσο για τους νεότερους, παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στην κουλτούρα που έρχεται «από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού».
Οι αμέσως προηγούμενοι, η γενιά του ’70, συνδέονταν με τη συλλογικότητα, οι επόμενοι, η ψηφιακή γενιά του ’90, στράφηκαν στον ατομικισμό. Εμείς είχαμε το προνόμιο και την κατάρα να αλληθωρίζουμε και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Γι’ αυτό και τα βιβλία μου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Αφενός τα πιο γλυκά, όπου η φιλία και οι παρέες υποδηλώνουν τη συλλογικότητα: «Διόδια», «Τα τζιτζίκια», «Φίλοι».
Και αφετέρου, μετά το ’90, όσα είναι πιο άγρια κι εφιαλτικά, με ακραίους ήρωες-τέρατα, κλεισμένους στο κουκούλι του εαυτού τους: «Ο εργένης», «Λούλα», «Ιστορίες της Λίμνης», «Η επινόηση της πραγματικότητας».

Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τα πρόσωπα που σας σημάδεψαν. Συγκρατώ τον Μένη Κουμανταρέα και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Τι σήμαιναν/σημαίνουν για σας;

Ο Μένης Κουμανταρέας, που ανήκει κι αυτός σε «ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», ήταν προπαντός ο Μεγάλος Ερωτικός, όπως θα έλεγε και ο δικός του μέντορας και φίλος, ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τον χαρακτήριζε ένας αλλόκοτος συνδυασμός τρυφερότητας και αυταρχισμού. Ένας μεγαλοαστός ευπατρίδης ερωτευμένος με τους λαϊκούς ανθρώπους. Κάποιος από πολλές πλευρές κερδισμένος, που τασσόταν ανυποχώρητα με το μέρος των χαμένων και των αδικημένων.
Η αλληλογραφία μας θα βγει από τον Πατάκη, με τον τίτλο «Εξομολόγηση και μαθητεία». Προέκυψε την περίοδο που έζησα στο εξωτερικό και, φυσικά, εγώ ήμουν αυτός που μαθήτευε. Παραδόξως, δήλωνε ότι μαθήτευε κι εκείνος, όντας ανορθόδοξος δάσκαλος. Επίσης, εκείνος εξομολογείται – εγώ, τόσο νέος, τι να εξομολογηθώ;
Αργότερα γίναμε πολύ στενοί φίλοι. Ακολούθησαν συγκρούσεις για θέματα αισθητικής. Υιοθέτησα στοιχεία από την pulp λογοτεχνία, που η γενιά του τα περιφρονούσε. Στα τελευταία γράμματα, μου γράφει βαριές κουβέντες για ένα μυθιστόρημά μου, τον «Μαύρο γάμο», που δημοσίως επαινούσε!
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, αν και δύσκολος άνθρωπος, ήταν και χιουμορίστας, και απολάμβανες την παρέα του. Όπως γράφω και στο βιβλίο, γέρασε δέκα ολόκληρα χρόνια μέσα στο φέρετρο, μόνο τότε δεν γελούσε! Όταν μου είχε ζητήσει τον «Εργένη» για το σινεμά (το προξενιό έκανε ο νονός της κόρης μου, ο Δημήτρης Νόλλας, άλλη μια πατρική φιγούρα για μένα), περάσαμε την ώρα ανταλλάσσοντας ανέκδοτα.
Ο Παναγιωτόπουλος ήταν φανατικός αναγνώστης. Βγαίναμε για φαΐ με τις γυναίκες μας, και όλο ρωτούσε για καινούργια βιβλία. Ένα από τα μείζονα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου είναι ότι οι σκηνοθέτες δεν διαβάζουν. Δεν εκπαιδεύονται στην αφήγηση ιστοριών με λόγια, οπότε τα σενάριά τους είναι προβληματικά.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, που παρελαύνει επίσης από το βιβλίο μου, μου τηλεφωνούσε από το Παρίσι. Υπήρξε κι αυτός, με τον τρόπο του, μέντοράς μου. Όταν είσαι μικρός οι δάσκαλοί σου σού τυχαίνουν. Σε ώριμη ηλικία τούς επιλέγεις συνειδητά. Μέσα από τα έργα του κατανόησα τι σήμαινε η ενστικτώδης επιλογή μου να γράψω πορνογραφία.
Σημαντική ήταν και η αδελφική φίλη μου Κάτια Λεμπέση, ιδιοκτήτρια των εκδόσεων Κέδρος. Ενδιαφερόταν περισσότερο για το πνεύμα παρά για τα χρήματα, ίσως επειδή ήταν μεγαλοαστή, με μεγάλη ακίνητη περιουσία. Έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό για τους λογοτέχνες.
Τελικά, το γεγονός ότι είχα συγκρουστεί νεότερος με τον πατέρα μου και επί μια εξαετία διακόψαμε κάθε επαφή με τους γονείς μου (επιχείρησαν έτσι να με εμποδίσουν να βιοποριστώ από το γράψιμο), με στιγμάτισε.
Αναζήτησα πατρικές φιγούρες στον χώρο της λογοτεχνίας κι ένιωσα σαν να με υιοθετούσε η λογοτεχνική πιάτσα. Στη συνέχεια επιχείρησα ένα είδος πατροκτονίας, όταν στράφηκα εναντίον τού λογοτεχνικού σιναφιού, κατακρίνοντας τον συντηρητισμό του.
Ίχνη αυτής της σύγκρουσης βρίσκει κανείς σε βιβλία μου όπως «Η δική μου Αμερική» και «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» ― το τελευταίο επανεκδίδεται το φθινόπωρο στον Κέδρο.

* Η φωτογραφία του συγγραφέα είναι του Γιώργου Δέτση (2019)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!