Τσέζαρε Παβέζε (1908 – 1950)

Σε ηλικία 42 ετών ο Ιταλός συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του σε ένα ξενοδοχείο του Τορίνο. Ερωτική απογοήτευση και μεταπολεμικές ματαιώσεις τον σπρώχνουν σε αυτό το διάβημα. Στο σημείωμα που αφήνει, γράφει: «Συγχωρώ τους πάντες και ζητώ συγγνώμη από όλους. Εντάξει; Μόνο μην αρχίσετε τα κουτσομπολιά. Τσέζαρε Παβέζε».

Πρόλαβε βέβαια να αφήσει ένα σημαντικό έργο πίσω του και να αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες. Εντάχθηκε στην Αριστερά και αρθρογραφούσε σε έντυπά της. Το άρθρο «Να διαβάζουμε» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ουνιτά (καθημερινή εφημερίδα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) στις 20 Μαΐου 1945. Η μετάφραση είναι της Άβας Μπουλούμπαση.

Από το τελευταίο του βιβλίο «Το φεγγάρι και οι φωτιές» σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου, εκδόσεις Μεταίχμιο, δημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα.

Σε μια συλλογή έργων που κυκλοφόρησε στην Ιταλία για τα 70 χρόνια από τον θάνατό του τονίζεται ειδικά για το «Φεγγάρι και οι φωτιές» πως όπως η «Πανούκλα» του Αλ. Καμύ βοήθησε να αντιληφθούμε τις συνθήκες των λοκνταουν και της πανδημίας, ο Τα. Παβέζε στο τελευταίο έργο του μας δείχνει το «μετά» τον πόλεμο, το μετά την πανδημία. Τι μένει όρθιο, τι αλλάζει, τι μένει ίδιο. Μόνο που για εμάς αυτό το «μετά» ακόμα δεν έχει έρθει…

 

Είναι αλήθεια πως πρέπει αδιάκοπα να ζητάμε από τους συγγραφείς σαφήνεια.
Οφείλουμε να παίρνουμε και τα βιβλία και τους ανθρώπους στα σοβαρά.
Τι μας εμποδίζει να διαβάζουμε σωστά.
Είναι πολύ εύκολο να αποδεχτούμε την πιο κοινότυπη άποψη και να παραμείνουμε προσκολλημένοι σε αυτήν.
Δεν είναι εύκολο να διαβάζεις.
Όλα εξαρτώνται από τις λέξεις που χρησιμοποιεί ένας πραγματικός συγγραφέας.
Μπροστά σε μια γραμμένη σελίδα, να μην ξεχνάμε ποτέ ότι γράφτηκε από άνθρωπο και απευθύνεται σε ανθρώπους.

 

Είναι αλήθεια πως πρέπει διαρκώς να ζητάμε από τους συγγραφείς να είναι σαφείς και απλοί, να νοιάζονται για τον κόσμο που δεν ξέρει να γράφει. Όμως, είναι επίσης αλήθεια πως μερικές φορές σκεφτόμαστε πως ίσως υπάρχει κόσμος που δεν ξέρει να διαβάζει. Το διάβασμα είναι τόσο εύκολο, λένε όσοι εξαιτίας της πολύχρονης επαφής τους με το βιβλίο, έχουν χάσει κάθε σεβασμό για τα γραπτά κείμενα. Όποιος όμως ασχολείται περισσότερο με ανθρώπους ή πράγματα και λιγότερο με βιβλία, και είναι υποχρεωμένος να σηκώνεται νωρίς το πρωί και να επιστρέφει εξουθενωμένος το βράδυ, αν κατά τύχη πιάσει ένα βιβλίο στα χέρια του το αντιμετωπίζει σαν κάτι δυσάρεστο και γελοίο, βαρετό και βαρύ, που τον ενοχλεί και τον αποθαρρύνει. Περιττό να πούμε πως αυτοί οι άνθρωποι είναι πιο κοντά στο αληθινό διάβασμα από ό,τι οι άλλοι.

 

Οφείλουμε να παίρνουμε στα σοβαρά και τα βιβλία και τους ανθρώπους. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό, πρέπει να προσέχουμε να μην τα αντιμετωπίζουμε σαν φετίχ, σαν εργαλεία της οκνηρίας μας. Ο άνθρωπος που δεν ζει ανάμεσα στα βιβλία, που πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια για να ανοίξει ένα βιβλίο, έχει ένα απόθεμα σεμνότητας, και ασυναίσθητης δύναμης –της μόνης που έχει αξία– που του επιτρέπει να προσεγγίσει τα λόγια με το σεβασμό και την προσοχή που πλησιάζουμε ένα πολυαγαπημένο πρόσωπο. Κι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από την «κουλτούρα», για την ακρίβεια την πραγματική κουλτούρα. Ανάγκη να καταλάβουμε τους άλλους, φροντίδα για τους άλλους, που είναι και ο μόνος τρόπος να κατανοήσουμε και να αγαπήσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό: η κουλτούρα από εδώ ξεκινάει. Τα βιβλία δεν είναι άνθρωποι, αλλά ένα μέσον για να τους πλησιάσουμε. Όποιος αγαπάει τα βιβλία και δεν αγαπάει τους ανθρώπους είναι ή μωρός ή άθλιος.

 

Το διάβασμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και συχνά, όποιος έχει, ας πούμε, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, όποιος κινείται άνετα στο χώρο της γνώσης και της φιλοκαλίας, όποιος διαθέτει χρόνο και δυνατότητα να διαβάζει, πάρα πολύ συχνά δεν έχει ψυχή, δεν νιώθει αγάπη για τον άνθρωπο, έχει σκληρύνει και αγριέψει από τον εγωισμό της κάστας του. Ενώ όποιος θα λαχταρούσε να ζήσει σε αυτό τον κόσμο του στοχασμού και της φαντασίας, όπως λαχταρά και για τη ζωή, σχεδόν πάντοτε στερείται και τα πιο βασικά: Δεν διαθέτει ούτε καν την αλφαβήτα οποιασδήποτε γλώσσας, δεν διαθέτει ούτε χρόνο ούτε δύναμη, ή, ακόμη χειρότερο, έχει επηρεαστεί από ψευδή εκπαίδευση, κάτι σαν προπαγάνδα, που τον κρατάει δέσμιο σε διαστρεβλωμένες αξίες

Υπάρχει κάτι που μας εμποδίζει να διαβάζουμε – κι είναι πάντα το ίδιο, σε κάθε έκφανση της ζωής: H υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, η έλλειψη σεμνότητας, η άρνηση της αποδοχής του άλλου, του διαφορετικού. Μας πληγώνει πάντα να βλέπουμε κάποιον άλλο να ανακαλύπτει απρόσμενα πράγματα, κάποιος που είναι δίπλα μας, αλλά είναι διαφορετικός από εμάς. Έχουμε θλιβερές συνήθειες. Μας αρέσει να ανακαλύπτουμε πράγματα σαν τα παιδιά, αλλά με μέτρο. Όταν η έκπληξη μας ωθεί να βγούμε έξω από τα όρια μας, να χάσουμε τη σιγουριά μας και να ρισκάρουμε κάτι καινούριο, τότε σουφρώνουμε τα χείλη, χτυπάμε τα πόδια στο πάτωμα, και συμπεριφερόμαστε στ’ αλήθεια σαν παιδιά. Αλλά χωρίς τη δική τους ειλικρίνεια και αθωότητα.

 

Εμείς έχουμε ιδέες, προτιμήσεις, έχουμε ήδη διαβάσει βιβλία: έχουμε κάτι στην ιδιοκτησία μας και νομίζουμε πως αυτό μας δίνει μια υπεροχή.

 

Όμως όλοι έχουμε διαβάσει κάτι. Κι όπως συμβαίνει συχνά, οι πιο ασήμαντοι αστοί κοκορεύονται για τα πλεονεκτήματα και τις προκαταλήψεις της τάξης τους πολύ περισσότερο από τους πραγματικά ικανούς και δραστήριους ανθρώπους του κόσμου, έτσι κι ο αδαής, όταν διαβάσει κάτι γαντζώνεται τυφλά στην ικανοποίηση, στις ιδέες, στις κοινοτυπίες που βρήκε εκεί, κι από τότε κι ύστερα, αν τύχει και διαβάσει κάτι άλλο, έχει πάντα μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης εκείνη την πρώτη ανάγνωση. Είναι τόσο εύκολο να δεχτείς τις μεγαλύτερες κοινοτυπίες και να παραμείνεις σε αυτές, με τη σιγουριά ότι είναι από τους περισσότερους αποδεκτές. Είναι τόσο εύκολο να πιστεύεις πως δεν χρειάζεται άλλη προσπάθεια, κι ότι έχεις ήδη βρει την ομορφιά, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Εύκολο αλλά και χυδαίο ταυτόχρονα. Μοιάζει με το να πιστεύεις ότι εξέφρασες όλη τη φιλευσπλαχνία σου απέναντι στους ανθρώπους, αν δίνεις πότε-πότε ψιλά σε ένα ζητιάνο του δρόμου. Τίποτα δεν θα καταφέρεις και σε αυτό το πεδίο, χωρίς σεβασμό και σεμνότητα: τη σεμνότητα που μας απελευθερώνει από την υπεροψία και την οκνηρία μας, τον σεβασμό που μας κάνει να αναγνωρίζουμε την αξία του άλλου, του διαφορετικού, του πλησίον μας.

 

Μιλάμε για βιβλία. Και είναι γνωστό πως τα βιβλία, σε όσο πιο απλή και άμεση γλώσσα είναι γραμμένα, άλλο τόσο πόνο και προσπάθεια κόστισαν σε αυτόν που τα έγραψε. Είναι ανούσιο, λοιπόν, να πιστεύουμε πως εμείς θα τη βγάλουμε καθαρή, χωρίς να κοπιάσουμε. Το διάβασμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και συχνά, όποιος έχει, ας πούμε, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, όποιος κινείται άνετα στο χώρο της γνώσης και της φιλοκαλίας, όποιος διαθέτει χρόνο και δυνατότητα να διαβάζει, πάρα πολύ συχνά δεν έχει ψυχή, δεν νιώθει αγάπη για τον άνθρωπο, έχει σκληρύνει και αγριέψει από τον εγωισμό της κάστας του. Ενώ όποιος θα λαχταρούσε να ζήσει σε αυτό τον κόσμο του στοχασμού και της φαντασίας, όπως λαχταρά και για τη ζωή, σχεδόν πάντοτε στερείται και τα πιο βασικά: Δεν διαθέτει ούτε καν την αλφαβήτα οποιασδήποτε γλώσσας, δεν διαθέτει ούτε χρόνο ούτε δύναμη, ή, ακόμη χειρότερο, έχει επηρεαστεί από ψευδή εκπαίδευση, κάτι σαν προπαγάνδα, που τον κρατάει δέσμιο σε διαστρεβλωμένες αξίες. Όποιος ρίξει μια ματιά σε ένα σύγγραμμα φυσικής, σε έναν λογιστικό πίνακα, σε κάποιο βιβλίο γραμματικής, θα αντιληφθεί ότι απαιτείται μια ειδική προετοιμασία, ένα ελάχιστο εννοιών και συμβόλων που είναι απαραίτητα για να προχωρήσει κανείς σε μια καινούρια ανάγνωση.

 

Πόσοι καταλαβαίνουν ότι ανάλογα τεχνικά προαπαιτούμενα χρειάζονται για να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα, μια μελέτη, μια κριτική; Όπως και ότι αυτά τα τεχνικά προαπαιτούμενα είναι ασύγκριτα πιο σύνθετα, πιο δύσκολα και δυσδιάκριτα από τα προηγούμενα, και δεν μπορεί να τα βρει κανείς σε κανένα εγχειρίδιο και σε καμιά βίβλο; Ο καθένας σκέφτεται ότι ένα διήγημα, ένα ποίημα, επειδή δεν απευθύνονται στο φυσικό, στο λογιστή ή στον ειδικό, αλλά στον συνηθισμένο άνθρωπο, είναι εύκολο να γίνουν αντιληπτά από τον καθένα μας. Αυτό είναι λάθος. Είναι άλλο πράγμα ο ξεχωριστός άνθρωπος, κι άλλο ο άνθρωπος γενικά. Είναι μύθος το ότι ποιητές, λογοτέχνες και φιλόσοφοι απευθύνονται γενικά στον άνθρωπο, στη γενικευμένη οντότητα των ανθρώπων. Αυτοί μιλούν σε άτομα μιας συγκεκριμένης εποχής, που ζουν σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε άτομα που βιώνουν συγκεκριμένα προβλήματα και αναζητούν δικούς τους τρόπους για να τα επιλύσουν, μιλώντας ειδικά για ανθρώπους που διαβάζουν μυθιστορήματα.

 

Είναι απαραίτητο, λοιπόν, για να καταλάβουμε τα μυθιστορήματα, να γνωρίσουμε την εποχή τους και να αντιληφθούμε τα προβλήματά της. Αυτό σημαίνει πρώτα από όλα να γνωρίσουμε τα αντίστοιχα λεξιλόγια, να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα των λεξιλογίων. Να πειστούμε ότι αν ο συγγραφέας επιλέγει ορισμένες λέξεις, εκφράσεις ή ένα ύφος ασυνήθιστο, έχει αν μη τι άλλο το δικαίωμα να μην κατηγορηθεί εξαρχής συγκρίνοντας τον με κάποιον άλλο συγγραφέα που διαβάσαμε προηγούμενα, που χρησιμοποιούσε λέξεις ή εκφράσεις πιο τακτοποιημένες, πιο εύκολες, ή απλά διαφορετικές. Αυτή η ιστορία με το λεξιλόγιο είναι η πιο περίπλοκη, αλλά όχι και η πιο δυσάρεστη. Βέβαια, το λεξιλόγιο είναι βασικό για έναν αληθινό συγγραφέα, αλλά αρκεί αν το καταλάβουμε αυτό για να βρεθούμε σε έναν κόσμο ζωντανό και πολυδιάστατο, όπου μια λέξη, μια σκέψη, ένας συλλογισμός αντανακλά ήθη, συνήθειες ή ηθική, ακόμη και πολιτική τοποθέτηση.

 

Αρκούν, αυτά, λοιπόν. Η τέχνη λέμε πως είναι σοβαρή υπόθεση. Τόσο σοβαρή όσο η ηθική ή η πολιτική. Αν, όμως, έχουμε το καθήκον να προσεγγίσουμε τις δυο τελευταίες με την ταπεινοφροσύνη και τη σαφήνεια –δηλαδή με ευσπλαχνία προς τους άλλους και αυστηρότητα προς τον εαυτό μας– δεν καταλαβαίνουμε ποιο δικαίωμα έχουμε, μπροστά σε μια γραμμένη σελίδα, να λησμονούμε πως είμαστε άνθρωποι και πως μέσα από αυτήν, ένας άλλος άνθρωπος απευθύνεται σε μας.

 

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

 

Το φεγγάρι κι οι φωτιές

Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Τσέζαρε Παβέζε, μετάφραση Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Μεταίχμιο (εξαντλημένο)

Υπάρχει ένας λόγος που γύρισα σε τούτο το χωριό, εδώ κι όχι στο Κανέλι, στο Μπαρμπαρέσκο ή στην Άλμπα. Πάντως δε γεννήθηκα εδώ, αυτό είναι σχεδόν βέβαιο· πού γεννήθηκα δεν ξέρω· δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ένα σπίτι ούτ’ ένα κομμάτι γης ούτε οστά, για να μπορώ εγώ να πω «Ορίστε, να τι ήμουνα προτού γεννηθώ». Δεν ξέρω αν έρχομαι από το λόφο ή απ’ την κοιλάδα, από τα δάση ή από ένα σπίτι με βεράντες. Το κορίτσι που με παράτησε στα σκαλάκια του καθεδρικού ναού της Άλμπα, ίσως να μην προερχόταν καν από επαρχία, ίσως να ήταν κόρη των αφεντάδων κάποιου αρχοντικού, ή μπορεί να μ’ έφεραν εδώ μέσα σ’ ένα κοφίνι του τρύγου δυο φτωχές γυναίκες από το Μοντιτσέλο, το Νέιβε ή -γιατί όχι;- κι από την Κραβαντσάνα. Ποιος μπορεί να πει από τι σάρκα είμαι φτιαγμένος; Γύρισα τον κόσμο αρκετά, ώστε να ξέρω πως όλες οι σάρκες καλές είναι και ισάξιες, όμως γι’ αυτό ακριβώς ο άνθρωπος κοπιάζει και προσπαθεί να ριζώσει, ν’ αποκτήσει γη και πατρίδα, ώστε η σάρκα του ν’ αξίζει και να βαστάξει λίγο παραπάνω από ένα απλό γύρισμα των εποχών.

Το ότι μεγάλωσα σε τούτο το χωριό το οφείλω, και πρέπει να πω ευχαριστώ γι’ αυτό, στη Βιρτζίλια, στον Παντρίνο, που δεν υπάρχουν πια, κανένας τους, κι ας με πήραν κι ας με μεγάλωσαν μόνο και μόνο γιατί το νοσοκομείο της Αλεσάντρια τους έκοβε μηνιάτικο. Πάνω σε τούτους τους λόφους, πριν από σαράντα χρόνια, υπήρχαν κάτι κακορίζικοι, που για να δούνε ένα ασημένιο σκούδο στην τσέπη φορτώνονταν ένα μπάσταρδο από το νοσοκομείο, πέρα απ’ τα παιδιά που είχαν ήδη. Άλλος έπαιρνε ένα κοριτσάκι, για να μπορεί μετά να το ‘χει δούλα στις προσταγές του· η Βιρτζίλια προτίμησε εμένα, μιας κι από κόρες είχε ήδη δυο, κι όταν μεγάλωνα λίγο έλπιζαν να βολευτούν σ’ ένα μεγάλο υποστατικό και να δουλεύουνε όλοι και να καλοπερνάνε. Ο Παντρίνο είχε τότε την καλύβα της Γκαμινέλα- δυο δωμάτια κι ένα στάβλο- την κατσίκα και την πλαγιά με τις φουντουκιές. Εγώ μεγάλωσα μαζί με τα κορίτσια, κλέβαμε την πολέντα, κοιμόμασταν στο ίδιο αχυρόστρωμα, η Αντζολίνα η μεγαλύτερη με περνούσε ένα χρόνο· και πάνω που έγινα δέκα χρονών, το χειμώνα που πέθανε η Βιρτζίλια, έμαθα τυχαία πως δεν ήμουν αδελφός της. Από το χειμώνα εκείνο, η μυαλωμένη Αντζολίνα αναγκάστηκε να πάψει να σεργιανίζει μαζί μας στην όχθη του ποταμού και στα δάση’ φρόντιζε το σπίτι, έφτιαχνε ψωμί και αγελαδινό τυρί, πήγαινε εκείνη στην κοινότητα να πάρει το επίδομα για μένα’ εγώ καυχιόμουν στην Τζούλια πως άξιζα πέντε λίρες, της έλεγα πως εκείνη δεν άξιζε μία και ρωτούσα τον Παντρίνο γιατί δεν παίρναμε κι άλλα μπάσταρδα.

Τώρα ήξερα πως ήμαστε φουκαράδες, γιατί μόνο οι φουκαράδες μεγαλώνουν τα νόθα του νοσοκομείου. Πρώτα, όταν έτρεχα για το σχολείο κι άκουγα τους άλλους να με φωνάζουν μπάσταρδο, νόμιζα πως ήταν ένας χαρακτηρισμός, όπως δειλός ή αλήτης, και απαντούσα με στιχάκια. Όμως, ήμουν κιόλας ολόκληρο παιδί, και η κοινότητα δε μας πλήρωνε πια το σκούδο, κι εγώ ακόμα δεν είχα καλοκαταλάβει πως το γεγονός ότι δεν ήμουν γιος του Παντρίνο και της Βιρτζίλια σήμαινε πως δεν είχα γεννηθεί στην Γκαμινέλα, δεν είχα φυτρώσει κάτω από τις φουντουκιές ή από το αυτί της κατσίκας μας, όπως τα κορίτσια.

Τη χρονιά που γύρισα πρώτη φορά στο χωριό, ήρθα σχεδόν κρυφά να ξαναδώ τις φουντουκιές. Ο λόφος της Γκαμινέλα, μια μακριά πλαγιά όπου εναλλάσσονταν αδιάκοπα αμπέλια και γκρεμοί, μια κατηφοριά τόσο αμείλικτη, που σηκώνοντας το κεφάλι δε βλέπεις την κορφή –και στην κορφή, ποιος ξέρει πού, υπάρχουν κι άλλα αμπέλια, κι άλλα δάση, κι άλλα μονοπάτια-, ήταν σαν ξεφλουδισμένος απ’ το χειμώνα, έδειχνε τη γύμνια της γης και των κορμών. Τον έβλεπα καλά, στο στεγνό φως, γιγάντιο, να χαμηλώνει σκαλωτά προς το Κανέλι, εκεί όπου τελειώνει η κοιλάδα η δικιά μας. Από το δρομάκι που ακολουθεί τον ποταμό Μπέλμπο έφτασα στο κιγκλίδωμα του μικρού γεφυριού και στον καλαμιώνα. Είδα στο ύψωμα τον τοίχο της καλύβας με τις χοντρές, μαυρισμένες πέτρες, τη στρεβλωμένη συκιά, το κούφιο παραθυράκι, και συλλογιζόμουν εκείνους τους τρομερούς χειμώνες. Όμως, τριγύρω, τα δέντρα και η γη είχαν αλλάξει· η συστάδα με τις φουντουκιές είχε εξαφανιστεί, είχε γίνει μια δράκα καλαμπόκι. Από το στάβλο μουγκάνισε ένα βόδι και μες στην ψύχρα της βραδιάς ένιωσα τη μυρωδιά της κοπριάς. Όποιος λοιπόν έμενε τώρα στην καλύβα δεν ήταν πια τόσο κουρελής όσο εμείς. Πάντα περίμενα πως θα ‘βλεπα κάτι τέτοιο, ή ακόμα και πως θα ‘χε γκρεμιστεί η καλύβα’ πολλές φορές είχα φανταστεί τον εαυτό μου στην κουπαστή του γεφυριού, ν’ αναρωτιέμαι πώς είχα μπορέσει να περάσω τόσα χρόνια σ’ εκείνη την τρύπα, σ’ εκείνα τα λίγα μονοπάτια, σαλαγώντας την κατσίκα και ψάχνοντας για τα μήλα που είχαν κυλήσει ίσαμε κάτω στην όχθη, πεισμένος πως ο κόσμος τελείωνε στη στροφή, όπου ο δρόμος κρεμόταν πάνω απ’ τον Μπέλμπο, σύρριζα στον γκρεμό. Όμως δεν το περίμενα να μη βρω πια φουντουκιές. Σήμαινε πως είχαν όλα τελειώσει. Η αλλαγή αυτή με αποθάρρυνε σε σημείο που δε φώναξα, δε ζύγωσα στην αυλή. Κατάλαβα εκείνη τη στιγμή τι σημαίνει να μην έχεις γεννηθεί σ’ έναν τόπο, να μην τον έχεις στο αίμα σου, να μη βρίσκεσαι ήδη μισοθαμμένος μαζί με τους γέρους, τόσο που να μη σε νοιάζει κι αν αλλάζουν οι σπορές. Φυσικά, είχαν απομείνει συστάδες από φουντουκιές στους λόφους, μπορούσα ακόμα ν’ αναγνωρίσω τα λημέρια· εγώ ο ίδιος, αν ήμουνα ποτέ αφεντικό σ’ εκείνη την πλαγιά, μπορεί και να την είχα κλαδέψει και να είχα σπείρει στάρι, ωστόσο τώρα μου έκανε μια εντύπωση ίδια με τα δωμάτια στην πόλη, που τα νοικιάζεις, ζεις μια μέρα ή και χρόνια, και μετά, όταν μετακομίζεις, μένουν άδεια καύκαλα, διαθέσιμα, νεκρά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!